Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τον αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε όλα τα μεγάλα περιφερειακά ζητήματα, η Τουρκία εκμεταλλεύεται την ευκαιρία, όχι μόνο για τη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά και για την προβολή της ως περιφερειακού παίκτη και «ειρηνοποιού».
Έναν ειδικό ρόλο που επιζητά τα τελευταία χρόνια ο πρόεδρος Ερντογάν, ώστε να αναδείξει τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας, που θα νομιμοποιεί την πολιτική ταλάντευση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και του δίνει τη δυνατότητα για παζάρια, αποσπώντας τα ανάλογα ανταλλάγματα.
Μετά από μια περίοδο κατά την οποία οι συνεχείς αντιπαραθέσεις με τις ΗΠΑ σε μια σειρά ζητημάτων είχαν οδηγήσει σε ψυχρότητα με την κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά ακόμη και σε κυρώσεις με την προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ, ο νέος «αέρας» που φέρνει η δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο φαίνεται να δίνει ώθηση στα σχέδια της Τουρκίας.
Για πολλά χρόνια, η Τουρκία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τους συμμάχους της στη Δύση, για θέματα όπως η Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, οι σχέσεις με τον Πούτιν, η στροφή προς την Κίνα, αλλά και το Κουρδικό, καθώς και για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στη χώρα.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι πολλά από αυτά τα προβλήματα είτε λύνονται είτε παρακάμπτονται, ανοίγοντας έτσι διαφορετικές προοπτικές για την Άγκυρα.
Η εβδομάδα που πέρασε ήταν εξαιρετικά αποδοτική για την Τουρκία και τον Ταγίπ Ερντογάν. Οι συνομιλίες Ουκρανίας - Ρωσίας έφεραν την Κωνσταντινούπολη στο επίκεντρο της παγκόσμιας διπλωματίας, οι συνομιλίες Ευρωπαίων - Ιράν φιλοξενήθηκαν επίσης στην Κωνσταντινούπολη, η Σύνοδος Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ πραγματοποιήθηκε στην Αττάλεια και συγχρόνως η Άγκυρα παρακολουθούσε με ικανοποίηση τη διαφαινόμενη αποστασιοποίηση του Τραμπ από τον Νετανιάχου και τον αποκλεισμό του Ισραήλ από το πρόγραμμα της πρώτης μεγάλης επίσκεψής του στο εξωτερικό, με σταθμούς τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα ΗΑΕ.
Όμως το μεγάλο «δώρο» του Ν. Τραμπ προς τον Ερντογάν ήταν η απόφασή του, που αιφνιδίασε τους πάντες, να συναντηθεί με τον προσωρινό πρόεδρο της Συρίας, Αλ Σαράα, και να ανακοινώσει την άρση των αμερικανικών κυρώσεων στη Συρία. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος απέδωσε την απόφασή του αυτή στις παραινέσεις του Τ. Ερντογάν και του Σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και μάλιστα κάλεσαν, σε τηλεδιάσκεψη κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Ριάντ, να συμμετάσχει από την Άγκυρα και ο Τούρκος πρόεδρος.
Με την κίνηση αυτή, ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο αναγνωρίζει τον ρόλο της Τουρκίας στη Συρία, αλλά ίσως ανοίγει και ο δρόμος για την ικανοποίηση της απαίτησης της Τουρκίας για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία ή, πάντως, για τη διακοπή στήριξης στην κουρδική αυτόνομη οντότητα στη βορειοανατολική Συρία.
Αυτή θα είναι μια σημαντική εξέλιξη για την Άγκυρα, σε συνδυασμό με την άλλη μεγάλη είδηση: την απόφαση του PKK να καταθέσει τα όπλα. Κλείνοντας το κουρδικό μέτωπο και στη Συρία, η Τουρκία και ο Τ. Ερντογάν θα έχουν πλέον ελεύθερο πεδίο δράσης, ώστε να μπει οριστικά τέλος τόσο στο ένοπλο κουρδικό κίνημα όσο και στην επιδίωξη για αυτόνομο ή ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, το οποίο αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την Τουρκία.
Η είδηση για την πρώτη, μετά το 2022, συνάντηση Ουκρανίας - Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη ήταν η άλλη σημαντική εξέλιξη για την Τουρκία, την οποία εξήρε ο πρόεδρος Τραμπ, δηλώνοντας, μάλιστα, έτοιμος να μεταβεί και ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη, εφόσον η συνάντηση γινόταν σε επίπεδο ηγετών. Ο Τ. Ερντογάν συνομίλησε τηλεφωνικά με τους προέδρους της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά και με τον Γάλλο πρόεδρο και την Ιταλίδα πρωθυπουργό, προβάλλοντας τη συνάντηση ως «καρπό» και των δικών του προσπαθειών, νομιμοποιώντας την πολιτική των ίσων αποστάσεων που τηρεί όλο αυτό το διάστημα με τη Ρωσία.
Στην Αττάλεια πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για τη Συμμαχία, καθώς προετοιμάζεται η Σύνοδος Κορυφής της Χάγης (24 – 25 Ιουνίου), στην οποία, παρουσία του Ν. Τραμπ, θα τεθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν το ίδιο το μέλλον της διατλαντικής σχέσης και Συμμαχίας.
Στην Αττάλεια, η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να προβάλλει τη στρατηγική σημασία της και τον ιδιαίτερο ρόλο που θα πρέπει να της αναγνωρίσουν σύμμαχοι και εταίροι, ως χώρας που βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης και πολύ κοντά στο επίκεντρο περιφερειακών συγκρούσεων και κρίσεων.
Ο Χ. Φιντάν, με την ένθερμη συνηγορία του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε, αξιοποίησε την παρουσία των ομολόγων του στο ΝΑΤΟ για να αναδείξει τη δύναμη της Τουρκίας στη διπλωματία και την άμυνα και να προβάλει τα σημαντικά βήματα που έχει κάνει η τουρκική αμυντική βιομηχανία. Στόχος των παρεμβάσεών του ήταν να πείσει τους συμμάχους ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά και στον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, είναι αναγκαία και πρέπει να διασφαλιστεί θεσμικά. Ταυτόχρονα, τόνισε ότι πρέπει να σταματήσουν όλοι οι αποκλεισμοί μεταξύ συμμάχων σε θέματα προμηθειών εξοπλισμών.
Και δεν είναι μόνο η νέα προσέγγιση των περιφερειακών ζητημάτων από τον πρόεδρο Τραμπ. Οι Ευρωπαίοι εταίροι, μπροστά στο σοκ που έχει προκαλέσει η νέα αμερικανική κυβέρνηση και οι σκληροί όροι που θέτει για τη συνέχιση της διατλαντικής σχέσης και της εγγύησης ασφαλείας της Ευρώπης, στρέφονται προς την Τουρκία. Με την προσδοκία ότι η αποδοχή της, χωρίς όρους, στρατηγικής συνεργασίας που απαιτεί η Άγκυρα, θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα σοβαρά κενά που υπάρχουν στην ΕΕ, είτε όσον αφορά τη διάθεση δυνάμεων (σε περίπτωση που χρειαστεί ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία), είτε για τη συμβολή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σε προγράμματα όπως το ReArm EU.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα, τα οποία φυσικά δεν μπορεί να παραβλέψει η Αθήνα, καθώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μια ήπια στασιμότητα μετά το αδιέξοδο που έχει προκαλέσει η Τουρκία, επιδιώκοντας να εμποδίσει την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και να επιβάλει ένα καθεστώς «φινλανδοποίησης» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Παρά τις κινήσεις που γίνονται, είτε μέσω του Κοινού Επιχειρηματικού Συμβουλίου που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, είτε με μία ακόμη από τις ανούσιες συναντήσεις για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), αλλά και τις συναντήσεις Γεραπετρίτη - Φιντάν για να δοθεί μια εικόνα κανονικότητας, υπήρξαν σοβαρές δυσκολίες, υπό αυτές τις συνθήκες, να δρομολογηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα. Τελικά, στη συνάντηση που είχαν την Πέμπτη στην Αττάλεια, οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών φαίνεται ότι συμφώνησαν τις επόμενες ημέρες να οριστικοποιηθεί ένα νέο πρόγραμμα συναντήσεων στο πλαίσιο του Πολιτικού Διαλόγου και της «Θετικής Ατζέντας», που θα καταλήγει με τη σύγκληση του ΑΣΣ στην Άγκυρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, αν και η αρχική επιδίωξη ήταν η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Άγκυρα να γίνει πριν από το Πάσχα και μετά εντός του Μαΐου, ώστε να μη δοθεί η εικόνα αδρανοποίησης της διαδικασίας, πιθανότατα θα μετατεθεί μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (24-25 Ιουνίου).
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, ο Τ. Ερντογάν αντιμετωπίζει με ακόμη μεγαλύτερη υπεροψία τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, διαψεύδοντας τις προσδοκίες που ίσως υπήρχαν για ωρίμανση, μετά από 26 μήνες «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο, της συζήτησης για την οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Η αποκατάσταση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Τουρκία και η ένταξή τους σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, όπως αυτό που σχεδιάζει ο Ν. Τραμπ, αλλά και η διάθεση των Ευρωπαίων εταίρων και συμμάχων να συμπράξουν σε στρατιωτικό επίπεδο με την Άγκυρα, διαμορφώνουν ένα δύσκολο και μη ευνοϊκό περιβάλλον για τα ελληνοτουρκικά.