Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν το πρώτο βήμα για τον επανασχεδιασμό του παγκόσμιου χάρτη, που διαμορφώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με νέους παίκτες και νέους ρόλους, για χώρες που μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες θεωρούνταν «αναπτυσσόμενες», για τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου και τις ολοένα και πιο φιλόδοξες μεσαίες περιφερειακές δυνάμεις. Στον χάρτη αυτόν εντάσσεται και ο πόλεμος στο Ιράν, ο οποίος δείχνει τα νέα «σύνορα» που διαμορφώνονται στον πλανήτη, μια διαδικασία που, δυστυχώς, η ιστορία έχει δείξει ότι σπάνια γίνεται ειρηνικά…
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σε δύο θητείες δεσμευόταν ότι δε θα εμπλακεί σε πόλεμο με το Ιράν και στην αρχή της δεύτερης θητείας του εμφανίστηκε ως «ειρηνοποιός», ετοιμάζεται πλέον, όπως όλα δείχνουν, να δώσει τέλος σε αυτήν τη θερμή σύγκρουση σαράντα ετών, αν όχι με ειρηνευτικές συνομιλίες που φαντάζουν δύσκολες σήμερα, με τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ.
Οι αμφιταλαντεύσεις των τελευταίων εβδομάδων, που από τη μία έδινε βάρος στη διπλωματία και στις προσπάθειες του προσωπικού απεσταλμένου του, Κ. Γουίτκοφ, και από την άλλη εξαπέλυε απειλές εναντίον του Ιράν, φαίνεται να διαλύονται, καθώς το Ισραήλ, με την πρωτοβουλία του για προληπτικό πλήγμα στο Ιράν, μετατρέπει τον κρίσιμο για την επιβίωσή του πόλεμο εναντίον του Ιράν σε πόλεμο και των «συμμάχων» του εναντίον του θεοκρατικού καθεστώτος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις μεγάλου μέρους των υποστηρικτών του από το κίνημα MAGA, οι οποίοι θεωρούν ότι το Ισραήλ παρασύρει τις ΗΠΑ έξω από την πολιτική απομονωτισμού που έχει εξαγγείλει και ο ίδιος, φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι το όραμά του για ανασχηματισμό της Μέσης Ανατολής δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί με διαπραγματεύσεις και ότι ίσως η πολεμική εμπλοκή είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσει μπροστά.
Όταν στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ προώθησε τις Συμφωνίες του Αβραάμ, το βασικό του κίνητρο δεν ήταν μόνο το οικονομικό όφελος για τις ΗΠΑ και ολόκληρη την περιοχή, αλλά και των οικογενειακών επιχειρήσεων, καθώς η περιοχή αποτελεί την πιο σημαντική ενεργειακή πηγή. Παράλληλα, θεωρούσε ότι η ομαλοποίηση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μόνιμη απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις δεσμεύσεις τους για την ασφάλεια του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Έτσι, θα υλοποιούσε τη δέσμευσή του ότι η Αμερική «δεν κάνει πολέμους για λογαριασμό άλλων».
Οι εμπειρίες από το Αφγανιστάν και το Ιράκ είναι ακόμη νωπές για τους Αμερικανούς, από «αχρείαστους πολέμους» που κόστισαν τρισεκατομμύρια δολάρια και ανθρώπινες απώλειες, με αποτέλεσμα και οι δύο χώρες να παραμένουν «μαύρες τρύπες» μετά την αποχώρηση των Αμερικανών. Η πραγματικότητα, όμως, δεν ακολουθεί πάντοτε τις επιθυμίες των ηγετών.
Το Ιράν, για λόγους που είναι γνωστοί και σχετίζονται με την ίδια την επιβίωση του θεοκρατικού καθεστώτος, επέλεξε τη μετατροπή του σε έναν στρατιωτικό «αστακό», διαθέτοντας δισεκατομμύρια από τα έσοδα της πώλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Θεωρούσε ότι έτσι θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα εχθρικό περιβάλλον και, κυρίως, ότι θα αποκτούσε όχι μόνο ισχυρή αποτροπή απέναντι σε οποιονδήποτε είχε πρόθεση ανατροπής του, αλλά και τη δύναμη να απειλήσει την ύπαρξη του Ισραήλ.
Το Ισραήλ, πέρα από ιδεολογικό αντίπαλο, αποτέλεσε και το σύμβολο για την αφύπνιση και ριζοσπαστικοποίηση όχι μόνο των σιιτών, αλλά και των σουνιτών μουσουλμάνων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι αραβικές (σουνιτικές) χώρες έδειχναν αδικαιολόγητη ανοχή στο «σιωνιστικό» κράτος.
Η επιλογή, εδώ και αρκετά χρόνια, να επιδιώξει πρόσβαση σε πυρηνική τεχνολογία, που θα του άνοιγε τον δρόμο για απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου, αποτέλεσε κεντρικό πυρήνα της πολιτικής του καθεστώτος. Διότι, μπαίνοντας στο κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων, το Ιράν όχι μόνο θα είχε τη δυνατότητα να συνομιλεί από διαφορετική θέση ισχύος με γείτονες όπως το Πακιστάν και η Ινδία, αλλά κυρίως θα μπορούσε να σταθεί ως «ίσος προς ίσο» απέναντι στο Ισραήλ, ανατρέποντας έτσι το στρατηγικό μειονέκτημα που του επιβάλλει η στρατιωτική και πυρηνική υπεροχή του Ισραήλ.
Βεβαίως, σε μια εποχή που η κατοχή πυρηνικών όπλων από χώρες εκτός των Πέντε Μεγάλων δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα, όπως έδειξε πρόσφατα και η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν, η πρόσβαση του Ιράν σε πυρηνικό οπλοστάσιο είναι κάτι που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει και να αποδεχθεί.
Τα διλήμματα του νέου Αμερικανού Προέδρου ήταν πολλά. Το Ιράν, με διακηρυγμένο στόχο την εξαφάνιση του Ισραήλ και με την ανάπτυξη proxies που αποτελούσαν μόνιμη απειλή όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για τη συνολική περιφερειακή σταθερότητα, στρεφόταν και εναντίον των μετριοπαθών αραβικών μουσουλμανικών καθεστώτων στον Κόλπο.
Η στάση του Ιράν εξέθετε τις χώρες αυτές, παρουσιάζοντάς τες ως ανεκτικές απέναντι στο «σιωνιστικό κράτος». Αυτό, μακροπρόθεσμα, υπονομεύει τη σταθερότητα των καθεστώτων του Κόλπου, συμμάχων των ΗΠΑ και κρίσιμων παικτών για την ενεργειακή ασφάλεια του πλανήτη.
Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 αποτέλεσε τον καταλύτη των εξελίξεων. Η απόφαση για το πλήγμα εναντίον του Ισραήλ δεν αποσκοπούσε απλώς στην επίδειξη δύναμης ή στην τιμωρία των «σιωνιστών». Ήρθε σε μια στιγμή που επίκειτο η απόφαση για ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία, και λίγο μετά την ανακοίνωση ενός φιλόδοξου σχεδίου για τη ριζική αναμόρφωση της ευρύτερης περιοχής: του διαδρόμου IMEC. Ένα σχέδιο που ανοίγει μια νέα μεγάλη οδό διασύνδεσης και ανάπτυξης μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, μέσω του Κόλπου και του Ισραήλ. Έργο τεράστιας οικονομικής, αλλά ακόμη μεγαλύτερης γεωπολιτικής σημασίας.
Ένα έργο που θα δημιουργούσε πλέον τις προϋποθέσεις για την οριστική λύση της αντιπαλότητας του Ισραήλ με τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, καθώς θα οδηγούσε και στη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους. Έτσι, μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας θα διαμορφωνόταν στη Μέση Ανατολή, που αποτελεί και κορυφαία προτεραιότητα των ΗΠΑ.
Η επίθεση της Χαμάς και ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα που ακολούθησε, διέκοψαν αυτή τη διαδικασία, απειλώντας να την εκτροχιάσουν για χρόνια και ο ρόλος του Ιράν ήταν προφανής, όπως και τα κίνητρά του.
Με την κλιμάκωση την οποία επιδίωξε το Ισραήλ, θεωρώντας ότι τώρα είναι η ιστορική ευκαιρία να θέσει τέλος στην υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει από το Ιράν, περιορίζει πλέον τις επιλογές που έχει στη διάθεσή του ο Αμερικανός Πρόεδρος. Διότι αυτός ο πόλεμος του Ισραήλ μετατρέπεται πλέον σε πόλεμο και για τις ίδιες τις ΗΠΑ και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Αυτός ο πόλεμος θα διαρκέσει όσο το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα και τη στήριξη να επιφέρει πλήγματα στο Ιράν, έως ότου κλονίσει το καθεστώς και προετοιμάσει το έδαφος για το τελικό χτύπημα στο πυρηνικό του οπλοστάσιο, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο με τη στρατιωτική συμβολή των Αμερικανών.
Από την άλλη, το Ιράν δεν πρόκειται να παραδώσει τα όπλα, καθώς πλέον το θεοκρατικό καθεστώς δίνει τη δική του μάχη επιβίωσης. Έχοντας δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια σημαντικό απόθεμα βαλλιστικών πυραύλων, γνωρίζει ότι ίσως δεν έχει τη δυνατότητα να αποκρούσει τις επιθέσεις των Ισραηλινών με υπερσύγχρονα όπλα και την ισχύ της Ισραηλινής Αεροπορίας. Ωστόσο, μπορεί να προκαλέσει σημαντικά πλήγματα τόσο στο Ισραήλ όσο και στην παγκόσμια οικονομία, πριν καταρρεύσει.
Οι εικόνες που προβάλλουν τα ιρανικά ΜΜΕ τις τελευταίες ημέρες θέλουν να δείξουν πώς είναι να μεταφέρεται το σκηνικό καταστροφής της Γάζας στην ίδια την καρδιά του ισραηλινού κράτους. Και στοχεύουν σε μια κοινή γνώμη, η οποία είναι ήδη κουρασμένη και τραυματισμένη από τον πόλεμο της Γάζας και το δράμα των ομήρων, θέλοντας να εξαντλήσουν τις αντοχές της.
Και φυσικά, υπάρχει το όπλο της ενέργειας. Ο πειρασμός των Ισραηλινών να πλήξουν την πηγή χρηματοδότησης του πυραυλικού και πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, την πετρελαϊκή του βιομηχανία, θα είναι μεγάλος. Όμως, κάτι τέτοιο θα έχει άμεσες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία και θα κινητοποιήσει και χώρες που προμηθεύονται πετρέλαιο από το Ιράν, όπως η Κίνα.
Επίσης, σε έναν αγώνα επιβίωσης, το ιρανικό καθεστώς μπορεί να οδηγηθεί σε έναν πόλεμο με το δόγμα «γαία πυρί μειχθήτω». Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο θα διακοπεί ο σημαντικότερος θαλάσσιος διάδρομος για τη μεταφορά πετρελαίου, τα Στενά του Ορμούζ, αλλά θα στοχοποιηθούν και οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πιθανότατα και άλλων χωρών όπως το Κατάρ, το Κουβέιτ και το Ιράκ. Μια τέτοια κίνηση θα προκαλέσει ένα τεράστιο πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία και στις διεθνείς ισορροπίες.
Ο πόλεμος φθοράς δεν μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον και η ώρα των αποφάσεων για τις ΗΠΑ ίσως έρθει πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που έχει θέσει ο Αμερικανός πρόεδρος Ν. Τραμπ.