Η παλιά βεντέτα, το φαβορί Ράμα και η επόμενη μέρα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις
Εκλογές

Η παλιά βεντέτα, το φαβορί Ράμα και η επόμενη μέρα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις

Μπροστά σε μια εκλογική μάχη που αναβιώνει μια παλιά πολιτική βεντέτα και φέρνει στην επιφάνεια τις παθογένειες και τα προβλήματα της αλβανικής δημοκρατίας, χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές επιλογές, βρίσκονται οι Αλβανοί ψηφοφόροι που προσέρχονται αύριο στις κάλπες. 

Απέναντι στον Έντι Ράμα, που κυβερνά την Αλβανία από το 2013, με σημαντική παρουσία ήδη από το 2000 και τη θητεία του ως Δήμαρχος Τιράνων, βρίσκεται ο παλαίμαχος ηγέτης της Δεξιάς και κυρίαρχη μορφή της πολιτικής ζωής της Αλβανίας μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα, Σαλί Μπερίσα. Ένας 80χρονος έμπειρος πολιτικός, ο οποίος έχει κατηγορηθεί και καταδικασθεί για πράξεις διαφθοράς και, ακολουθώντας τις «αλβανικές παραδόσεις», έχει δημιουργήσει μια βεντέτα, όχι μόνο πολιτική, με τον «διώκτη» του, Έντι Ράμα. Η σύγκρουση αυτή είχε οδηγήσει σε σειρά δυναμικών διαδηλώσεων στα Τίρανα και σε άλλες πόλεις της χώρας, απειλώντας για μεγάλο διάστημα την πολιτική σταθερότητα της Αλβανίας. 

Το διακύβευμα των εκλογών είναι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και η οικονομική ανάκαμψή της, καθώς κανείς δεν αναφέρεται στα σοβαρά προβλήματα του Κράτους Δικαίου και του σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών, με κυριότερο εκείνον της Δικαιοσύνης, αλλά και της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί στενά με την πολιτική εξουσία.

Ο Έντι Ράμα, ικανός αν και υπερεκτιμημένος πολιτικός, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια, μέσω μεθόδων που έχουν επικριθεί, να κυριαρχήσει με το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην πολιτική ζωή της χώρας. Απέναντί του βρίσκεται ένα διχασμένο Δημοκρατικό Κόμμα, χωρίς νέα ηγεσία, που επιστρατεύει τον ιστορικό ηγέτη του, Σαλί Μπερίσα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια «ανατροπής» του Ράμα.

Ο Αλβανός πρωθυπουργός, μετρ των ελιγμών και λάτρης ενός εκκεντρικού lifestyle, έχει κατορθώσει να εξουδετερώσει με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο, τους αντιπάλους του, εγκαθιστώντας ένα σύστημα εξουσίας που χειραγωγεί με ευκολία τα μέσα ενημέρωσης αλλά και την κοινή γνώμη. Κυρίως όμως, έχει καταφέρει κατά τα χρόνια της πρωθυπουργίας του να αποκτήσει τη συμπάθεια των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, οι οποίοι θεωρούν ότι, παρά τις κατηγορίες για σχέσεις με επιχειρηματίες που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα, ο Ράμα είναι ικανός να διατηρήσει τη σταθερότητα στην Αλβανία, μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ.

Κανείς δε θα ήθελε να επιστρέψει η Αλβανία στην περίοδο των έντονων και συχνά βίαιων πολιτικών αντιπαραθέσεων, και να μετατραπεί σε ένα ακόμη πρόβλημα στα ασταθή Δυτικά Βαλκάνια. Εξάλλου, η προθυμία του Ράμα να συζητήσει ακόμη και αμφιλεγόμενα σχέδια, όπως αυτό της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι για τη μεταφορά και κράτηση των αιτούντων άσυλο στην Ιταλία σε κέντρα φιλοξενίας και κράτησης, σε αλβανικό έδαφος, τον καθιστά ακόμη πιο «συμπαθή» σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Η οικονομία είναι εκείνη που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την αναμέτρηση. Ο Ράμα προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστά που αγγίζουν το 45-48%, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα υπολείπεται σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες. Εφόσον επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, αυτά τα αποτελέσματα θα προσφέρουν αυτοδυναμία στον Έντι Ράμα με περισσότερες από 74 έδρες σε σύνολο 140 εδρών.

Η Αλβανία, με τη βοήθεια και τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας, έχει σημειώσει βήματα προς την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, αυτή επιβραδύνεται από τη διαφθορά, τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος και την έλλειψη αξιοπιστίας του δικαστικού συστήματος και του θεσμικού πλαισίου προστασίας των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας. Παρά το γεγονός ότι το σημερινό βιοτικό επίπεδο δεν έχει σχέση με εκείνο που οδήγησε στο μαζικό κύμα μετανάστευσης από την Αλβανία προς την Ιταλία και την Ελλάδα, παραμένει ακόμη ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.

Ο Έντι Ράμα, σε αυτή την προεκλογική περίοδο, ύψωσε συμβολικά τη σημαία της Ευρώπης, προβάλλοντας ως σύνθημα την ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έως το 2027, κάτι που απέχει, βεβαίως, από την πραγματικότητα.

Στο άλλο στρατόπεδο, αυτό του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Σαλί Μπερίσα δίνει έναν αγώνα προσωπικής δικαίωσης απέναντι στις καταδίκες που, όπως υποστηρίζει, του επιβλήθηκαν από μια χειραγωγούμενη Δικαιοσύνη και ελπίζει ότι θα μπορέσει να ανατρέψει τον προσωπικό και πολιτικό του αντίπαλο, τον Έντι Ράμα. Οι ποινικές διώξεις του Σ. Μπερίσα και η προσπάθειά του να κινητοποιήσει μαζικά τους υποστηρικτές του σε βίαιες διαδηλώσεις εναντίον του Ράμα, είχαν οδηγήσει στην επιβολή απαγόρευσης εισόδου του στις ΗΠΑ από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο ίδιος απέδιδε αυτή την απόφαση στην επιρροή που ασκούσε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Τζορτζ Σόρος, με τον οποίο, συνδέονταν στενά ο Έντι Ράμα.

Αυτή ακριβώς τη σχέση ανέδειξε στην προεκλογική του εκστρατεία ο Σ. Μπερίσα, ελπίζοντας ότι η αντιπαλότητα της κυβέρνησης Τραμπ με τον Τ. Σόρος θα απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τη νέα αμερικανική διοίκηση από τον Έντι Ράμα.

Η επιλογή του Μπερίσα να αναθέσει την προεκλογική του εκστρατεία στον άνθρωπο που είχε ηγηθεί της καμπάνιας του Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία των ΗΠΑ, τον Κρις Λα Σιβίτα, είχε στόχο όχι μόνο την έμμεση προσέγγιση με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και την επίδειξη προς ένα εκλογικό σώμα, κατά βάση φιλοαμερικανικό, ότι ο ίδιος έχει τη στήριξη της νέας τάξης πραγμάτων στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, παρά τη γενναιόδωρη αμοιβή του Αμερικανού λομπίστα, ο οποίος επέλεξε ως στρατηγική τις άμεσες προσωπικές επιθέσεις κατά του Ράμα, δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τα δεδομένα.

Η πιθανή επανεκλογή του Έντι Ράμα δημιουργεί νέα δεδομένα και για την Αθήνα, η οποία απέφυγε συστηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή, εκτός ίσως από την παρουσία του Σταύρου Παπασταύρου στην προεκλογική συγκέντρωση του Σ. Μπερίσα στην Αθήνα. Η παρουσία του σχετίζεται περισσότερο με τον προσωπικό αγώνα που έδωσε ο κ. Παπασταύρου για την υπόθεση Μπελέρη, καθώς ήταν από τους λίγους στην ελληνική κυβέρνηση που από την πρώτη στιγμή στάθηκε στο πλευρό του εκλεγμένου Δημάρχου Χειμάρρας. Μάλιστα, τον επισκέφθηκε στις φυλακές και πρωτοστάτησε στην ανάδειξη της υπόθεσής του, ενώ συνέβαλε και στη συμπερίληψή του στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας.

Για την Αθήνα, άλλωστε, δεν υπάρχει ξεκάθαρα «καλή» ή «κακή» επιλογή. Ο Σ. Μπερίσα, παρά το γεγονός ότι σήμερα μιλά με ιδιαίτερα θετικά λόγια για την Ελλάδα και το 1996 είχε υπογράψει το Σύμφωνο Φιλίας με την Αθήνα, είχε οδηγήσει επανειλημμένα σε ρήξεις τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, με αποκορύφωμα τη δίκη των πέντε ηγετικών στελεχών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ το 1995, όταν ήταν Πρόεδρος της Αλβανίας. Το γεγονός, πάντως, ότι σήμερα εμφανίζεται σχεδόν ως φιλέλληνας, σχετίζεται περισσότερο με την προσπάθειά του να πλήξει τον Έντι Ράμα, αποδίδοντάς του την ευθύνη για τις δυσκολίες στις ελληνοαλβανικές σχέσεις.

Επί Σ. Μπερίσα είχε υπογραφεί η συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αλβανίας, έπειτα από προσφυγή του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Έντι Ράμα.

Ο Σ. Μπερίσα έκτοτε καταγγέλλει δημοσίως τον σημερινό Αλβανό πρωθυπουργό ότι ενήργησε καθ’ υπόδειξη της Άγκυρας και του Τ. Ερντογάν, προκειμένου να υπονομεύσει μια συμφωνία η οποία στηριζόταν στις αρχές του Δικαίου της Θάλασσας και αποτελούσε υπόδειγμα και διαπραγματευτικό κεκτημένο για μελλοντικές οριοθετήσεις στην περιοχή.

Οι δεσμοί του Ε. Ράμα με την Άγκυρα και τον ίδιο τον Ερντογάν δεν είναι κρυφοί εξάλλου, αν και η προσπάθειά του να προσελκύσει επενδύσεις από τις χώρες του Κόλπου δεν αντιμετωπίζεται θετικά από την Άγκυρα.

Η «Ελληνική Μειονότητα» μπροστά στις κάλπες

Στις εκλογές αυτές, η ελληνική εθνική μειονότητα έχει μικρή παρουσία, αποτέλεσμα του μειωμένου ενδιαφέροντος των ομογενών που ζουν στην Ελλάδα, αλλά και της αδυναμίας όλων αυτών των χρόνων να διαμορφωθεί ένας ισχυρός πολιτικός πόλος εκπροσώπησης της μειονότητας.

Το ΚΕΑΔ συνεργάζεται με το Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς μόνο έτσι, μέσα από τη λεγόμενη «κλειστή λίστα», θα μπορέσει να εκλέξει έναν βουλευτή, τον πρόεδρο του κόμματος, Β. Ντούλε, στην περιφέρεια των Τιράνων και όχι σε κάποια μειονοτική περιοχή. Ο Π. Γκιγκουρίας, ομογενής των ΗΠΑ από τη Χειμάρρα, είναι επίσης υποψήφιος, αλλά με μικρές πιθανότητες εκλογής λόγω και του εκλογικού συστήματος. Μικρή είναι επίσης η συμμετοχή μειονοτικών και στις λίστες των άλλων κομμάτων.

Η υπόθεση Μπελέρη, που έχει ρίξει βαριά σκιά στις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και η αναξιοπιστία του Ε. Ράμα και ο αδικαιολόγητα αλαζονικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τις διμερείς σχέσεις, αποτελούν βαρίδια για την αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων.

Η Αθήνα δείχνει να θέλει να ξεπεράσει το βάρος της υπόθεσης Μπελέρη, αλλά βεβαίως οι εκκρεμότητες που αφορούν την προσπάθεια υφαρπαγής ελληνικών περιουσιών, ειδικά στο τουριστικό, παραθαλάσσιο μέτωπο της Χειμάρρας, παραμένουν.

Το ίδιο ισχύει και για τη μεγάλη εκκρεμότητα σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ, καθώς η Αθήνα ακόμη περιμένει τον Ε. Ράμα να ανταποκριθεί στη δημόσια δέσμευσή του από το 2021 για τη σύνταξη συνυποσχετικού, προκειμένου η διαφορά να παραπεμφθεί στη Χάγη.

Μετά τις αλβανικές εκλογές η Αθήνα έστω και με καθυστέρηση τριών δεκαετιών θα πρέπει να κοιτάξει με καθαρό μυαλό τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις ώστε αυτές πια να τεθούν σε στέρεες βάσεις χωρίς να επιτρέπουν στην εκάστοτε αλβανική ηγεσία να τις εργαλειοποιεί για τους δικούς της σκοπούς.