Μια μοναδική ευκαιρία, μια από τις πιο πολύνεκρες συγκρούσεις του αιώνα μας , να αποτελέσει τη μήτρα για μια οριστική ειρήνη στη Μέση Ανατολή και την αναδιάταξη ολόκληρης αυτής της περιοχής με ένα νέο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, προσφέρει το φιλόδοξο σχέδιο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η παρουσία του Ν. Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η επιλογή από τον ίδιο μιας εντελώς αντισυμβατικής διπλωματίας στην οποία συνυπάρχει το προσωπικό του στυλ του «πάρε-δώσε», οι ωμές απειλές και εκβιασμοί αλλά και οι φιλοφρονήσεις και οι υποσχέσεις ανταλλαγμάτων , αποδείχθηκε αποτελεσματική σε μια σύγκρουση που είχε πάρει πλέον παράλογες διαστάσεις.
Η δύσκολη πορεία εφαρμογής της πρώτης φάσης της Συμφωνίας ξεκίνησε ήδη με την εκεχειρία και την απόσυρση ισραηλινών δυνάμεων, και η πιο σημαντική στιγμή της θα είναι η απελευθέρωση των υπολοίπων ζωντανών ομήρων μετά από δύο χρόνια και μερικές ημέρες παραμονής στα τούνελ και στα «λαγούμια» της Χαμάς στη Γάζα. Και συγχρόνως, η απελευθέρωση ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων, αρκετοί από τους οποίους κατηγορούνται για εγκλήματα που έχουν διαπράξει εναντίον πολιτών του Ισραήλ ή για τη συμμετοχή τους σε οργανώσεις της «παλαιστινιακής ένοπλης αντίστασης».
Το μεγάλο πρόβλημα των επόμενων εβδομάδων θα είναι η εφαρμογή της συμφωνίας και η δρομολόγηση των επόμενων βημάτων, με το μεγαλύτερο εμπόδιο να παραμένει φυσικά η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών, τις οποίες χωρίζει πια και το βαθύ μίσος που προκάλεσε το ποτάμι αίματος της 7ης Οκτωβρίου και όσα ακολούθησαν.
Είναι η πρώτη φορά, όμως, εδώ και τριάντα χρόνια, που δημιουργούνται , έστω και υπό αυτές τις συνθήκες , οι προϋποθέσεις για να μπει η βάση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας με στόχο την οριστική επίλυση του Παλαιστινιακού. Και όσο κι αν φαίνεται μακρινός αυτός ο στόχος, η ορμή με την οποία ασχολήθηκε προσωπικά ο Αμερικανός πρόεδρος με την κρίση αυτή, αποτελεί εγγύηση ότι τουλάχιστον θα εξαντληθούν οι πιθανότητες για μια οριστική ειρήνη.
Βεβαίως, θα πρέπει να προηγηθούν τα μικρά αλλά κρίσιμα βήματα: ο αφοπλισμός της Χαμάς και ο συμβιβασμός με την ιδέα του αποκλεισμού της από τη διοίκηση της Γάζας, η απόσυρση του Ισραήλ από μεγάλο μέρος της Γάζας, η παροχή εγγυήσεων προς τη Χαμάς για την εφαρμογή της Συμφωνίας από το Ισραήλ. Και φυσικά, αμέσως μετά θα αρχίσει το δύσκολο κεφάλαιο: ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της Γάζας, πώς θα κατοχυρωθεί η ασφάλεια στη Λωρίδα, πώς θα αποτραπεί η αναβίωση ένοπλων ομάδων.
Ένα σημαντικό στοίχημα είναι η δρομολόγηση της ανθρωπιστικής βοήθειας σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες ενός καταστροφικού πολέμου δύο ετών, καθώς και η έναρξη του τιτάνιου έργου της απομάκρυνσης εκατομμυρίων τόνων μπάζων από τις αστικές περιοχές, ώστε να μπορέσει, όταν έρθει η ώρα, να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση.
Δύο χρόνια πολέμου στη Γάζα, που προκλήθηκε από την επίθεση της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου, δεν άφησαν τίποτα όρθιο στη Μέση Ανατολή.
Οι Παλαιστίνιοι υπέστησαν μια καταστροφική τιμωρία από το Ισραήλ για την επίθεση της Χαμάς, αλλά και για τη στήριξη που προσέφεραν στην οργάνωση στο έδαφος της Γάζας.
Πλήρωσαν πολύ ακριβά το αδιέξοδο που υπήρχε και στην πολιτική τους εκπροσώπηση, με μια παραπαίουσα και ανυπόληπτη Παλαιστινιακή Αρχή από τη μία και τη Χαμάς από την άλλη, που υπηρετούσε το σύνθημα της εξαφάνισης του κράτους του Ισραήλ.
Το ερώτημα, φυσικά, είναι εάν όλα τα δεινά που υπέστησαν τα δύο τελευταία χρόνια οι Παλαιστίνιοι, κυρίως στη Γάζα, θα τους οδηγήσουν σε μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση της αντιπαράθεσης με το Ισραήλ ή αν θα τροφοδοτήσουν , μόλις δοθεί η ευκαιρία, νέα ριζοσπαστικοποιημένα κινήματα και οργανώσεις.
Η Χαμάς μπορεί να συνέβαλε, με τις επιλογές της, στην καταστροφή της Γάζας και στη μεγάλη ανθρωπιστική τραγωδία που εξελίσσεται εκεί, όμως το μεγάλο κέρδος της ηταν ότι ξανάβαλε το Παλαιστινιακό στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής και της παγκόσμιας κοινής γνώμης, και συγχρόνως κατάφερε να αποδυναμώσει τη διεθνή εικόνα και τα ερείσματα του Ισραήλ.
Το Ισραήλ απέδειξε ότι είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει, και ότι ακόμη και μένοντας μόνο του μπορεί, με το «μακρύ χέρι» του, να φτάσει όσους επιβουλεύονται την ύπαρξή του.
Μετά το σοκ της 7ης Οκτωβρίου, που κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών ότι ζουν σε ένα ασφαλές και καλά προφυλαγμένο καταφύγιο από τον ισχυρό στρατό, την καλύτερη μυστική υπηρεσία του κόσμου και ένα πλέγμα υπερσύγχρονων εξοπλισμών, το Ισραήλ μεθοδικά εξόντωσε την ηγεσία της Χαμάς, ισοπέδωσε τις υποδομές στη Γάζα, καθυστερώντας έτσι για μεγάλο διάστημα την ανάκαμψη του πληθυσμού της, που θα είναι απολύτως εξαρτημένος από τη ξένη βοήθεια.
Συγχρόνως, με τη στήριξη των ΗΠΑ, ο Μπ. Νετανιάχου βρήκε την ευκαιρία, για πρώτη φορά, να αναλάβει στρατιωτική δράση η Ισραηλινή Αεροπορία εναντίον της Τεχεράνης, και σταδιακά να περιορίσει πλήρως τις επιχειρησιακές δυνατότητες της Χεζμπολά στον Λίβανο αλλά και των Χούτι στην Υεμένη, τη στιγμή που, μετά την αλλαγή στη Συρία, μπήκε τέλος και στην παρουσία του Ιράν στα σύνορα του Ισραήλ.
Το κόστος είναι τεράστιο για το Ισραήλ, και δεν αφορά μόνο το ρήγμα στην κοινωνική συνοχή και τον εσωτερικό διχασμό, αλλά και το βαρύ έλλειμμα στην οικονομία και σε κάθε παραγωγική διαδικασία που προκάλεσε η διετής πολεμική κινητοποίηση.
Το Ισραήλ βρέθηκε για πρώτη φορά, από την ίδρυσή του πριν από ογδόντα χρόνια, τόσο απομονωμένο διεθνώς.
Το κεφάλαιο της αναγνώρισης των θυσιών του Ολοκαυτώματος σπαταλήθηκε από μια κυβέρνηση που αψήφησε όλη την κριτική, εξαπολύοντας επιθέσεις ακόμη και εναντίον πολιτικών στόχων και αμάχων, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές κύμα υπέρ των Παλαιστινίων, το οποίο συχνά κατέληγε σε καθαρό αντισημιτισμό.
Για το Ισραήλ θα περάσει πολύς καιρός και θα χρειαστούν τεράστιες προσπάθειες για να αποκαταστήσει την εικόνα του στη διεθνή κοινή γνώμη και κυρίως στη νέα γενιά σε όλο τον κόσμο.
Και πλέον όταν κατακάτσει η σκόνη από τις σημερινές θριαμβολογίες και τον ενθουσιασμό από την εκεχειρία θα τεθούν και παλι τα κρίσιμα διλήμματα: Αν και πότε θα είναι σε θέση τα μέρη να δρομολογήσουν συνομιλίες για οριστική λύση του Παλαιστινιακού και εάν η λύση των δυο κρατών μπορεί να επιβιώσει μετα από τα δυο χρόνια της καταστροφής.
Ο Τραμπ εμφανίζεται και δικαιολογημένα ως ο ειρηνοποιός και με την συμφωνία εκεχειρίας που επέβαλε ανοίγει την προοπτική αναδιαμόρφωσης του χάρτη στη Μέση Ανατολή.
Η ομαλή πορεία προς μια ειρηνική λύση θα σήμαινε την ολοκλήρωση των «Συμφωνιών του Αβραάμ», με την είσοδο σε αυτές και της Σαουδικής Αραβίας. Η διαδικασία που οδήγησε στη συμφωνία εκεχειρίας ανέδειξε και τους βασικούς παίκτες στο ζήτημα της Μέσης Ανατολής: την Αίγυπτο, το Κατάρ και την Τουρκία.
Η Αίγυπτος, η μεγάλη κερδισμένη, διατήρησε διαύλους με το Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, στήριξε τους Παλαιστινίους, εμπόδισε τη μαζική έξοδό τους από τη Λωρίδα της Γάζας και είχε αποφασιστικό ρόλο στο να πειστούν οι ηγέτες της Χαμάς να υπογράψουν τη Συμφωνία.
Το Κατάρ και η Τουρκία, με τη συμμετοχή τους στις συνομιλίες, «ξέπλυναν» τη ρετσινιά ότι στήριζαν ή κάλυπταν τη Χαμάς, καθώς οι επαφές τους με την οργάνωση συνέβαλαν ώστε να θεωρηθούν αξιόπιστες οι εγγυήσεις που της προσέφεραν για την τήρηση της συμφωνίας.
Το Κατάρ είναι ένας ισχυρός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή και έχει δεδομένο ρόλο σε κάθε σχεδιασμό της Ουάσιγκτον για τη Μέση Ανατολή.
Όμως, η Τουρκία είναι εκείνη που αναδείχθηκε συνομιλητής των άλλων περιφερειακών δυνάμεων αλλά και του Αμερικανού προέδρου, θεωρούμενη πλέον ως ισχυρός παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή.
Μέσω της ειρηνευτικής διαδικασίας, η Τουρκία θα έχει πλέον την ευκαιρία για στενότερη συνεργασία με την Αίγυπτο, αλλά και —αναπόφευκτα κάποια στιγμή— για διευθέτηση των σχέσεών της με το Ισραήλ, κάτι που σταδιακά θα διαμορφώσει ένα πεδίο αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, με τη συμβολή του στη διαδικασία αυτή, ίσως «ξεπληρώνει» αυτό που του ζήτησε στην Ουάσιγκτον ο Ντόναλντ Τραμπ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «περιμένουμε από την Τουρκία να κάνει πράγματα», όταν είχε ερωτηθεί για την πρόθεσή του να άρει το βέτο σχετικά με τα F-35.
Σε κάθε περίπτωση, η Άγκυρα βγαίνει σαφώς πιο ενισχυμένη από αυτή την πολύμηνη πολεμική περιπέτεια στη Γάζα, καθώς επιβεβαίωσε τον περιφερειακό της ρόλο. Και αυτό θα καθορίσει και τη στάση της σε άλλα ζητήματα, όπως αυτά που αφορούν τις οριοθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.