Μπορεί το μέτωπο των αγροτικών κινητοποιήσεων να προκαλεί προβληματισμό στο Μέγαρο Μαξίμου, ως προς την εξέλιξή του, αλλά και τον αντίκτυπο που δημιουργεί, ωστόσο το ευρύτερο κλίμα που διαμορφώνεται στην κοινή γνώμη και αντικατοπτρίζεται στις δημοσκοπήσεις, ενέχει -κατά τα κυβερνητικά στελέχη- και σημάδια συγκρατημένης αισιοδοξίας.
Η «στρατηγική της μιας κάλπης», την άνοιξη του 2027, όπως ουσιαστικά την έχει παρουσιάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο στόχος της αυτοδυναμίας, που αποτελεί την βασική επιλογή του, πλαισιώνονται από έναν ξεκάθαρο σχεδιασμό, με έμφαση στην οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις, που στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι μπορεί να αποδώσει.
Από το Λονδίνο, ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι η κυβέρνησή του θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις, «παρά το γεγονός ότι έχουμε εισέλθει στο τρίτο έτος της κυβερνητικής μας θητείας», όπως είπε, δηλώνοντας ότι δεν σκοπεύει να τηρήσει την παράδοση«οι κυβερνήσεις να ''πατούν φρένο'' καθώς πλησιάζουν οι εκλογές».
Απευθυνόμενος στο επενδυτικό κοινό, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θα συνεχίσει «τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πολλές εκ των οποίων θα φέρουν το επόμενο κεφάλαιο στην αναπτυξιακή μας πορεία, μετά τις επόμενες εκλογές». Ο ίδιος, άλλωστε, έσπευσε να υπογραμμίσει ότι το κυβερνητικό του σχέδιο έχει πλέον ορίζοντα την επόμενη πενταετία, αρχίζοντας να σκιαγραφεί, ουσιαστικά, την πρόταση που θα θέσει στους πολίτες στις επερχόμενες κάλπες.
Δηλώνοντας ότι «φέτος πετύχαμε τους κύριους στόχους μας», με βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της ελληνικής οικονομίας τον συνδυασμό «της άτεγκτης δημοσιονομικής σταθερότητας με μία ατζέντα προσανατολισμένη στην ανάπτυξη», όπως το περιέγραψε, εξέφρασε την εκτίμηση ότι η χώρα θα ξεπεράσει τις επιδόσεις των περισσότερων αγορών το 2026 και το 2027, αντιβαίνοντας στην ευρωπαϊκή τάση και διατηρώντας, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα, το δημοσιονομικό περιθώριο «για να στηρίξει τα νοικοκυριά, μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων, και να συνεχίσει να προωθεί μία ατζέντα που ευνοεί την ανάπτυξη», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας στο επενδυτικό κοινό, επανέλαβε τη σημασία απομείωσης του χρέους, σημειώνοντας ότι ο συνδυασμός δημοσιονομικής σταθερότητας και πολύ ταχείας μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, «είναι μια από τις βασικές μου υποχρεώσεις», δήλωσε, εντός και εκτός συνόρων, ότι «κοιτάζοντας τον εκλογικό κύκλο, έχω ένα πολύ σαφές σχέδιο για το πού πρέπει να πάμε τα επόμενα πέντε χρόνια. Πρέπει λοιπόν να οραματιστούμε πού θα βρίσκεται η Ελλάδα το 2030. Ή, αν θέλω να είμαι πιο φιλόδοξος, πού θα βρίσκεται η Ελλάδα το 2040».
Ο κ. Μητσοτάκης χρησιμοποίησε το παράδειγμα του εθνικού διαλόγου για την εκπαίδευση, που πρόκειται να ανοίξει η κυβέρνηση, για να εκφράσει την πεποίθησή του ότι η κυβέρνηση είναι να θέση «να κάνουμε τέτοιου είδους συζητήσεις και γι' αυτό ο «ορίζοντάς» μου ξεπερνά το 2027. Διότι γνωρίζω ότι οι μεταρρυθμίσεις που ενδεχομένως εφαρμόζουμε τώρα, θα δούμε τον αντίκτυπό τους σε όρους ανάπτυξης σε μερικά χρόνια. Πρέπει να επικεντρωθούμε στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά και να έχουμε πλήρη επίγνωση ότι πρέπει επίσης να θέσουμε τα θεμέλια για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».
Βασική προϋπόθεση που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτει, είναι η πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα. Και αυτό θα είναι το διακύβευμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Με δεδομένο τον κατακερματισμό, αυτή την ώρα, της αντιπολίτευσης, στην επιχειρηματολογία του Μεγάρου Μαξίμου, η σταθερότητα ισοδυναμεί με την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η υλοποίηση του πακέτου των μέτρων στήριξης, η επερχόμενη εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης, κινήσεις στην ενεργειακή σκακιέρα, που ενισχύουν την γεωπολιτική θέση της χώρας, φαίνεται να αρχίζουν να αφήνουν πλέον το αποτύπωμά τους στις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρνουν στην εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος την κυβέρνηση σε ένα ποσοστό της τάξεως του 30%, ενισχυμένη σε σχέση με τα ποσοστά των ευρωεκλογών. Η δε τελευταία δημοσκόπηση της Marc, «ανέβασε» τη Νέα Δημοκρατία στο 31%, με άνοδο της τάξεως του 0,5%, δίνοντάς της ένα ποσοστό, επίσης αυξημένο κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, στο 27%, στην πρόθεση ψήφου. Με ανοδικές τάσεις κατέγραψε και τα ποσοστά του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, στο 31,2% από 30,6%. Μπορεί τα ποσοστά αυτά να υπολείπονται αρκετά από εκείνα, που μπορούν να εξασφαλίσουν την αυτοδυναμία στην κυβέρνηση, ωστόσο στην ανάλυσή τους τα κυβερνητικά στελέχη επιμένουν στην σύγκριση με τις αντίστοιχες δημοσκοπήσεις, μόλις λίγους μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές του 2023 και την ανάλογη εικόνα που κατέγραφαν.
Εκτός από τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ, αυτό στο οποίο στρέφεται το ενδιαφέρον είναι τα ποσοστά των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η «ψαλίδα» με το ΠΑΣΟΚ παραμένει αναλλοίωτη -συγκεντρώνει 14% στην εκτίμηση και 11,7% στην πρόθεση- ενώ και τα ποσοστά του Νίκου Ανδρουλάκη υπολείπονται κατά πολύ, αφού λαμβάνει 7,8% στην καταλληλότητα. Η μέτρηση της Marc είναι μία από τις λίγες, που διαπιστώνει μείωση της «γκρίζας ζώνης», με το ποσοστό των αναποφάσιστων να πέφτει από το 14,5% στο 12,6%.
Το επόμενο διάστημα θεωρείται κρίσιμο για την διατήρηση αυτής της εικόνας ανάκαμψης της κυβέρνησης. Στα «ατού» του κυβερνητικού επιτελείου κρίνεται ότι συγκαταλέγεται η εφαρμογή της νέας φορολογικής κλίμακας από τον Ιανουάριο, αλλά και κινήσεις όπως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που μπορούν να οδηγήσουν σε αυξήσεις αποδοχών για τους εργαζόμενους, όπως και η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Το μέτωπο των αγροτών, όπως και οι εξελίξεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ, θεωρούνται αυτή τη στιγμή τα μεγαλύτερα «αγκάθια», με τις αγροτικές κινητοποιήσεις να είναι άγνωστο έως τώρα αν και πως θα επηρεάσουν ευρύτερη την κοινή γνώμη.
