Η συζήτηση περί ενδεχόμενης συμμετοχής της Τουρκίας στον αμυντικό πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του χρηματοδοτικού εργαλείου SAFE ή άλλων αμυντικών δομών, εγείρει κρίσιμα ερωτήματα εθνικής κυριαρχίας, στρατηγικής συνοχής και πολιτικής αξιοπιστίας της Ένωσης. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τέτοια σενάρια με ελαστικότητα, ούτε να θυσιάζει θεμελιώδη συμφέροντά της στον βωμό μιας επίπλαστης ευρωπαϊκής ενότητας.
Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν μπορεί να είναι πεδίο πειραματισμού. Η αμυντική ενοποίηση της ΕΕ, εάν πρόκειται να έχει ουσία, οφείλει να βασίζεται σε κοινές αρχές, κοινά συμφέροντα και κυρίως σε κοινό αντιληπτό κίνδυνο. Η Τουρκία, όχι μόνο δεν μοιράζεται αυτά τα στοιχεία, αλλά συνιστά τον πλέον διακηρυγμένο στρατηγικό ταραξία της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Ευρώπης.
Η διατήρηση του casus belli (απειλής πολέμου) αλλά και τα άλλα ζητήματα, απέναντι σε ένα κράτος-μέλος της Ένωσης όπως η Ελλάδα, δεν είναι απλώς ένα διμερές πρόβλημα. Είναι ευρωπαϊκή προσβολή και θεσμική παραδοξότητα. Πώς είναι δυνατόν να συζητά κανείς σοβαρά τη συμμετοχή της Άγκυρας σε ευρωπαϊκά εξοπλιστικά σχήματα, όταν η ίδια διατηρεί στρατιωτικές απειλές και παραβιάζει την κυριαρχία χωρών της Ένωσης επί δεκαετίες;
Ορισμένες χώρες εντός της ΕΕ φαίνεται να επιθυμούν μια πιο πραγματιστική προσέγγιση με την Τουρκία, με το επιχείρημα δήθεν της στρατηγικής ανάγκης. Ωστόσο, η στρατηγική χωρίς αρχές οδηγεί μαθηματικά στην αυτοϋπονόμευση.
Η Ευρώπη που ζητά στρατηγική αυτονομία, δεν μπορεί να εξαρτάται από καθεστώτα που αρνούνται βασικές ελευθερίες, καταπατούν το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και εκβιάζουν γείτονες. Αν το SAFE μετατραπεί σε «unSAFE» για τα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής, τότε χάνεται το θεμελιώδες νόημα της έννοιας της ευρωπαϊκής άμυνας.
Η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι ξεκάθαρη, αταλάντευτη και επίσημα καταγεγραμμένη. Καμία συμμετοχή της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα εάν δεν αρθεί το casus belli, αν δεν αλλάξει τελείως η απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας προς τις χώρες μέλη της ΕΕ και δεν αποδειχθεί ο σεβασμός προς το διεθνές δίκαιο, τις σχέσεις καλής γειτονίας και το ευρωπαϊκό αξιακό πλαίσιο.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχτεί σιωπηλά την προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει τις αναθεωρητικές (επεκτατικές ή προκλητικές) απόψεις της, παρουσιάζοντάς τες μάλιστα σαν κάτι θετικό για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλει να έχει σοβαρό και αξιόπιστο αμυντικό ρόλο, δεν μπορεί να είναι αντιφατική. Δεν γίνεται να συνεργάζεται στον τομέα της άμυνας με χώρες όπως η Τουρκία, που επίσημα απειλεί με πόλεμο ένα κράτος - μέλος της (την Ελλάδα). Αυτό δεν είναι απλώς μια διαφωνία, είναι θέμα αρχής και αξιοπρέπειας.
Η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στη διπλωματία της:
- Η απαίτηση για ομοφωνία στα θέματα άμυνας σημαίνει ότι καμία χώρα δεν μπορεί να αναγκαστεί να δεχτεί επικίνδυνες αποφάσεις.
- Η συνεργασία με άλλες χώρες που έχουν τις ίδιες ανησυχίες κάνει τη θέση της Ελλάδας πιο ισχυρή.
- Η συμμετοχή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα της δίνει ένα σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα και αυτό πρέπει να το αξιοποιήσει σοβαρά.
Τέλος, η υπευθυνότητα στη διεθνή πολιτική δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανεχόμαστε τα απαράδεκτα. Σημαίνει ότι πρέπει συνεχώς να επαγρυπνούμε απέναντι σε κινδύνους.
Η υπευθυνότητα στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι συμβιβασμός με το απαράδεκτο. Είναι η διαρκής επαγρύπνηση απέναντι στο επικίνδυνο. Η Ελλάδα δεν αρνείται τον διάλογο. Δεν επιδιώκει την απομόνωση της Τουρκίας. Αυτό όμως προϋποθέτει αλλαγή στάσης από την Άγκυρα και όχι από την Αθήνα.
Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή προοπτική χωρίς προσαρμογή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή άμυνα με χώρες που ανοιχτά απειλούν κράτη - μέλη με πόλεμο. Αν η ΕΕ επιλέξει να αγνοήσει αυτή την αντίφαση, τότε το πρόβλημα δεν θα είναι πια η Τουρκία, θα είναι η ίδια η Ένωση.
*Αντιπτέραρχος (Ι) εα. Κωνσταντίνος Ιατρίδης, Επίτιμος Δκτης ΔΑΥ, Επίτιμος Πρόεδρος Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας και Αμυντικός Αναλυτής.