Ελλάδα και Τουρκία ολοταχώς προς την σύγκρουση

Ελλάδα και Τουρκία ολοταχώς προς την σύγκρουση

Ως γνωστόν, από τον Νοέμβριο του 2019 η Τουρκία πέρασε από τα λόγια στα έργα. Ενώ μέχρι τότε αμφισβητούσε σε ρητορικό επίπεδο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, με την υπογραφή του τουρκο-σαρατζικού μνημονίου προέβη και σε πράξεις. Έκτοτε οι προκλήσεις και οι εκβιασμοί εις βάρος της χώρας μας γίνονται ολοένα εντονότεροι και πιο επικίνδυνοι. 

Κορύφωση αποτέλεσε η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis τον περασμένο Ιούλιο, η διαδρομή του οποίου συνεχίστηκε από τον Αύγουστο μέχρι και προσφάτως.

 Η Ελλάδα απέφυγε την σύγκρουση σε πρώτο χρόνο, αλλά αυτό για κάποιους (εντός και εκτός) ισοδυναμεί με σταδιακές υποχωρήσεις. Σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό1 τάχθηκε υπέρ των ταχύτατων εξοπλισμών, αντιλαμβανόμενο ότι το κακό δεν αργεί. Παράλληλα, η κυβέρνηση αποδύθηκε σε έναν άνευ προηγουμένου αγώνα δρόμου, προκειμένου να θωρακίσει τις ένοπλες δυνάμεις. Στον χρόνο που μεσολάβησε ακόμη και οι πολίτες προετοιμάστηκαν ψυχολογικά δια παν ενδεχόμενο. 

Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και δη στον σκληρό πυρήνα της, αλλά δεν παύει να βρίσκεται στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής. Αυτό σημαίνει αφενός μεν ότι δεν έχει μόνον Ευρωπαίους γείτονες, δηλαδή ειρηνικούς, και αφετέρου δε ότι κράτος και κοινωνία πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει χώρα η οποία ευθέως μάς απειλεί. Και αυτή η απειλή είναι ζωτική. Αν η Ελλάδα εκμεταλλευθεί τον ορυκτό της πλούτο σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο, θα χάσει η Τουρκία. Αν η Τουρκία καταφέρει να σφετεριστεί και εκμεταλλευθεί τον ορυκτό μ α ς πλούτο, θα χάσει η Ελλάδα. 

Η Αθήνα δουλεύει πάνω στο τρίπτυχο συμμαχίες-διπλωματία-ισχύς, όμως ο χρόνος είναι αμείλικτος. Όσο η Ελλάδα ακονίζει τις αιχμές της, η Τουρκία προχωρεί. Ευρώπη και ΗΠΑ ενεπλάκησαν στην ένταση προσπαθώντας να αποσοβήσουν το κακό. Απέτυχαν. Το ξέφρενο τουρκικό καθεστώς δεν σταματά να επιτίθεται. Η μετακύλιση του τουρκικού προβλήματος στις ευρωπαϊκές πλάτες δεν μπορεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα να επιφέρει και την λύση του. Η Ευρώπη είναι ανεπαρκής όταν καλείται να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις (βλ. Γιουγκοσλαβία) και σε κάθε περίπτωση αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν να βάλουν απέναντι την Τουρκία. 

Η αποτυχία, λοιπόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 10-11/12 ήταν προβλέψιμη. Δεν ελήφθη απόφαση για επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Και για αυτό υπάρχουν πολλοί τρόποι ερμηνείας. Από την σκοπιά τη δική μας, από την οπτική των Ευρωπαίων και από την πλευρά των Αμερικανών. Αν οι Ευρωπαίοι με τους Αμερικανούς δεν θέλουν κάτι που θέλουμε, π.χ. κυρώσεις, δεν έχουμε τύχη. Αν πάλι θέλουν κάτι που δεν θέλουμε, ξανά δεν έχουμε τύχη. 

Η Τουρκία για την Δύση αυτή τη στιγμή είναι πολύ μεγάλη για να την αφήσουν να αποτύχει συνολικά (too big to fail). Οι Ευρωπαίοι υπολογίζουν ότι αν επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία, αφενός μεν 4 εκατομμύρια μετανάστες (που είναι στην Τουρκία) θα σκορπίσουν με πιθανότερο προορισμό τα ευρωπαϊκά εδάφη, και αφετέρου δε η τουρκική οικονομία θα ζοριστεί και ίσως καταρρεύσει. Αυτό θα μετατρέψει την Τουρκία σε μαύρη τρύπα και είναι κάτι που φαίνεται να θέλουν να το αποφύγουν. Αρκεί να δούμε τι συμβαίνει ακόμη στο Ιράκ που είναι και περίπου 50 εκατομμύρια μικρότερο σε πληθυσμό.

Οι σκληρές αυτές πραγματικότητες αφήνουν μικρά περιθώρια ελιγμών στην Ελλάδα. Μπορούμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους για την σκοπιμότητα επιβολής κυρώσεων; Κάποιους ναι. Σίγουρα όμως όχι όλους. Τους Αμερικανούς; Δύσκολο έως απίθανο. Ιδίως όσο υπάρχει η διοίκηση Τραμπ. 

Άρα τι δει πράττειν;

Προσωπικά είμαι πεπεισμένος, ότι η Ελλάδα σωστά έχει επενδύσει σε συμμαχίες και διπλωματία. Ωστόσο, χρειάζεται άμεσα ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος. Καλώς ή κακώς, μερικές φορές τις διαφορές τις λύνουν τα όπλα. Εγκλωβιστήκαμε τόσα χρόνια στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και παραμελήσαμε την ανάγκη διατήρησης ισχυρών ενόπλων δυνάμεων. Ξεχάσαμε ότι ανήκουμε και στην Ανατολή και βέβαια γείτονάς μας είναι ένα κράτος το οποίο επιτίθεται και τρομοκρατεί τα όμορά του. 

Ακούγεται συχνά ότι πρέπει να κάνουμε μποϋκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα, ώστε να εξαναγκάσουμε την Γερμανία να μας υποστηρίξει. Ίσως πετύχει. Προσωπικά αμφιβάλλω. Καταρχάς, δεν είναι εύκολο να εφαρμοστεί συλλογικά και έπειτα, η Τουρκία θα παραμείνει μια πολύ μεγαλύτερη αγορά. Δεν θα πιεστούν και πολύ οι Γερμανοί από αυτό.

Αυτό που θα δείξει σε όλους ότι σοβαρολογούμε είναι να γίνουμε ανεξέλεγκτοι. Να αποκτήσουμε την σπίθα στα μάτια ότι είμαστε έτοιμοι για όλα. Σε όλα τα πεδία. Αυτό το τελευταίο, ωστόσο, απαιτεί αλλαγή άρδην της νοοτροπίας μας σε αυτά τα θέματα και, κυρίως, θωράκιση της άμυνας της χώρας και ισχυροποίηση των επιθετικών της δυνατοτήτων. Στο άναρχο διεθνές σύστημα, δεν σε σέβονται, αν δεν σε φοβούνται. Και η Ελλάδα οφείλει να επιβάλει τον σεβασμό σε όσους την επιβουλεύονται. 

Εν ολίγοις, ο υπέρτατος νόμος εξακολουθεί να είναι η ισχύς. Κι έχει πολλές μορφές. Οικονομική, πολιτική, διπλωματική, ανθρωπιστική, στρατιωτική, ιστορική, πολιτιστική, κ.λπ. Πρέπει αναλόγως του ακροατή-δέκτη να χρησιμοποιείται το κατάλληλο είδος ή και συνδυασμός.
Όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι, κρατικοί και διεθνείς, έχουν τεθεί ώστε να αμβλύνουν τις σχέσεις ισχύος (δίπολο δυνατού-αδυνάτου). Όμως δεν τις καταργούν. Γι' αυτό και όποιο κράτος καταφέρει να πάρει κάτι με τα όπλα, μόνο με τα όπλα θα το χάσει (Κατεχόμενα, Καραμπάχ, Κριμαία, κ.λπ.).
Η μετέωρη αλλά υπέρ του Ερντογάν διοίκηση Τραμπ και η άγουρη πολιτικά Ευρώπη σε συνδυασμό με την αμείωτη τουρκική επιθετικότητα, φέρνουν πιο κοντά την σύγκρουση, δεν την απομακρύνουν. Το τουρκικό καθεστώς δεν θέλει να καταλάβει την γλώσσα της διπλωματίας. Αντιθέτως, επενδύει στις κάνες των όπλων. Τυχόν μηνύματα ηττοπάθειας από την Ελλάδα είναι ανεπίτρεπτα. 

Στο κάτω κάτω, αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε την στάση των δυτικών, ας αλλάξουμε την δική μας. Εμείς αντιμετωπίζουμε το τουρκικό πρόβλημα σε αυτή τη φάση, εμείς πρέπει και να το λύσουμε. Όπως έχει γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης «η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».

* Ο κ. Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης είναι δικηγόρος, μέλος του ΕΛΙΣΜΕ και Συγγραφέας

1. Κάποιες εξαιρέσεις είναι ανάξιες λόγου.