Στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων, ο ΟΠΕΚΕΠΕ τοποθετείται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης για ζητήματα ελέγχων και πληρωμών παρότι αφορά λιγότερο από 1% των αγροτών πήραν παράνομα επιδοτήσεις.Βέβαια, η μερική προσωρινή παύση πληρωμών μέχρι να ελεγχθούν οι παρανομήσαντες αφορά χιλιάδες αγρότες που ευλόγως διαμαρτύρονται.
Ωστόσο, όταν εξετάσει κανείς με νηφαλιότητα τις δομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική αγροτική οικονομία, γίνεται σαφές ότι ο Οργανισμός, παρά τον σημαντικό τεχνικό ρόλο του, δεν αποτελεί παρά μια μικρή ψηφίδα μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο μωσαϊκό.
Τα πραγματικά ζητήματα που καθορίζουν την πορεία και τις προοπτικές του πρωτογενούς τομέα - και ευρύτερα της βιομηχανίας τροφίμων που στηρίζεται σε αυτόν - είναι βαθύτερα, πιο στρατηγικά και πολύ πιο καθοριστικά από τη διοικητική λειτουργία ενός οργανισμού πληρωμών.
Η ελληνική αγροτική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα που συνδυάζουν μακροχρόνιες αδυναμίες και νέες διεθνείς πιέσεις: υψηλό κόστος παραγωγής, μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, εξάρτηση από τις κλιματικές καταστροφές, αργή υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογιών, υποτυπώδεις υποδομές άρδευσης, ενώ στην αλυσίδα αξίας, ο παραγωγός -αγρότης, ελλείψει συλλογικής οργάνωσης, αδυνατεί να διαπραγματευτεί στοιχειωδώς μια ικανοποιητική τιμή για τα προϊόντα του και συνθλίβεται μεταξύ των χονδρέμπορων και του κόστους των συνήθως εισαγόμενων αγροτικών εφοδίων. Αυτά είναι τα «βαριά» ζητήματα που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του κλάδου και δεν βρίσκονται στη «σφαίρα επιρροής» του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Την ίδια στιγμή, όμως, η ελληνική γεωργία παρουσιάζει εντυπωσιακές αντιστάσεις και εξίσου εντυπωσιακές δυνατότητες. Η βιομηχανία τροφίμων, που αποτελεί τον φυσικό της προορισμό, έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο εξωστρεφείς και σταθερούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Τα τρόφιμα αποτελούν σήμερα έναν από τους λίγους κλάδους με θετικό εμπορικό ισοζύγιο, διεθνή αναγνώριση ποιότητας και δυνατότητα διαρκούς διαφοροποίησης. Από το ελαιόλαδο και τα γαλακτοκομικά, μέχρι τα φρούτα, τα λαχανικά, τα αρωματικά φυτά και τα προϊόντα ΠΟΠ, η Ελλάδα έχει κατορθώσει να χτίσει μια ισχυρή εικόνα στις διεθνείς αγορές.
Η ανθεκτικότητα αυτή δεν είναι τυχαία· πηγάζει από την προσαρμοστικότητα των παραγωγών-αγροτών, την εξειδικευμένη γνώση μικρών και μεγάλων μεταποιητών, και τη μακρά παράδοση ποιοτικής παραγωγής. Κάθε φορά που η διεθνής συγκυρία επιβάλει πιέσεις - ενεργειακό κόστος, πληθωρισμός, ανατιμήσεις πρώτων υλών - ο κλάδος επιδεικνύει αξιοσημείωτη ικανότητα να απορροφά κραδασμούς και να διατηρεί την εξαγωγική του δυναμική. Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν μια οικονομία που, παρά τις δυσκολίες, δεν είναι εύθραυστη αλλά αξιοσημείωτα ανθεκτική.
Απέναντι σε αυτή την ευρύτερη εικόνα, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, με όλες τις διοικητικές προκλήσεις ή τις ανάγκες εκσυγχρονισμού του, αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. Η σωστή, διαφανής και έγκαιρη λειτουργία του είναι απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την κύρια οπτική γωνία μέσα από την οποία αξιολογούμε τον πρωτογενή τομέα. Είναι ένας μηχανισμός πληρωμών, όχι ο φορέας που καθορίζει την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα ή την ανάπτυξη.
Αντί να κυριαρχεί στη συζήτηση ο ΟΠΕΚΕΠΕ, η προσπάθεια της πολιτείας και των παραγωγών θα έπρεπε να κατευθύνεται προς τα πραγματικά διακυβεύματα: στις επενδύσεις, στην εκπαίδευση, στη συμβουλευτική στήριξη, στην τεχνολογία και στις υποδομές που μόνο αυτά οδηγούν στην μείωση του κόστους παραγωγής, την αύξηση της παραγωγικότητας και των αγροτικών εισοδημάτων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.
Συνολικά, η ελληνική αγροτική οικονομία και η βιομηχανία τροφίμων αποδεικνύουν ότι μπορούν παρά τα προβλήματα να παράγουν ποιοτικά προϊόντα. Η συζήτηση πρέπει να στραφεί από τη διαχείριση των επιδοτήσεων - όπου ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι απλώς ένα εργαλείο - στα ζητήματα που πραγματικά καθορίζουν το μέλλον της ελληνικής παραγωγής και της εξαγωγικής της ισχύος. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο κρίνεται η επόμενη δεκαετία του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής στο ΕΚΠΑ, Σύμβουλος του Υπουργού Ανάπτυξης, π. Αντιπρύτανης, π. Υπουργός.
