Wall Street: Οι επενδυτές διψούν και πάλι για μετοχές
Shutterstock
Shutterstock

Wall Street: Οι επενδυτές διψούν και πάλι για μετοχές

Ορισμένοι αναφέρονται στο ουσιαστικό τέλος της κρίσης. Αρκετοί ομιλούν με ποδοσφαιρικούς όρους για την αγωνία πριν την εκτέλεση του πέναλτι. Άλλοι εκτιμούν ότι το ποτάμι των διαπραγματεύσεων θα εκβάλει σε μια ήρεμη λίμνη για το παγκόσμιο εμπόριο και άλλοι σε ταραχώδη καταρράκτη. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που πιστεύουν ότι η μεταβλητότητα στις αγορές, ήρθε για να μείνει.  

Ουδείς είναι σίγουρος τόσο για το περιεχόμενο της ατζέντας Τραμπ όσο και για τις μεθόδους μέσω των οποίων θα επιχειρήσει να την επιβάλει. Προς το παρόν, όλα τα δείγματα είναι αρνητικά. Και η στρατηγική που ακολουθεί μοιάζει με τη γνωστή ιστορία του Χότζα. Ο οποίος, αφού γέμισε το σπίτι του με ζώα, προκαλώντας ασφυξία στην οικογένεια του, ακολούθως άρχισε να τα απομακρύνει ένα – ένα, ώστε η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση να αποτρέψει τις διαμαρτυρίες για το μικρό μέγεθος της κατοικίας και το στρίμωγμα των παιδιών του και να οδηγήσει σε χαρά.

Διότι ακριβώς αυτό έχει συμβεί. Η ανακοίνωση της επιβολής των δασμών είχε οδηγήσει τον δείκτη CNN Business Fear & Greed στις 3 μονάδες, δηλαδή σε τιμές που καταγράφεται ο απόλυτος πανικός και φόβος, για να επιστρέφει σήμερα στις 70 μονάδες, δηλαδή στα επίπεδα του ενθουσιασμού και της απληστίας, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα. 

Τι μεσολάβησε; Ανακλήθηκε προς ώρας η επιβολή των υψηλών δασμών. Μέχρι την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων οι δασμοί των ΗΠΑ επί των κινεζικών προϊόντων θα παραμείνουν μειωμένοι από το 145% και 245% στο 30% και της Κίνας επί των αμερικανικών προϊόντων από 125% στο 10%. Πέραν του βασικού πλέον 30%, ορισμένα είδη ένδυσης και υπόδησης επιβαρύνονται με δασμούς από 40% έως και 70%, ενώ υπάρχει και η επιβολή ενός επιπλέον 20%, το οποίο ο Λευκός Οίκος χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης απέναντι στο Πεκίνο, με σκοπό τον περιορισμό του παράνομου εμπορίου φαιντανύλης, το οποίο είναι ένα ισχυρό οπιοειδές ναρκωτικού. Το συγκεκριμένο ναρκωτικό, σύμφωνα με την υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών των ΗΠΑ, αποτελεί εθνικό κίνδυνο, καθώς χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα μεξικανικά καρτέλ σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής.  

Όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα του χρηματιστηριακού δείκτη S&P 500 και του αντίστοιχου κινητού μέσου όρου (ΚΜΟ) των 125 ημερών, η αγορά είχε πάρει την κατηφόρα διασπώντας καθοδικά τον ΚΜΟ στις 3 Μαρτίου. Από εκεί και πέρα ακολούθησε κατά πόδας τις εξελίξεις πάνω στους δασμούς. 

Στις 2 Απριλίου ξεκίνησε η επιβολή του 34% από τις ΗΠΑ που οδήγησε σε συνολική επιβάρυνση στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα της τάξης του 54%. Στις 4 Απριλίου η κινεζική πλευρά απάντησε με το δικό της 34%. Στις 9 Απριλίου οι ΗΠΑ επέβαλαν το 125%. Στις 10 Απριλίου η Κίνα προχώρησε στο 84%. Στις 11 Απριλίου και οι δυο πλευρές υιοθέτησαν το 145%. Στις 17 Απριλίου ο Λευκός Οίκος έπιασε το ταβάνι του 245%. Και στις 12 Μαΐου, επήλθε η συμφωνία της «δασμολογικής εκεχειρίας» των 90 ημερών και της έναρξης των διαπραγματεύσεων.

Φυσικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του σήριαλ των δασμών, οι χρηματιστηριακές αγορές εκινούντο με παράλληλους ρυθμούς. Αρκετά μακριά από τα υψηλά των 6.147,43 μονάδων, ο S&P 500 βρέθηκε να υποχωρεί μέχρι και στις 4.835 μονάδες. Μέσα σε αυτό το εύρος τιμών και μέσα σε ένα μόλις μήνα συγκρούσθηκαν έντονα οι αγοραστές με τους πωλητές, οι long με τους short, οι κερδοσκόποι με τους θεσμικούς, οι φοβισμένοι με τους θαρραλέους και οι traders με τους μακροπρόθεσμους επενδυτές.

Την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, μέσα σε τρεις μόλις συνεδριάσεις «είχαν χαθεί» στη Wall Street περισσότερα από $6,5 τρισ. Όλα άλλαξαν στις 24 Απριλίου, μετά τις ηχηρές παρεμβάσεις των μεγαλύτερων ονομάτων της αμερικανικής επιχειρηματικότητας και των αμερικανικών τραπεζών που έβλεπαν μπροστά τους το αδιέξοδο και προειδοποιούσαν για το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας πρωτοφανούς κρίσης. Από εκεί και πέρα όλα άλλαξαν. Η 12η Μαΐου, έφερε τον Δείκτη Φόβου VIX από τις 50 μονάδες στις 18. Τον Δείκτη CNN Business Fear & Greed στις 66 μονάδες από τις 3. Και ο S&P 500 βρέθηκε να σκαρφαλώνει στις 5.844 μονάδες. Δηλαδή 1.000 ολόκληρες μονάδες από το τοπικό χαμηλό της πτώσης. 

Σήμερα, όλα είναι διαφορετικά στα χρηματιστήρια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν η χρηματιστηριακή θύελλα να αφορούσε κάποιους άλλους. 

Έτσι τις τελευταίες ημέρες, ισχυρά ETF Funds, όπως το Vanguard S&P 500, το SPDR S&P 500 και το iShares Russell 2000 εμφάνισαν εισροές της τάξης των $6 δισ.

Σύμφωνα με τη SEC, οι traders αγοράζουν περισσότερα δικαιώματα αγοράς, εκτιμώντας ότι οι τιμές των μετοχών θα ανέβουν. Ο αριθμός των δικαιωμάτων αγοράς σε σχέση με τα δικαιώματα πώλησης βρίσκεται σήμερα κοντά στο υψηλότερο επίπεδό από τις 18 Φεβρουαρίου, λίγο πριν ο S&P 500 φτάσει το τελευταίο ιστορικό υψηλό του.

Η JP Morgan ανακοίνωσε ότι οι πελάτες της επένδυσαν 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές, μόνο μέσα στον Απρίλιο. Το οποίο αποτελεί ένα ιστορικό ρεκόρ.

Η Charles Schwab, η οποία διαχειρίζεται 37 εκατομμύρια ενεργούς χρηματιστηριακούς λογαριασμούς, ανακοίνωσε ότι οι πελάτες πραγματοποίησαν σχεδόν 10 εκατομμύρια συναλλαγές ανά ημέρα κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων εβδομάδων του Απριλίου και το τελικό ισοζύγιο των συναλλαγών ήταν υπέρ των αγοραστών. 

Πάντως, η ευρύτερη χρηματιστηριακή εικόνα της Wall Street, όσον αφορά τη συμπεριφορά των επενδυτών παραμένει αμετάβλητη. Αγοραστές είναι οι μικροεπενδυτές, οι λεγόμενοι «retail investors» και πωλητές οι «insiders», δηλαδή οι μεγαλομέτοχοι και τα υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη των εισηγμένων εταιρειών. 

Η ιστορία δείχνει ότι η στρατηγική του να αγοράζει κανείς στις πτώσεις, συχνά αποδίδει στους χρηματιστηριακούς κύκλους. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά στις περισσότερες πτωτικές φάσεις, αυτή η στρατηγική έχει αποδειχθεί αποτελεσματική. Βέβαια, εξαρτάται από τη χρονική στιγμή της πραγματοποίησης των αγορών και από το μακροχρόνιο χαρακτήρα της κίνησης. Επιπλέον, προϋποθέτει την ύπαρξη «ρευστών διαθεσίμων» κατά τη διάρκεια της πτώσης. 

Ας ρίξουμε μια ματιά στην κρίση του covid-19, του 2020. Οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές είχαν καταρρεύσει, με πτώσεις άνω του -30% σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο S&P 500 είχε υποχωρήσει κατά -33,9%, αλλά τελικά είχε κλείσει το έτος με άνοδο 16,3%.

Ας σκεφτούμε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Ο S&P 500 είχε υποχωρήσει κατά 48,8%, καταγράφοντας τη χειρότερη πτώση από τη Μεγάλη Ύφεση του 1931. Ωστόσο, από το τέλος του 2008, ο δείκτης έχει αυξηθεί πάνω από 300%.

Τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι περίπου κάθε 2 χρόνια, εμφανίζεται στη Wall Street μια πτώση τουλάχιστον κατά -10%. Κάθε 4 χρόνια, σημειώνεται υποχώρηση τουλάχιστον -20% η οποία τεχνικά σημαίνει είσοδο σε bear market. Κάθε 9 χρόνια, εμφανίζεται μια «βουτιά» τουλάχιστον της τάξεως του -30%. Και κάθε 20 χρόνια, η αγορά καταγράφει πτώση -50% ή ακόμα περισσότερο.

H επίτευξη του σωστό «timing» στις αγορές είναι δύσκολη υπόθεση. Το κλειδί είναι να κατανοήσουμε ότι οι χρηματιστηριακές κρίσεις συμβαίνουν τακτικά και αποτελούν μέρος του επενδυτικού βίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις στα μικρά ή μεγάλα χρηματιστηριακά κραχ, η αγορά ανταμείβει είτε εκείνους που κρατούν τις θέσεις τους και δεν πανικοβάλλονται, είτε εκείνους που πανικοβάλλονται πρώτοι και πωλούν αμέσως τα «χαρτιά» τους στους αισιόδοξους. 

Άλλωστε ελάχιστοι είναι αυτοί που ρευστοποίησαν τις μετοχές τους στη Wall Street στα υψηλά των 6147 μονάδων και τις ξαναγόρασαν στις 4835 μονάδες του S&P 500. Όλα όσα συνέβησαν, συνέβησαν κάπου ανάμεσα. Σε κάποιες ενδιάμεσες τιμές, εν μέσω διακυμάνσεων και βίαιων μεταβολών, οι οποίες πάντα συνοδεύονται από έντονη ψυχολογική καταπόνηση.