Wall Street: Οι εισηγμένες στηρίζουν τις μετοχές τους με αγορές πάνω από $1 τρισ.
(AP Photo/Seth Wenig)
(AP Photo/Seth Wenig)

Wall Street: Οι εισηγμένες στηρίζουν τις μετοχές τους με αγορές πάνω από $1 τρισ.

Σε μια εποχή όπου οι χρηματιστηριακές αγορές χαρακτηρίζονται από αστάθεια και μεταβλητότητα, μέσα σε ένα κλίμα υπερβολικής αβεβαιότητας, οι επαναγορές μετοχών – τα περίφημα «stock buybacks» – λειτουργούν ως ένας σημαντικός σταθεροποιητικός παράγοντας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το συνολικό ποσό που δαπανήθηκε σε «stock buybacks» από την αρχή του έτους, μέχρι σήμερα υπολογίζεται στο $1 τρισ.

Οι εταιρείες βλέπουν τις επαναγορές μετοχών ως έναν επιπλέον τρόπο να επιστρέψουν κεφάλαια στους μετόχους, να ενισχύσουν τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) και να στείλουν ένα σήμα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης για την οικονομική τους υγεία. Έτσι παρ’ όλο που τα «buybacks», αποσπούν κεφάλαια που θα μπορούσαν να διοχετευτούν σε αναπτυξιακές επενδύσεις κυρίως στον χώρο της ΑΙ, αποτελούν σήμερα μια «mainstream» στρατηγική. Την οποία ακολουθούν κυρίως οι τεχνολογικές εταιρείες.

Βάσει των στοιχείων του πρώτου εξαμήνου του 2025, η Apple Inc. (AAPL) ηγείται στα buybacks με $110 δισ., ακολουθούμενη από την Alphabet Inc. (GOOGL) με $65 δισ., την Microsoft Corp. (MSFT) με $55 δισ. και την Meta Platforms Inc. (META) με $40 δισ. Αυτοί οι τέσσερις «γίγαντες» της Big Tech οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από 50% του συνόλου των επαναγορών, εκμεταλλεύονται τα τεράστια ταμειακά τους διαθέσιμα για να στηρίζουν τις μετοχές τους.

Τα αποτελέσματα όσον αφορά τη συμπεριφορά των μετοχών είναι εμφανή. Η Apple, για παράδειγμα, είδε την τιμή της να παρουσιάζει άνοδο της τάξης του +7,21% από την αρχή του έτους, χάρη όχι μόνο στα buybacks αλλά και στην ενίσχυση του EPS (κέρδη ανά μετοχή) κατά 8%. Λόγω της μείωσης του αριθμού των μετοχών της, μετά τις επαναγορές. Η μετοχή της Alphabet κέρδισε +46,87% κατά την διάρκεια του ίδιου χρονικού διαστήματος με τους χρηματιστηριακούς αναλυτές να αποδίδουν το 1/3 αυτής της ανόδου, απευθείας στις επαναγορές μετοχών, που όπως προαναφέραμε άγγιξαν τα $65 δισ. Η Microsoft, που ακολουθεί μια σταθερή στρατηγική buybacks εδώ και χρόνια, παρουσίασε άνοδο της τάξης του +17,87% ενώ η Meta ξεπέρασε το +6,18%. Αλλά και στον ενεργειακό τομέα, η μετοχή της ExxonMobil έχει αποδώσει ένα +8,97% από την αρχή του έτους, παρά τις διακυμάνσεις στις τιμές πετρελαίου, αποδεικνύοντας ότι οι επαναγορές μετοχών λειτουργούν ως χρηματιστηριακό αντίβαρο στις «δύσκολες» περιόδους των κυκλικών κλάδων της οικονομίας. Η Exxon Mobil Corp. (XOM) έχει κατευθύνει μέσα στο 2025, τουλάχιστον $20 δισ. από τα ταμειακά διαθέσιμά της σε «stock buybacks».

Οι ενστάσεις απέναντι σε αυτήν την πρακτική είναι δύο. Οι επικριτές της, υποστηρίζουν ότι οι επαναγορές ευνοούν περισσότερο τα στελέχη και τους insiders παρά τους απλούς μετόχους. Διότι συχνά, οι αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών συνδέονται άμεσα με τη βραχυπρόθεσμη άνοδο της τιμής μετοχής, δημιουργώντας κίνητρα για επαναγορές μετοχών ακόμα και όταν οι εταιρείες χρειάζονται κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και projects καινοτομίας. Παράλληλα, μέσω των «stock buybacks» απορροφώνται χωρίς κραδασμούς οι μαζικές πωλήσεις των insiders. 

Η δεύτερη ένσταση που διατυπώνεται συχνά και από τον Warren Buffett, είναι για ποιο λόγο οι Big Tech προχωρούν σε επαναγορές μετοχών ενώ ταυτόχρονα δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τον μεγαλύτερο κύκλο κεφαλαιουχικών δαπανών (capex) των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως για υποδομές Τεχνητής Νοημοσύνης (AI); Γιατί επωμίζονται το κόστος του δανεισμού, ενώ διαθέτουν επαρκή και φθηνά κεφάλαια στα ταμεία τους;

Έτσι από τη μία, οι τέσσερις μεγαλύτεροι «hyperscalers» όπως ονομάζονται η Amazon, η Microsoft, η Google και η Meta προβλέπεται να δαπανήσουν περισσότερα από $500 δισ. μόνο φέτος σε AI υποδομές, ποσά που ξεπερνά το ΑΕΠ πολλών χωρών και από την άλλη ξοδεύουν τα ίδια ποσά για επαναγορές μετοχών. 

Αντιθέτως, η Berkshire Hathaway δια χειρός Warren Buffett και σε λίγο δια χειρός Greg Abel, διαθέτει σήμερα $382 δισ. στα ταμειακά της διαθέσιμα. Η στρατηγική της Berkshire είναι απλή. Ενώ οι Big Tech εταιρείες συσσωρεύουν χρέη για να χτίσουν το μέλλον τους, η Berkshire συσσωρεύει μετρητά για να αγοράσει τις μετοχές τους, όταν οι τιμές πέσουν. Αυτή η αντίθεση δεν είναι απλώς λογιστική. Είναι μια διαφορετική επενδυτική φιλοσοφία. Και σε περιόδους υπερβολής, η φιλοσοφία του Buffett πιθανότατα μπορεί να αποδειχθεί το απόλυτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Οι μετοχές των Big Tech, ανεβαίνουν αφενός λόγω των ανακοινώσεων για επενδύσεις σε νέα data centers και νέα μοντέλα ΑΙ και αφετέρου λόγω των επαναγορών μετοχών που προσφέρουν ένα ισχυρό momentum. Ωστόσο, η άνοδος αυτή, αφενός διογκώνει τα εταιρικά χρέη που συνοδεύουν τις θηριώδεις επενδύσεις και αφετέρου αδυνατίζει τα ταμειακά διαθέσιμα των εταιρειών.