Τι θα φέρει στην αγορά η υπερπροσφορά LNG
Shutterstock
Shutterstock

Τι θα φέρει στην αγορά η υπερπροσφορά LNG

Τρία χρόνια έχουν περάσει από την στιγμή που η τιμή του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου (Dutch TTF) είχε ξεπεράσει τα 330 Ευρώ/Mwh και ολόκληρη η Ευρώπη προετοιμαζόταν για έναν δύσκολο χειμώνα, με ελλείψεις φυσικού αερίου και κλειστά καλοριφέρ και οι πολίτες με τις επιχειρήσεις καλούνταν από τις πολιτικές τους ηγεσίες να κρατήσουν όσο πιο χαμηλά γινόταν την κατανάλωση ενέργειας.

Όλες οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με την Γερμανία να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να γεμίσουν τις δεξαμενές φυσικού αερίου προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα που ερχόταν.

Σε αυτή την προσπάθεια βοήθησαν πολύ οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), κυρίως από τις ΗΠΑ, σε εξαιρετικά αυξημένες τιμές βέβαια. Αυτές τις μέρες, κανείς δεν φαίνεται να φοβάται πως οι δεξαμενές φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα είναι γεμάτες κάτω από το προβλεπόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όριο (δηλαδή 90%) στις αρχές του χειμώνα.

Σε άρθρο του Reuters από την 6η Σεπτεμβρίου διαβάσαμε πως ο υπουργός ενέργειας της Ιταλίας δήλωσε πως είναι πολύ χαλαρός (relaxed) σχετικά με το ζήτημα της πληρότητας των δεξαμενών αποθήκευσης φυσικού αερίου, στην χώρα του και γενικότερα στην Ευρώπη.

Αυτό φαίνεται και από την εξέλιξη της τιμής του Dutch TTF στα διεθνή χρηματιστήρια, αφού αυτή κυμαίνεται αυτές τις μέρες ανάμεσα από τα 32 και τα 34 Ευρώ/Mwh, δηλαδή 90% κάτω από τα υψηλά του φθινοπώρου του 2022.

Η τιμή αυτή είναι όντως πολύ πιο χαμηλή από τότε, παραμένει όμως πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο των τιμών πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καθώς για πολλά χρόνια κυμαινόταν ανάμεσα στα 10 με 20 Ευρώ/Mwh.

Με λίγα λόγια, η κατάσταση έχει καλυτερέψει αλλά εξακολουθεί να μην είναι ιδανική, αφού το κόστος της ενέργειας για τους ιδιώτες και επιχειρηματικούς καταναλωτές παραμένει σαφώς υψηλότερο από πριν και εξακολουθεί να αδειάζει τα πορτοφόλια των καταναλωτών και να υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. 

Διαβάζοντας όμως ένα χθεσινό άρθρο του Bloomberg, όπως και παρόμοια παλαιότερα στον διεθνή Τύπο, αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχει περίπτωση να δούμε σημαντική βελτίωση της κατάστασης, όχι άμεσα αλλά σίγουρα μέσα στο 2026. Οι συντάκτες του άρθρου ξεκινούν αναφερόμενοι σε μία έκθεση του παγκόσμιου οργανισμού ενέργειας (International Energy Agency, IEA).

Η έκθεση εκδόθηκε στο τέλος Ιουλίου και ασχολείται με την εικόνα της προσφοράς και της ζήτησης στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου για το 2025 και το 2026.

Κατά τους αναλυτές της IEA, η συνολική ζήτηση για το 2025 θα είναι αυξημένη σε ετήσιο επίπεδο κατά 1,3% σε σχέση με το 2024. Εκτιμούν όμως πως το 2026 η ποσοστιαία αύξηση θα είναι πιο μεγάλη, της τάξης του 2% περίπου.

Στην έκθεση όμως αναφέρεται και μία άλλη εκτίμηση, αυτή την φορά σχετικά με την προσφορά στην αγορά φυσικού αερίου και ειδικότερα στην προσφορά LNG.

Κατά αυτές τις εκτιμήσεις, η έναρξη λειτουργίας ορισμένων τερματικών σταθμών υγροποίησης φυσικού αερίου κυρίως στις ΗΠΑ θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς LNG κατά 5,5% σε σχέση με το 2024 ενώ για το 2026 προβλέπεται αύξηση της προσφοράς κατά 7% περίπου, ποσοστό που θα είναι το μεγαλύτερο από το 2019. 

Οι συντάκτες του άρθρου του διεθνούς πρακτορείου συμφωνούν με τις εκτιμήσεις της IEA, βασιζόμενοι και αυτοί στην έναρξη λειτουργίας πολλών νέων projects LNG ανά τον κόσμο.

Θεωρούν μάλιστα πως η αύξηση αυτή, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια καθώς θα μπαίνουν στην αγορά και άλλοι σταθμοί υγροποίησης φυσικού αερίου, θα αλλάξει σταδιακά την ισορροπία στην παγκόσμια αγορά.

Σε σχετικό πίνακα που βασίζεται σε στοιχεία του BloombergNEF βλέπουμε πως το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης στην παγκόσμια αγορά LNG θα αρχίσει να γέρνει υπέρ της προσφοράς προς το τέλος του 2026 και αυτό θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι το 2030.

Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η υπερβάλλουσα προσφορά θα είναι της τάξης των 1,7 εκατομμυρίων μετρικών τόνων για το 2026, το 2027 θα ανεβεί στα 8,3 εκατομμύρια, το 2028 στα 17,8 εκατομμύρια και το 2029 θα φτάσει στα 29,8 εκατομμύρια μετρικούς τόνους, για να υποχωρήσει το 2030 στα 15,2 εκατομμύρια.

Για να πάρουμε μία ιδέα για το πόσο μεγάλη θα είναι η υπερβάλλουσα προσφορά προς το τέλος της δεκαετίας, αναφέρουμε πως το 2024 η συνολική δυναμικότητα των παγκόσμιων σταθμών υγροποίησης φυσικού αερίου ήταν κοντά στα 420 εκατομμύρια μετρικούς τόνους ετησίως και αναμένεται να πλησιάσει τα 600 εκατομμύρια. Αν υποθέσουμε πως οι προβλέψεις του BloombergNEF θα επαληθευθούν, τότε η υπερβάλλουσα προσφορά το 2029 θα είναι μεγαλύτερη από το 5% της παγκόσμιας δυναμικότητας. 

Όπως ξέρουμε βέβαια, οι προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη του ισοζυγίου προσφοράς ζήτησης, και κατ’ επέκταση των τιμών, σε εμπορεύματα σε βάθος πολλών ετών είναι πολύ επισφαλείς και πολλές φορές διαψεύδονται πανηγυρικά.

Πρέπει να επισημάνουμε πάντως πως αυτές οι προβλέψεις ακούγονται αρκετά λογικές, καθώς σιγά σιγά μπαίνουν σε λειτουργία τερματικοί σταθμοί LNG στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στο Μεξικό, στο Κατάρ και στο Κονγκό, και αναφερόμαστε μόνο στους σταθμούς που αναμένεται να τεθούν σε πλήρη λειτουργία μέχρι τα μέσα του 2026.

Μιλώντας λοιπόν για τις τιμές, ο Martijn Rats, στέλεχος της Morgan Stanley που μίλησε στο Bloomberg, εκτιμά πως μετά το τέλος του επόμενου χειμώνα θα αρχίσει να γίνεται αισθητή στις τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου από την αλλαγή στο παγκόσμιο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης LNG.

Ένας άλλος ειδικός της αγοράς ενέργειας, ο Aldo Spanjer της BNP Paribas, είπε στο διεθνές πρακτορείο πως η αγορά θα αρχίσει να χαλαρώνει μετά το πρώτο τρίμηνο του 2026, κάτι που υποδηλώνει πως σταδιακά θα αρχίσουν να μειώνονται και οι τιμές.

Αυτό φαίνεται και από τις τιμές των συμβολαίων του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο ICE. Στο σχετικό διάγραμμα στο Bloomberg βλέπουμε πως οι συναλλασσόμενοι αναμένουν σταδιακή πτώση των τιμών από τα τωρινά επίπεδα των περίπου 33 Ευρώ/Mwh προς τα 30 μέσα στο 2026, στα 27 το 2027 και μέχρι τα 25 το 2028.

Δεν πρόκειται για δραματική πτώση βέβαια και ούτε υπάρχει καμία σιγουριά πως τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι. Φαίνεται όμως πως η αναμενόμενη αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς LNG είναι πολύ πιθανόν να σημαίνει πως τα τωρινά επίπεδα θα είναι τα υψηλότερα για αρκετά χρόνια από τώρα, κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο και χρήσιμο για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Λογικά θα έχει ως αποτέλεσμα την σταδιακή μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την τιμή του Dutch TTF, και για τους πολίτες της ηπείρου και για τις επιχειρήσεις που υποφέρουν τα τελευταία χρόνια από το γεγονός πως έχουν υψηλότερο ενεργειακό κόστος παραγωγής από πολλούς παγκόσμιους ανταγωνιστές τους. 

Όλα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση πως οι εκτιμήσεις των διεθνών ειδικών για την εξέλιξη του ισοζυγίου προσφοράς ζήτησης στο LNG θα αποδειχθούν σε γενικές γραμμές σωστές και πως δεν θα έχουμε γεωπολιτικές εξελίξεις που θα αλλάξουν τα πράγματα δραματικά ούτε καιρικές συνθήκες τόσο έντονες που να εκτοξεύσουν την ζήτηση.

Εφόσον τα πράγματα εξελιχθούν έτσι, δεν θα πρέπει να φοβόμαστε νέα αύξηση του ενεργειακού κόστος και θα μπορούμε να ελπίζουμε και σε μία σημαντική μείωσή του στην περίπτωση που η αύξηση της προσφοράς εντείνει και τον ανταγωνισμό μεταξύ των παγκόσμιων παραγωγών LNG.