This time is different. Αυτή η φορά είναι διαφορετική. Επίσης, όπως έλεγε ο Τζόζεφ Κένεντι, «όταν ακόμα και ο λούστρος μιλάει για μετοχές, έχει έρθει η ώρα να πουλήσεις». Όταν οι επενδυτές προσπαθούν να εκλογικεύσουν τα υπερβολικά κέρδη στα χρηματιστήρια, τα οποία δεν δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, τότε υπάρχει ζήτημα. Το πρόσφατο χρηματιστηριακό ράλι έχει φέρει αυτές τις εκφράσεις στην επιφάνεια. Ιδιαίτερα όσοι ασχολούνται με την Tεχνητή Nοημοσύνη υποστηρίζουν ότι αυτή τη φορά οι αγορές δεν κάνουν λάθος. Είναι όμως πράγματι αυτή η φορά διαφορετική;
Τον τελευταίο χρόνο τα χρηματιστήρια είναι, το λιγότερο, αντιφατικά. Στην αρχή του έτους, οι δασμοί αναμενόταν να φέρουν γενικευμένη οικονομική ύφεση. Οι μετοχές, μετά την ημέρα της «Απελευθέρωσης», είχαν το χειρότερο ξεπούλημα από το 2020. Πλέον, βρίσκονται σε νέα ιστορικά υψηλά. Η αγορά ομολόγων έφτασε σε σημείο κατάρρευσης, ενώ η έκρηξη στις τιμές του χρυσού είναι αδιάσειστη απόδειξη της νευρικότητας μεταξύ των επενδυτών. Οι μετοχές, από την άλλη, φαίνεται πως ακολουθούν τη δική τους πορεία.
Με τον Οκτώβριο πλέον πίσω μας και την πλειοψηφία των οικονομικών αποτελεσμάτων στη δημοσιότητα, το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: οι αμερικανικές εταιρείες είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. Τράπεζες και εταιρείες τεχνολογίας καταγράφουν για ακόμα μια φορά κέρδη - ρεκόρ. Το παράδοξο είναι ότι, παρόλο που τα κέρδη βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά, οι αποτιμήσεις είναι πολλαπλάσιες.
Στο παρελθόν, η φούσκα του ίντερνετ το 2000 και η κρίση του 2008 συνοδεύονταν από ακόμα υψηλότερες αποτιμήσεις. Δεν βρισκόμαστε, λοιπόν, σε κατάσταση φούσκας όπως τότε.
Η βασική διαφορά με το 2000 είναι ότι οι εταιρείες που βρίσκονται σήμερα στο χρηματιστήριο είναι, στην πλειοψηφία τους, ώριμες, με ισχυρούς ισολογισμούς και αξιόπιστα επιχειρηματικά σχέδια.
Το 2000, πολλές από τις εταιρείες που ασχολούνταν με το διαδίκτυο δεν είχαν ούτε κερδοφόρα προϊόντα ούτε δομημένα επιχειρηματικά πλάνα. Το 2008, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είχαν μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις. Σε σχέση με τότε, τα νοικοκυριά βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν ισχυρότερους ισολογισμούς, με λιγότερες δανειακές ανάγκες και καλύτερη κατανομή του ρίσκου μέσω της αγοράς ομολόγων και μετοχών.
Η παραπάνω εικόνα είναι ιδιαίτερα καθησυχαστική για τους επενδυτές. Προς το παρόν, η κατάσταση φαίνεται διαφορετική από το παρελθόν.
Οι πρόσφατες μειώσεις επιτοκίων δικαιολογούν ακόμα περισσότερο την αύξηση στις αποτιμήσεις. Η πτώση στην τιμή του χρυσού δείχνει ότι οι αγορές συνεχίζουν να είναι ορθολογικές και δεν λειτουργούν με μοναδικό κίνητρο τα βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά αξιολογούν και την ευρύτερη οικονομική πραγματικότητα.
Τι άλλο βλέπουν οι αγορές; Είναι αλήθεια ότι, την περίοδο του κορονοϊού, όλοι οι «κολοσσοί» έκαναν υπερβολικά πολλές προσλήψεις.
Τα διοικητικά συμβούλια προτιμούσαν να αυξάνουν μισθούς για να διατηρήσουν τους υπαλλήλους τους, παρά να ρισκάρουν να μείνουν με κενές θέσεις.
Πλέον, με την ανεργία σε κανονικά επίπεδα, οι επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να μειώσουν το πλεονάζον προσωπικό. Αν χρειαστεί να καλύψουν κενά, θα βρουν εργαζομένους. Ταυτόχρονα, η τεχνητή νοημοσύνη, έστω και με τις περιορισμένες της δυνατότητες, συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ο συνδυασμός των δύο δίνει αυτοπεποίθηση στους επενδυτές για περαιτέρω αύξηση της κερδοφορίας.
Μπορεί να δικαιολογούμε το ράλι, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι όσο αυτό συνεχίζεται, το επιχείρημα της φούσκας θα γίνεται όλο και πιο ισχυρό.
* Ο Ηλίας Αρβανιτάκης είναι Οικονομολόγος - Αναλυτής, Morgan Stanley
