Η κυβέρνηση ετοιμάζει ρύθμιση-«κλειδί» για να κλείσει οριστικά τον φάκελο των δανείων σε ελβετικό φράγκο, δίνοντας διέξοδο σε δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες που εγκλωβίστηκαν από την ισοτιμία. Το σχέδιο προβλέπει εθελοντική ένταξη, κλιμακωτή ελάφρυνση στο κεφάλαιο μέσω προνομιακής μετατροπής σε ευρώ και σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια, ενώ για τα «κόκκινα» δάνεια ενεργοποιεί ταχύτερη λύση μέσω εξωδικαστικού με δεσμευτικότητα για τους πιστωτές.
Όπως είπε ο πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού 2026, στόχος είναι να κλείσει «ένας λογαριασμός με το παρελθόν» που κρατά σε ομηρία δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, οι οποίοι είδαν το χρέος τους να φουσκώνει λόγω ισοτιμίας, ακόμη και όταν πλήρωναν επί χρόνια.
Το κυβερνητικό σχέδιο –που προβλέπει εθελοντική συμμετοχή– «χτίζεται» πάνω σε δύο διακριτές διαδρομές, ανάλογα με το αν το δάνειο είναι κόκκινο ή εξυπηρετείται.
Δύο δρόμοι για την ίδια έξοδο
Για τους μη ενήμερους οφειλέτες (μη εξυπηρετούμενα δάνεια), η λύση περνά μέσα από τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών. Εδώ, η ρύθμιση που παράγεται από τον αλγόριθμο του μηχανισμού γίνεται υποχρεωτική για τους πιστωτές ειδικά στα δάνεια CHF, κάτι που δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο στα αντίστοιχα δάνεια σε ευρώ, όπου οι πιστωτές διατηρούν –υπό προϋποθέσεις– περιθώριο απόρριψης. Η διαδικασία είναι ηλεκτρονική, χωρίς φυσική παρουσία και χωρίς να απαιτείται επανεγγραφή προσημειώσεων, ενώ η μετατροπή από νομική άποψη αντιμετωπίζεται ως τροποποίηση της σύμβασης (και όχι ως «νέα» οφειλή), με διατήρηση εξασφαλίσεων.
Για τους ενήμερους δανειολήπτες ή όσους έχουν ρύθμιση που τηρούν, η κυβέρνηση προκρίνει μια «καθαρή» λύση: μετατροπή του δανείου σε ευρώ με βελτιωμένη ισοτιμία, που οδηγεί σε άμεση μείωση του οφειλόμενου κεφαλαίου σε ευρώ, κατά τρόπο κλιμακωτό και κοινωνικά στοχευμένο.
Μετατροπή σε ευρώ με «κούρεμα» 15% έως 50% και σταθερό επιτόκιο
Ο πυρήνας της δεύτερης διαδρομής είναι διπλός:
1. προνομιακή ισοτιμία μετατροπής σε σχέση με την τρέχουσα, ώστε να προκύπτει όφελος/ελάφρυνση στο κεφάλαιο, και
2. σταθερό επιτόκιο για όλη την υπόλοιπη διάρκεια, σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από αυτά ενός νέου στεγαστικού σήμερα.
Η ελάφρυνση κλιμακώνεται σε τέσσερις κατηγορίες, με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ώστε οι πιο ευάλωτοι να έχουν τη μεγαλύτερη «ανάσα»:
Κατηγορία 1: όφελος έως 50% (βελτίωση ισοτιμίας) και σταθερό επιτόκιο 2,3%
Κατηγορία 2: όφελος έως 30% και επιτόκιο 2,5%
Κατηγορία 3: όφελος έως 20% και επιτόκιο 2,7%
Κατηγορία 4: όφελος έως 15% και επιτόκιο 2,9%
Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα επιμήκυνσης έως 5 χρόνια, ώστε η μηνιαία δόση να πέσει ακόμη περισσότερο και η ρύθμιση να γίνει βιώσιμη για περισσότερα νοικοκυριά.
Υπάρχει όμως και ένας «κόφτης» που λειτουργεί ως ρήτρα συνέπειας: αν ο δανειολήπτης δεν τηρήσει τη ρύθμιση, τότε αυτή παύει να ισχύει αναδρομικά, το δάνειο επιστρέφει στο προηγούμενο καθεστώς (πριν από την ευνοϊκή ισοτιμία) και η οφειλή καθίσταται άμεσα απαιτητή στο σύνολό της.
Γιατί αυτή η λύση και όχι «οριζόντια» μετατροπή όπως αλλού
Η κυβέρνηση εξηγεί ότι η επιλεγμένη αρχιτεκτονική αποφεύγει οριζόντιες παρεμβάσεις τύπου «μία ισοτιμία για όλους», οι οποίες έχουν συναντήσει αντιρρήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ σε αρκετές χώρες συνδέθηκαν και με δικαστικές αποφάσεις που προϋπήρχαν. Στην ελληνική περίπτωση, το κρίσιμο επιχείρημα είναι ότι τα δικαστήρια έκριναν –σε τελεσίδικο επίπεδο– πως οι συμβάσεις δανείων CHF είχαν όρους που θεωρήθηκαν επαρκείς ως προς την ενημέρωση για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, άρα δεν υπήρξε το ίδιο «δικαστικό υπόβαθρο» που άνοιξε δρόμο για υποχρεωτικές νομοθετικές μετατροπές σε άλλες έννομες τάξεις.
Πώς φτάσαμε εδώ: το σοκ της ισοτιμίας
Το πρόβλημα γεννήθηκε κυρίως την περίοδο 2005–2009, όταν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο εμφανίζονταν ως «φθηνότερα» λόγω χαμηλότερων επιτοκίων. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε βίαια τους κανόνες: το ελβετικό φράγκο ανατιμήθηκε, ο συναλλαγματικός κίνδυνος «μεταφέρθηκε» στους δανειολήπτες, και αρκετοί βρέθηκαν –παρά τις πληρωμές τους– να χρωστούν σε ευρώ περισσότερα απ’ όσα είχαν αρχικά δανειστεί.
Με βάση τα διαθέσιμα μεγέθη που αποτυπώνονται στον σχεδιασμό, τα δάνεια CHF που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε δεκάδες χιλιάδες, με σημαντικό τμήμα να έχει μεταφερθεί σε servicers μέσω τιτλοποιήσεων, γεγονός που καθιστά κρίσιμο το πώς θα «κουμπώσει» η ρύθμιση και στο σκέλος της διαχείρισης.
