H περίοδος εταιρικών αποτελεσμάτων βαίνει προς ολοκλήρωση, το πιο παρατεταμένο shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ τελείωσε και η προσοχή των αγορών στρέφεται στη Fed και την προοπτική μείωσης επιτοκίων ως τον καταλύτη που θα επεκτείνει το ράλι στη Wall Street από τα χαμηλά του Απρίλη.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση οικονομολόγων από το Reuters, η πλειοψηφία προβλέπει ότι η Fed θα μειώσει το παρεμβατικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο.
Ποσοστό 80%, οι 84 από τους 105 οικονομολόγους που συμμετείχαν, εκτιμά ότι θα υπάρξει νέα μείωση στις 10 Δεκεμβρίου, η τρίτη φέτος, που θα φέρει το παρεμβατικό επιτόκιο της Fed στο εύρος του 3,50%-3,75%.
H γενικότερη αίσθηση είναι ότι η αγορά εργασίας εξακολουθεί να δείχνει σχετική αδυναμία. Το ρίσκο είναι αν τα φρέσκα μακροοικονομικά δεδομένα ενδεχομένως ανατρέψουν την εικόνα αυτή, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της UBS.
O δείκτης PCE (PersonalConsumption Expenditure) που προτιμά η Fed ως μέτρο του πληθωρισμού παραμένει πάνω από τον στόχο του 2% για περισσότερο από τέσσερα χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα από το 1995.
Οι οικονομολόγοι βλέπουν τον δείκτη να παραμένει πάνω από το 2% και το 2027. Σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση, σχεδόν το ήμισυ των οικονομολόγων εκτιμά ότι το παρεμβατικό επιτόκιο της Fed θα μειωθεί στο 3,25%-3,50% το επόμενο τρίμηνο.
Η κούρσα της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς μπορεί να δείχνει ασταμάτητη με τους δείκτες κοντά σε ιστορικά υψηλά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ράλι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό.
Μια τεχνική ένδειξη αρνητικής απόκλισης είναι όταν παρατηρείται επιδείνωση στην υγεία της αγοράς παρά την άνοδο των τιμών. Ο αριθμός των μετοχών του S&P500 που σημειώνουν νέα χαμηλά χρονιάς αυξάνεται παρά την ανοδική πορεία της αγοράς. Η απόκλιση αυτή έχει φτάσει σε ακραία επίπεδα.
Παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν παρατηρήθηκαν πριν από την πτώση του S&P500 το 1998 και λίγο πριν από την κορυφή της αγοράς το 2000, τότε που έσπασε η φούσκα των dot.com.
Οι αποτιμήσεις των μετοχών έχουν φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα επίσης. Σύμφωνα με το Bloomberg, οι ώρες εργασίας που απαιτούνται με βάση ένα μέσο μισθό για να αγοράσει κανείς ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης στον δείκτη S&P500 έχει φτάσει τις 200. Απαιτούνταν μόνο 140 ώρες λίγο πριν από την πανδημία Covid 19 και γύρω στις 100 ώρες στην κορυφή της αγοράς το 2000 πριν από την πτώση άνω του 50% που ακολούθησε τα δύο επόμενα χρόνια.
Επίσης, έχει αυξηθεί ο αριθμός των εν δυνάμει πωλητών. Τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ δεν είχαν ποτέ τόσο μεγάλη έκθεση σε μετοχές σε σχέση με τη συνολική τους περιουσία.
Όταν παρατηρούνται τέτοιες φάσεις βουλιμίας συνήθως ανεβαίνουν και οι αποτιμήσεις των μετοχών σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Άλλος ένας λόγος που στα τρέχοντα επίπεδα η αγορά καλό είναι να αντιμετωπίζεται με προσοχή.
