Οι αγορές δείχνουν να αδιαφορούν μέχρι στιγμής για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει συνάψει συμφωνίες με τις μεγαλύτερες οικονομίες και παράλληλα επέκτεινε το μορατόριουμ με την Κίνα. Ο S&P 500 έχει «γράψει» 18 ιστορικά ρεκόρ φέτος, ενώ μέχρι και ο βιομηχανικός Dow Jones φλερτάρει με το πρώτο δικό του ρεκόρ για το 2025, την ώρα που ο «δείκτης φόβου» VIX βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η επενδυτική ευφορία οφείλεται εν πολλοίς στα άκρως ικανοποιητικά εταιρικά αποτέλεσμα των εισηγμένων στη Wall Street καθώς και στις προσδοκίες για μπαράζ μειώσεων επιτοκίων από τη Fed.
Όμως ανησυχίες υπάρχουν, τόσο για τις πραγματικές επιπτώσεις των δασμών, οι οποίες θα γίνουν αισθητές στα επόμενα τρίμηνα και ενδέχεται να κάνουν τη Fed πιο επιφυλακτική, όσο και για τον κίνδυνο «φούσκας» στα χρηματιστήρια. Δεν είναι τυχαίο που σε πρόσφατη έρευνα της Bank of America, το 91% των συμμετεχόντων επενδυτών χαρακτήρισε τις αμερικανικές μετοχές υπερτιμημένες.
Η Goldman Sachs, από την πλευρά της, προειδοποιεί ότι η πιθανότητα ενός νέου μεγάλου ράλι είναι πολύ χαμηλή, συγκριτικά με την πιθανότητα πτώσης. Και αυτό γιατί τα μεγάλα ράλι συνήθως σημειώνονται σε περιόδους ανάκαμψης των αγορών. Επίσης, οι αναλυτές της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας πιστεύουν ότι οι επενδυτές δεν έχουν «μετρήσει» σωστά τη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν οι δασμοί, εγκλωβίζοντας τις ΗΠΑ σε μία περίοδο στασιμοπληθωρισμού.
Τι θα συμβεί, λοιπόν, στο σενάριο που οι υψηλότεροι δασμοί επιφέρουν όντως σοβαρό πλήγμα στην αμερικανική οικονομία; Πόσο μπορεί να αλλάξει το επενδυτικό κλίμα;
Άλλοι αναλυτές βλέπουν το ράλι να συνεχίζεται (και) λόγω της μείωσης των επιτοκίων, αν και όχι με την ίδια ένταση, ενώ άλλοι προβλέπουν πτώση των αγορών έως και 20% σε μία επανάληψη του επεισοδίου του 2018.
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα προσαρμοστούν οι αγορές γρήγορα και αποτελεσματικά στο νέο περιβάλλον και αν εξαντλήθηκαν οι φόβοι γα τους δασμούς στη μεγάλη πτώση του Απριλίου. Σημειώνεται ότι οι αναλυτές της Goldman εκτιμούν πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα περάσουν στον καταναλωτή το 70% του άμεσου κόστους των δασμών, δίνοντας έτσι ώθηση στον πληθωρισμό.
Οι αισιόδοξοι των αγορών, οι λεγόμενοι «ταύροι», υποστηρίζουν ότι η ανθεκτικότητα των χρηματιστηρίων είναι ξεκάθαρη, ενώ οι «αρκούδες» κάνουν λόγο για «επικίνδυνο εφησυχασμό».
Η JPMorgan υπογραμμίζει ότι οι επενδυτές θα πρέπει μεν να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τις επιπτώσεις των δασμών στο παγκόσμιο εμπόριο και κατ’ επέκταση στα εταιρικά κέρδη, αλλά την ίδια ώρα θα πρέπει να συνυπολογίσουν τον θετικό αντίκτυπο της Τεχνητής Νοημοσύνης στην παραγωγικότητα.
Ένας ακόμη «υποτιμημένος» παράγοντας που μπορεί να συντηρήσει το ράλι στα χρηματιστήρια είναι, σύμφωνα πάντα με την JPMorgan, το «One Big Beautiful Bill Act», το νομοσχέδιο του Τραμπ που αναμένεται να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους 360 δισ. δολαρίων μόνο μέσα στο 2025.
Παρ’ όλα αυτά, ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει τελειώσει και όλα θα κριθούν από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Και μπορεί οι επενδυτές να είναι σήμερα πολύ πιο… υποψιασμένοι σε σύγκριση με το 2018 και το πρώτο μεγάλο κύμα του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, όμως και οι αποτιμήσεις είναι πολύ υψηλότερες από τότε.
Κάπως έτσι έχει το σκηνικό.
Από το μία το μεγάλο ράλι και το FOMO, ο φόβος δηλαδή των επενδυτών μη χάσουν την άνοδο, και από την άλλη οι δεδομένες ανησυχίες για τους δασμούς, τον πληθωρισμό και την ύπαρξη φούσκας. Διότι αν η Fed υποκύψει στις πιέσεις Τραμπ και μειώσει επιθετικά τα επιτόκια και ταυτόχρονα ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρήσει σε κινήσεις χαλάρωσης των ρυθμιστικών κανόνων, θα αρχίσουν να αυξάνονται οι ανησυχίες για την «βιωσιμότητα» του ράλι, υπό την έννοια ότι θα μεγαλώνει η φούσκα.
Ήδη, τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν μέσα στην εβδομάδα έδειξαν ότι οι τιμές χονδρικής στις ΗΠΑ σημείωσαν τη μεγαλύτερη άνοδο σε διάστημα τριών ετών, με τον σχετικό δείκτη να ανεβαίνει στο 3,3% τον Ιούλιο από 2,4% τον Ιούνιο. Είναι το πρώτο σημάδι, καθώς ο συγκεκριμένος δείκτης δεν «πιάνει» την άνοδο του κόστους όλων των εισαγωγών.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα οικονομικά δεδομένα, όσο και τα εταιρικά κέρδη του επόμενου τριμήνου θα είναι καθοριστικοί παράγοντες για την τάση στα χρηματιστήρια.
Είναι επίσης σημαντικό ότι η άνοδος των τιμών δεν έχει γίνει ακόμα αισθητή στους αμερικανούς καταναλωτές, οπότε θα χρειαστεί χρόνος για να εκτιμηθεί ο συνολικός αντίκτυπος σε οικονομία και αγορές. Πάντως, η ING τονίζει ότι οι συνθήκες δεν έχουν καμία σχέση με το 2021-22, όταν ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έφτασε στο 9%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά το κλίμα στο σενάριο που θα συνεχιστούν οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Κρίσιμος θα είναι και ο Σεπτέμβριος καθώς στις 17 του μήνα που συνεδριάζει η Fed θα φανεί αν η άνοδος των τιμών είναι ικανή να αποτρέψει την πολυπόθητη για τις αγορές μείωση των επιτοκίων.
Μέχρι τότε βλέπουμε ότι οι αγορές βρίσκονται σε φάση «risk on» με τον S&P 500 να σημειώνει διαδοχικά ιστορικά υψηλά και τα κορυφαία κρυπτονομίσματα να κατακτούν νέες κορυφές, αποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές δεν θέλουν να μείνουν εκτός…