Πώς οι κυβερνοεπιθέσεις δημιουργούν οικονομικές καταστροφές
Shutterstock
Shutterstock
Γ. Ατσαλάκης

Πώς οι κυβερνοεπιθέσεις δημιουργούν οικονομικές καταστροφές

Παρά την ισχυρή εικόνα που προβάλλουν πολλές επιχειρήσεις και κράτη για την ψηφιακή τους ωριμότητα, η εποχή των κυβερνοεπιθέσεων αποκαλύπτει πόσο εύθραυστη είναι η παγκόσμια οικονομία. Μια καλά οργανωμένη επίθεση μπορεί να καταστρέψει δεδομένα, να σταματήσει δίκτυα και να επιφέρει τέτοιες διακοπές, ώστε ο κόσμος να αντιμετωπίσει αληθινές οικονομικές καταστροφές. Παρακάτω εξετάζουμε τις επιπτώσεις αυτών των επιθέσεων, χρησιμοποιώντας ιστορικά παραδείγματα, θεωρητικό πλαίσιο και προβολές στο μέλλον.

Η έννοια της κυβερνοκλιμάκωσης και η αβεβαιότητα ευθύνης: Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι κυβερνοεπιθέσεις χαρακτηρίζονται από ασάφεια σχετικά με το ποιος κρύβεται πίσω από την επίθεση. Η «απόδοση ευθύνης» είναι περίπλοκη. Όταν μια επιχείρηση ή ένας οργανισμός υποστεί κατάρρευση εξαιτίας ενός ιού ή μιας επίθεσης «ransomware», οι αναλυτές χρειάζονται εβδομάδες ή μήνες για να εντοπίσουν την προέλευση του κακόβουλου λογισμικού.

Το γεγονός ότι ο δράστης μπορεί να μείνει άγνωστος θολώνει τη δυνατότητα άμεσης αντίδρασης ή αποτροπής. Παραδοσιακά, ένα φυσικό χτύπημα είχε σαφή προέλευση και στόχο. Στον κυβερνοχώρο, όμως, ακόμη και η πιθανότητα να πρόκειται για «εγκληματίες» και όχι για κρατικούς οργανισμούς δημιουργεί αβεβαιότητα, κάτι που μπορεί να αποθαρρύνει τα θύματα να απαντήσουν δυναμικά.

Αυτή η αβεβαιότητα ενισχύεται από τη διπλή χρήση των ψηφιακών υποδομών. Τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για την εφοδιαστική αλυσίδα, την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ή τη λειτουργία ενός νοσοκομείου, είναι τα ίδια που χρησιμοποιούνται για στρατιωτικούς σκοπούς. Έτσι, μια επίθεση σε ένα δίκτυο εφοδιασμού για να διαταράξει τη μετακίνηση στρατιωτικού υλικού μπορεί να προκαλέσει παράπλευρη απώλεια σε πολιτικά συστήματα και να έχει άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις.

Οι συνέπειες δεν είναι ποτέ απολύτως προβλέψιμες καθώς οι διαχειριστές μπορούν να επαναδρομολογήσουν το δίκτυο, ενώ η πλεονάζουσα χωρητικότητα μπορεί να απορροφήσει μέρος της βλάβης. Εάν όμως η διακοπή είναι μαζική – π.χ. πλήρης κατάρρευση ενός δικτύου ηλεκτροδότησης, παρεμβολές σε δορυφορικές επικοινωνίες ή χειραγώγηση συστημάτων ελέγχου φραγμάτων – τότε οι επιπτώσεις μπορούν να είναι καταστροφικές. Το θύμα μπορεί να αντιμετωπίσει την επίθεση σαν να ήταν φυσική, άρα να κλιμακώσει την απάντησή του στα «παραδοσιακά» πεδία μάχης.

Πώς μεταφράζεται μια κυβερνοεπίθεση σε οικονομική καταστροφή: Οι επιχειρήσεις και οι κοινωνίες έχουν δομηθεί πάνω στην άμεση διαθεσιμότητα σχεδόν κάθε ψηφιακής πληροφορίας. Η οικονομική δραστηριότητα στηρίζεται σε ένα πλέγμα ψηφιακών υπηρεσιών όπως παραγγελίες μέσω διαδικτύου, συστήματα εφοδιαστικής αλυσίδας, ψηφιακές τράπεζες, υπολογιστικά κέντρα κ.λπ. Όταν αυτά διαταράσσονται, η παραγωγή σταματά και το εμπόριο διακόπτεται. Ορισμένες επιθέσεις έχουν δώσει ακριβές παράδειγμα:

  • NotPetya (2017): Η επίθεση «NotPetya» ξεκίνησε από την Ουκρανία αλλά εξαπλώθηκε γρήγορα σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κακόβουλο λογισμικό δημιούργησε χάος, καταστρέφοντας δεδομένα και καθιστώντας τους υπολογιστές άχρηστους. Η Maersk, ο μεγαλύτερος μεταφορέας εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο, υπέστη ζημιά περίπου 300 εκατομμυρίων δολαρίων και χρειάστηκε εβδομάδες για να αποκαταστήσει τα συστήματά της. Η Mondelez, εταιρεία τροφίμων, υπέστη ανάλογες απώλειες. Η επίθεση επιδεικνύει πώς οι ψηφιακές διαταραχές μπορούν να καταστρέψουν μια πολυεθνική εταιρεία – ακόμη και τις πιο καλά προστατευμένες – με αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο.
  • WannaCry (2017): Η επίθεση «WannaCry» έπληξε περισσότερους από 200.000 υπολογιστές σε 150 χώρες. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) της Βρετανίας, ιατρικά ραντεβού ακυρώθηκαν, οι υπολογιστές των νοσοκομείων «πάγωσαν» και ασθενείς μεταφέρθηκαν σε άλλα νοσοκομεία που λειτουργούσαν. Η άμεση οικονομική απώλεια έφτασε τα 100 εκατομμύρια λίρες και η αποκατάσταση κράτησε μήνες. Αν και οι συνέπειες ήταν κυρίως λειτουργικές, η διακοπή των ιατρικών υπηρεσιών ανέδειξε την επικινδυνότητα της εξάρτησης από ψηφιακά συστήματα. Η απώλεια εμπιστοσύνης στο σύστημα υγείας μεταφράστηκε σε μακροπρόθεσμο οικονομικό κόστος.
  • Colonial Pipeline (2021): Η επίθεση «ransomware» στον αγωγό Colonial στις ΗΠΑ οδήγησε σε διακοπή της μεταφοράς καυσίμων στην ανατολική ακτή. Το «κλείσιμο» του αγωγού προκάλεσε ελλείψεις βενζίνης και πανικό. Οι τιμές στα πρατήρια αυξήθηκαν και πολλοί πολίτες άρχισαν να κάνουν μαζικές προμήθειες. Η οικονομία επλήγη διπλά: από τη μια, ο ίδιος ο αγωγός έχασε έσοδα και αναγκάστηκε να πληρώσει λύτρα, από την άλλη, οι καταναλωτές πλήρωσαν υψηλότερες τιμές. Το περιστατικό έδειξε την άμεση συσχέτιση μεταξύ κυβερνοεπιθέσεων και πληθωριστικών πιέσεων.
  • Επίθεση στις εγκαταστάσεις υδροηλεκτρικής ενέργειας της Ιταλίας (2023): Οι ιταλικές Αρχές ανέφεραν ότι κακόβουλο λογισμικό είχε εισχωρήσει στα συστήματα αυτοματισμού υδροηλεκτρικών σταθμών. Μολονότι δεν προκάλεσε άμεση ζημιά, η πιθανότητα να ανοιχτούν τα φράγματα χωρίς άδεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφές. Η επίθεση υπενθύμισε πως τα ενεργειακά συστήματα είναι ζωτικά και ταυτόχρονα εξαιρετικά ευάλωτα.

Τα παραπάνω παραδείγματα υπογραμμίζουν ότι οι κυβερνοεπιθέσεις μπορούν να «βραχυκυκλώσουν» την παραγωγή, να προκαλέσουν διακοπές στην ενέργεια ή τον εφοδιασμό και να δημιουργήσουν πανικό, οδηγώντας σε οικονομικές απώλειες δισεκατομμυρίων. Επιπλέον, η αποκατάσταση κατεστραμμένων συστημάτων είναι χρονοβόρα. Οι επιχειρήσεις πρέπει να διακόψουν ή να επιβραδύνουν την παραγωγή, να επενδύσουν σε νέα μέτρα ασφαλείας, ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν για τις επιπτώσεις (αύξηση τιμών, καθυστερήσεις, μειωμένη εμπιστοσύνη). Αν οι επιθέσεις επαναλαμβάνονται, το κόστος σωρεύεται και οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους.

Θεωρητικό πλαίσιο και επιπτώσεις στην αποτροπή: Η παραδοσιακή θεωρία κλιμάκωσης περιγράφει την κλιμάκωση ως διαδοχικά στάδια βίας. Η κυβερνοσφαίρα όμως αλλάζει τη σημασία των σταδίων. Η κλιμάκωση δεν εξαρτάται από το «μέσο» αλλά από τον βαθμό με τον οποίο μια επίθεση μπορεί να υποβαθμίσει την ικανότητα του αντιπάλου να λειτουργεί. Αν ένα κακόβουλο λογισμικό «τυφλώνει» τα ραντάρ ενός κράτους, ο αντίκτυπος μπορεί να είναι ισοδύναμος με φυσική καταστροφή των εγκαταστάσεων. Αυτό έχει επιπτώσεις στην αποτροπή.

Ένα πυρηνικό κράτος βασίζει τη στρατηγική του στην ικανότητα ανίχνευσης επιθέσεων και στη διατήρηση της επικοινωνίας με τις δυνάμεις του. Αν οι κυβερνοεπιθέσεις υπονομεύουν αυτές τις δυνατότητες, τότε το κράτος ίσως αναγκαστεί να προχωρήσει σε προληπτικό πλήγμα ή να αναθέσει τη λήψη αποφάσεων στο αυτόματο σύστημα, αυξάνοντας τον κίνδυνο ατυχήματος. Η κυβερνοαπειλή, επομένως, αποδυναμώνει τη σταθερότητα που η αποτροπή βασίζεται σε σαφείς «κόκκινες γραμμές».

Ταυτόχρονα, οι ψηφιακές επιθέσεις βοηθούν μικρότερα κράτη ή οργανώσεις να επιτύχουν δυσανάλογα αποτελέσματα. Με ένα σχετικά μικρό κόστος, μπορούν να πλήξουν την εφοδιαστική αλυσίδα μεγάλων οικονομιών. Επίσης, μειώνουν την ανάγκη για φυσική παρουσία ή στρατεύματα. Έτσι, ένα κράτος που παλαιότερα δεν θα μπορούσε να απειλήσει, για παράδειγμα, τις ΗΠΑ, τώρα μπορεί να επιδιώξει πίεση χτυπώντας ψηφιακές υποδομές.

Κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες: Οι κυβερνοεπιθέσεις δεν πλήττουν μόνο εταιρείες και κρατικές υπηρεσίες· προκαλούν ευρύτερο κοινωνικό σοκ. Στις επιθέσεις NotPetya και WannaCry, ο κόσμος έγινε μάρτυρας της ευαλωτότητας των συστημάτων υγείας και των μεταφορικών δικτύων. Εξίσου τρομακτικές ήταν οι επιθέσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα της Ουκρανίας. Το 2015, 225.000 κάτοικοι έμειναν χωρίς ρεύμα για ώρες, όταν εισβολείς έκοψαν την παροχή σε τρεις περιοχές. Η διακοπή δεν ήταν μόνο οικονομική, προκάλεσε ανησυχία και πανικό. Όταν τα σπίτια μένουν χωρίς ρεύμα και οι βιομηχανίες παγώνουν, η κοινωνική τάξη απειλείται. Έτσι, μια κυβερνοεπίθεση γίνεται εργαλείο στρατηγικής πίεσης, καθώς οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν εσωτερική δυσαρέσκεια και ενδεχομένως υποχωρούν σε διεθνείς διαπραγματεύσεις. Επομένως, οι οικονομικές καταστροφές μέσω κυβερνοεπιθέσεων δεν περιορίζονται στα άμεσα κόστη επισκευής και αντικατάστασης· επεκτείνονται στον κοινωνικό ιστό, τη δημόσια ασφάλεια και, τελικά, την πολιτική σταθερότητα.

Μέτρα αντιμετώπισης και προοπτικές: Η εξάπλωση των ψηφιακών επιθέσεων έχει ωθήσει κυβερνήσεις και εταιρείες να επανεξετάσουν την ασφάλειά τους. Οι υποδομές πρέπει να σχεδιάζονται με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα: πλεονασμός, αποκέντρωση συστημάτων, ισχυρή κρυπτογράφηση, τακτικές ενημερώσεις και εκπαιδευμένο προσωπικό. Όμως η τεχνολογική άμυνα δεν είναι αρκετή. Απαιτείται διεθνής συνεργασία: συμφωνίες για μη επίθεση σε κρίσιμες υποδομές, ανταλλαγή πληροφοριών και συντονισμένες πολιτικές κατά των εγκληματιών κυβερνοχώρου. Επίσης, οι εταιρείες πρέπει να συμπεριλάβουν το κόστος της πιθανής κυβερνοαπειλής στις επιχειρηματικές αποφάσεις τους. Η υιοθέτηση ασφάλειας από το στάδιο του σχεδιασμού («security by design») είναι κρίσιμη.

Καθώς οι επιθέσεις γίνονται πιο σύνθετες, η Τεχνητή Νοημοσύνη  μπορεί να βοηθήσει στην ανίχνευση ασυνήθιστων κινήσεων σε δίκτυα, επιταχύνοντας την ανταπόκριση. Ταυτόχρονα, η ίδια τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους δράστες, ενισχύοντας τις δυνατότητες τους. Το «αόρατο» χάσμα μεταξύ επίθεσης και άμυνας θα διευρυνθεί. Σε αυτό το περιβάλλον, οι οικονομίες πρέπει να αναπτύξουν κουλτούρα ανθεκτικότητας: τα στελέχη να προβλέπουν επιθέσεις, να εκπαιδεύουν το προσωπικό και να προετοιμάζουν σχέδια συνέχειας λειτουργίας.

Οι κυβερνοεπιθέσεις δεν είναι πια μεμονωμένα περιστατικά ή αποκλειστικά αρμοδιότητα μυστικών υπηρεσιών. Έχουν γίνει παράγοντας που διαμορφώνει την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα. Μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές ισοδύναμες με φυσικές καταστροφές καθώς μπορούν να διακόψουν την παραγωγή, να καταστρέψουν την εμπιστοσύνη και να οδηγήσουν σε οικονομικούς κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κόστος μιας επίθεσης δεν είναι μόνο τα λύτρα ή η αντικατάσταση εξοπλισμού, αλλά είναι η αβεβαιότητα που δημιουργούν στα συστήματα αγοράς, η απώλεια εμπιστοσύνης και η κοινωνική αναταραχή που επιφέρουν.

Ο κόσμος καλείται να αναγνωρίσει ότι τα ψηφιακά σύνορα είναι όσο σημαντικά είναι και τα φυσικά. Για την Ελλάδα, όπως και για τις άλλες χώρες, χρειάζεται εθνική στρατηγική κυβερνοασφάλειας, επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, και ενίσχυση της συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς. Η πρόκληση δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά και πολιτική και κοινωνική. Η κλιμάκωση στον κυβερνοχώρο μας δείχνει ότι το πρώτο χτύπημα μπορεί να φτάσει παντού ταυτόχρονα, επομένως η επιβίωση και η ευημερία θα εξαρτηθούν από την ανθεκτικότητα περισσότερο παρά από την απόσταση.

*Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων