Καθώς η Διώρυγα του Παναμά έχει βρεθεί στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του ως πρόεδρος των ΗΠΑ, το Quartz εστιάζει σε δύο ακόμα μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτό το ιδιαίτερα κρίσιμο για το παγκόσμιο εμπόριο στρατηγικό σημείο της Κεντρικής Αμερικής.
Το «τζογάρισμα» από το Μεξικό
Το Μεξικό θέλει να αποσπάσει ένα μερίδιο της «πίτας» των κερδών από τη Διώρυγα του Σταθμού μέσω της κατασκευής ενός σιδηροδρόμου για μέρος των φορτίων που διακινούνται από τη Διώρυγα.
Ο Interoceanic Corridor που εκτείνεται σε μήκος 188 μιλίων κατά μήκος του Ισθμού του Τεουαντεπέκ στο νότιο Μεξικό, αποτελεί ένα υπολογισμένο «ποντάρισμα» (hedge) προς τα τρωτά σημεία της Διώρυγας.
Ο Διάδρομος θα επιτρέψει στους μεταφορείς να μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια από ένα λιμάνι του Ειρηνικού στον σιδηρόδρομο και στη συνέχεια να τα παραλάβουν με άλλο πλοίο στην πλευρά του Ατλαντικού.
Ο Interoceanic Corridor θα μπορούσε να μεταφέρει εμπορεύματα σε έξι έως επτά ώρες, αν και όταν προσθέσετε το χρόνο φόρτωσης και εκφόρτωσης, ο συνολικός χρόνος μεταφοράς είναι περίπου 15 ώρες. Συγκριτικά, η διέλευση από τη διώρυγα του Παναμά διαρκεί 8 έως 10 ώρες, αν και οι πρόσφατοι χρόνοι αναμονής έχουν προκαλέσει καθυστερήσεις έως και δύο εβδομάδων.
Το έργο έχει προσελκύσει χρηματοδότηση περίπου 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη μεξικανική κυβέρνηση και περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια από διεθνείς πηγές, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Κλιματική απειλή
Λόγω των σοβαρών ξηρασιών από το 2022 έως το 2024, η Διώρυγα αναγκάστηκε να μειώσει δραστικά τις διακινήσεις και να επιβάλει περιορισμούς στο βάρος των πλοίων για την εξοικονόμηση νερού.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διακινήσεις πλοίων μειώθηκαν κατά 29% κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2024, με τη κυκλοφορία LNG να μειώνεται κατά 66%.
Ωστόσο, το οικονομικό έτος 2025 έφερε μια διαφορετική εικόνα. Καθώς τα επίπεδα του νερού ανέκαμψαν, το ίδιο συνέβη και με την τύχη της διώρυγας.
Οι διαμετακομίσεις αυξήθηκαν κατά σχεδόν 20% και τα έσοδα σημείωσαν άνοδο 14,4% στα 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Τα καθαρά κέρδη έφτασαν τα 4,1 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένα κατά 695 εκατομμύρια δολάρια σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
