Το δεύτερο ιστορικό «Whatever it takes»
Shutterstock
Shutterstock

Το δεύτερο ιστορικό «Whatever it takes»

Οι ρυθμιστικές αρχές στις ΗΠΑ αν και όχι αλάνθαστες, έχουν ένα μεγάλο προτέρημα: αντιδρούν άμεσα σε κρίσιμες καταστάσεις για την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Έτσι και αυτή τη φορά κατανόησαν σχεδόν ακαριαία ότι το ζητούμενο για να γλυτώσει ο τραπεζικός τομέας των ΗΠΑ τα χειρότερα κάτω από το βάρος της ταυτόχρονης κατάρρευσης τριών –ίσως και τεσσάρων- τραπεζών και να καταστούν διαχειρίσιμοι οι κίνδυνοι για το ενεργητικό του τραπεζικού τομέα, είναι η προφύλαξη με κάθε μέσο της τραπεζικής πίστης, ήτοι του θεμέλιου λίθου του χρηματοπιστωτικού συστήματος που εδράζεται στην εμπιστοσύνη του πολίτη στο σύστημα.

Και ο μόνος τρόπος στην παρούσα συγκυρία για να διατηρηθεί η τραπεζική πίστη, είναι η πλήρης αποζημίωση των καταθετών.

Όπερ και εγένετο.

Έπειτα από διαβούλευση με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης Καταθέσεων -FDIC- σε από κοινού ανακοίνωση ενημέρωσαν το κοινό ότι όλοι οι πελάτες της υπό εκκαθάριση Silicon Valley Bank θα έχουν πρόσβαση στο σύνολο των καταθέσεων. 

Πρόκειται για μια κίνηση κάθε άλλο παρά συνηθισμένη και ίσως κόντρα στις αρχές της αυτορύθμισης της αγοράς, όμως οι ιδιαίτερες συγκυρίες απαιτούν και ιδιαίτερες αποφάσεις πολιτικής. 

Η αμερικανική κυβέρνηση προκειμένου να υπερασπιστεί την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα αποφάσισε να προστατεύσει πλήρως όλους τους καταθέτες της Silicon Valley Bank πέρα από το όριο των 250.000 δολαρίων.

Προσοχή όμως. Δεν υπάρχουν προγράμματα διάσωσης, δεν προστατεύονται οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι, ενώ την ίδια στιγμή δεν επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι. 

Τουτέστιν, έχουμε μια εντελώς διαφορετική διαχείριση από εκείνη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008, κατά την οποία τα χρήματα των φορολογουμένων χρησιμοποιήθηκαν με τη μορφή προνομιούχων μετοχών στις τράπεζες για να προστατευτούν οι κάτοχοι ομολόγων.

Αν εφαρμοζόταν άλλωστε κανονικά το επίσημο όριο της εγγύησης της FDIC ύψους 250.000 δολαρίων ανά καταθέτη, τότε θα αποζημιώνοταν μόλις το 3% των καταθέσεων, δεδομένου ότι οι πελάτες της Silicon Valley Bank είναι ως επί το πλείστον επιχειρήσεις.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν σε δηλώσεις του μετά τις ανακοινώσεις για πλήρη αποζημίωση των καταθέσεων, τόνισε ότι αν και οι επενδυτές θα είναι στους μεγάλους χαμένους, καθώς «πήραν εν γνώσει τους ένα ρίσκο και όταν το ρίσκο δεν αποδίδει, χάνουν τα χρήματά τους», εντούτοις οι Αμερικανοί αποταμιευτές μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές και ότι οι καταθέσεις τους θα είναι εκεί όταν τις χρειαστούν.

Υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα προωθήσει ένα αυστηρότερο κανονιστικό πλαίσιο για τον τραπεζικό κλάδο και δεσμεύτηκε ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια πιθανή τραπεζική κρίση.

Πρόκειται για μια ιστορική δήλωση που αυτή τη φορά ακούγεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και η οποία αποτελεί μια υπόκωφη παραδοχή ότι οι ρυθμιστικές αρχές έχουν την πλήρη επίγνωση για όσα διακυβεύονται.

Γι’αυτό άλλωστε το Υπουργείο Οικονομικών με συνοπτικές διαδικασίες χαρακτήρισε τόσο την SVB όσο και τη Signature «συστημικούς κινδύνους», προκειμένου να πάρει την εξουσία να προβεί στην εκκαθάριση, προστατεύοντας πλήρως όλους τους καταθέτες, πέρα από το όριο των 250.000 δολαρίων. 

Το νέο Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης

Είναι εξίσου σημαντικό όμως ότι η Fed προχώρησε και λίγο παρακάτω: ανακοίνωσε ότι εκκινεί ένα νέο Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης με στόχο τη διαφύλαξη των ιδρυμάτων που επηρεάζονται από την αστάθεια της αγοράς λόγω της κατάρρευσης της SVB. 

Πρόκειται για ένα «πρόγραμμα διευκόλυνσης» από τη Fed, μέσω του οποίου θα προσφερθούν δάνεια έως και ενός έτους σε τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η συνεχής παροχή πιστώσεων στην οικονομία.

Τι μας δηλώνει αυτή η κίνηση της Fed; Ότι είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τυχόν πιέσεις ρευστότητας που μπορεί να προκύψουν. 

Το Υπουργείο Οικονομικών θα παρέχει έως και 25 δις δολάρια από το Ταμείο Σταθεροποίησης Συναλλαγών ως backstop για τυχόν πιθανές απώλειες από το πρόγραμμα χρηματοδότησης, με την ελπίδα προφανώς ότι το ποσό αυτό θα «κάνει τη δουλειά του» και μόνο ως εγγύηση. 

Θα αλλάξει η πολιτική αύξησης των επιτοκίων;

Η «κουβέντα» που έχει ανοίξει σχεδόν αυτόματα με την απόφαση να τελειώσει άμεσα το θέμα των προβληματικών τραπεζών στις ΗΠΑ-στο πλαίσιο αυτό άλλωστε μαζί με την SVB έκλεισαν και τη Signature bank – είναι κατά πόσον οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να οδηγήσουν τη Fed σε αλλαγή της τρέχουσας νομισματικής της πολιτικής.

Αν και την απάντηση σε αυτό θα μας την δώσει η ίδια η Fed στις 22 Μαρτίου, εντούτοις η χρεοκοπία της SVB έστειλε ένα μήνυμα στις Κεντρικές Τράπεζες και τις αγορές: H απότομη άνοδος των επιτοκίων σε συνθήκες αυξημένου χρέους όχι μόνο δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αλλά ενίοτε μπορεί να αποδειχθεί και εξαιρετικά επικίνδυνη, οδηγώντας τους αδύναμους κρίκους της οικονομίας στην χρεοκοπία.

Με τις αντοχές του ευρύτερου τραπεζικού τομέα λοιπόν να έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση, οι μελλοντικές κινήσεις της Fed είναι υπό ομηρία. Έτσι ενώ μέχρι την περασμένη εβδομάδα η συζήτηση ήταν γύρω από το αν η Fed στις 22 Μαρτίου θα αυξήσει το κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ κατά 25 ή 50 μονάδες βάσης, πλέον «ζυγίζονται» οι πιθανότητες που υπάρχουν να μην προχωρήσει καν σε αύξηση. Μάλιστα η Goldman Sachs συντάσσεται με το τελευταίο σενάριο.

Τι γίνεται στην Ευρώπη;

Η κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Signature Bank σύμφωνα με αρμόδιους επόπτες του κλάδου της ΕΚΤ αναμένεται να έχει περιορισμένες μόνο επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Παρά ταύτα, οι επενδυτές τις τελευταίες ημέρες αδειάζουν τα χαρτοφυλάκια τους και από τους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς τίτλους.

Αν και η ανατιμολόγηση του ρίσκου είναι κατανοητή, καθότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι οι τριγμοί των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ δεν θα μεταδοθούν και σε μεγαλύτερες τράπεζες, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στη Γηραιά Ήπειρο οι ρυθμιστικές αρχές ήταν πολύ πιο αυστηρές όσον αφορά τις απαιτήσεις ρευστότητας από τις τράπεζες της Ευρωζώνης με assets άνω των 30 δισ. ευρώ. (σ.σ:Στις ΗΠΑ το σχετικό όριο εφαρμόζεται σε εκείνες με assets άνω των 250 δισ. δολαρίων).

Επιπλέον οι ευρωπαϊκές τράπεζες, 

-έχουν φροντίσει να μεταφέρουν έγκαιρα αρκετά στοιχεία ενεργητικού από τους λογαριασμούς «Διαθεσίμων προς πώληση» - όπου τα αποτιμούν στις τιμές της αγοράς- στους λογαριασμούς «Διακρατούμενων έως τη λήξη» στους οποίους τα αποτιμούν στο κόστος και δεν απαιτείται να αναγνωρίζουν αμέσως ζημίες από το mark-to-market . Επομένως, δεν επηρεάζονται άμεσα για παράδειγμα από την πτώση της τιμής των ομολόγων λόγω της αύξησης των επιτοκίων. 

-σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley οι τράπεζες της Ευρωζώνης διαθέτουν υψηλά επίπεδα ρευστότητας και έτσι είναι δύσκολο να αναγκαστούν να πουλήσουν με ζημία. 

Παρά ταύτα, οι χρηματιστηριακοί ευρωπαϊκοί δείκτες «λύγισαν» και τη Δευτέρα, ενώ η Wall δεν κατάφερε να σβήσει επαρκές μέρος των απωλειών των προηγούμενων ημερών, παρά τις διαβεβαιώσεις του προέδρου Μπάιντεν λίγο πριν το άνοιγμα της αγοράς ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές, αλλά και των νέων εκτιμήσεων ότι η Fed ίσως βάλει ένα προσωρινό φρένο στις αυξήσεις των επιτοκίων.

Ούτε καν η κολοσιαία συμφωνία της Pfizer για την εξαγορά της εταιρείας φαρμάκων κατά του καρκίνου Seagen έναντι 43 δισ. δολαρίων, δεν κατάφερε να τονώσει λίγο περισσότερο το γενικότερο κλίμα. 

Ίσως γιατί η επενδυτική κοινότητα διαισθάνεται ότι είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον, όταν τόσοι ασύμμετροι κίνδυνοι είναι πάνω στο τραπέζι. 

Ο James Early έχει σαφώς δίκιο όταν σε πρόσφατο άρθρο του έγραψε ότι « Οι πτωχεύσεις των τραπεζών είναι σαν τα φαντάσματα στο δωμάτιό σας: εάν πιστεύετε πως υπάρχουν, θα εμφανιστούν – εάν όλοι πιστεύουν σε μια χρεοκοπία, τότε θα συμβεί· εάν δεν την πιστεύουν, όχι». 

Ίσως θα ήταν λοιπόν συνετό να διαχωρίσουμε την ανατιμολόγηση του ρίσκου από τις κινήσεις πανικού.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.