Δεν καταλαβαίνουν τίποτα τα χρηματιστήρια. Ο S&P 500 άφησε πολύ εύκολα πίσω τη μίνι διόρθωση που σημείωσε στην τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου και με ένα ανοδικό ράλι 2,42% μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε έκλεισε την Παρασκευή μόλις 32 μονάδες μακριά από το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ.
Από τη μία οι μετοχές φλερτάρουν με νέα ρεκόρ, όπως και πολλά assets, θυμίζοντας το 2023 των μεγάλων επιδόσεων, όμως την ίδια ώρα το κλίμα στις αγορές δεν είναι πανηγυρικό. Υπάρχει διάχυτη μία οσμή αβεβαιότητας, σαν να περιμένουν κάτι κακό οι επενδυτές.
Θα είναι η αντιστροφή της τάσης γιατί θα σκάσει η φούσκα της Τεχνητής Νοημοσύνης; Θα… γυρίσει το κλίμα γιατί η αμερικανική οικονομία θα οδηγηθεί σε ύφεση και παράλληλα η Fed δεν θα προλάβει να μειώσει έγκαιρα τα επιτόκια; Ή μήπως η μεγάλη διόρθωση που έλαβε χώρα μέχρι τις 8 Απριλίου ήταν το προμήνυμα μίας ακόμα μεγαλύτερης - σε διάρκεια και εύρος - χρηματιστηριακής κρίσης;
Ας κρατήσουμε την προειδοποίηση των αναλυτών της Barclays, οι οποίοι πιστεύουν ότι το αμερικανικό ΑΕΠ έχει ήδη δεχθεί πλήγμα της τάξης του 0,4% και αναμένεται επιπλέον πλήγμα 1% εξαιτίας των νέων αυξημένων δασμών και των επιπτώσεων που ακόμη δεν έχουν γίνει αισθητές. Οι ίδιοι προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα αυξηθεί κατά 0,8% και ότι οι πραγματικές επιπτώσεις θα φανούν μέσα στα επόμενα τρία τρίμηνα.
Όποιος και αν είναι ο λόγος προβληματισμού που τελικά θα αλλάξει την τάση στις αγορές, η κρίση κινδυνεύει να αποδειχθεί μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αφού όσο υψηλότερα ανεβαίνουν οι μετοχές, τόσο περισσότερες είναι οι αναλύσεις αναφορικά με τους λόγους που ενδέχεται να προκαλέσουν μία μεγάλη πτώση.
Ας δούμε τη γενικότερη εικόνα. Στην εποχή του προστατευτισμού και του ξηλώματος της παγκοσμιοποίησης – τουλάχιστον όπως την γνωρίζαμε τις προηγούμενες δεκαετίες - ο Ντόναλντ Τραμπ «στριμώχνει» τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και οι υπόλοιπες ισχυρές οικονομίες ακονίζουν τα ξίφη τους και ζυγίζουν τις επιλογές τους. Άλλες συνθηκολογούν, όπως η Ευρώπη, και άλλες συνεχίζουν τις συνομιλίες, όπως η Ελβετία, όμως το μεγάλο παιχνίδι εξουσίας και κυριαρχίας παίζεται μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον.
Ακριβώς λόγω των πολύ σημαντικών εξελίξεων στο διεθνές εμπόριο, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι πλέον η φράση που θα κυριαρχεί στις εκθέσεις των επενδυτικών οίκων δεν θα είναι ο «πόλεμος των δασμών», αλλά τα «παιχνίδια εξουσίας» που παίζονται με φόντο την επικράτηση στη διεθνή σκηνή. Διότι τι θα συμβεί αν για παράδειγμα η Ευρώπη δεν υλοποιήσει στην πορεία το σύνολο των επενδύσεων για τις οποίες έχει δεσμευτεί;
Μία ακόμα αναταραχή σημειώθηκε την Παρασκευή, όταν η τιμή του χρυσού αναρριχήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, πάνω από τα 3.530 δολάρια, με φόντο την είδηση ότι οι δασμοί θα πλήξουν και τις ράβδους χρυσού και κατ’ επέκταση την Ελβετία. Πιο αναλυτικά, δημοσίευμα των FT ανέφερε ότι οι ράβδοι χρυσού βάρους 1 κιλού και 100 ουγγιών θα ταξινομηθούν σε τελωνειακό κωδικό που υπόκειται σε υψηλότερους δασμούς.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως όσο περισσότερο διαρκούν τα παιχνίδια εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία, τόσο περισσότερο κινδυνεύουν οι αγορές. Τα παιχνίδια αυτά υπήρχαν πάντα ωστόσο ο Τραμπ δείχνει ότι θέλει να προκαλέσει ιστορικές ανατροπές. Σήμερα, λοιπόν, το παιχνίδι παίζεται αποκλειστικά με τους κανόνες του Τραμπ και πιθανή μετωπική σύγκρουση με την Κίνα θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη «έκρηξη» στις παγκόσμιες αγορές.
Τους τελευταίους μήνες, άλλωστε, βλέπουμε τον Τραμπ να απαιτεί από τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να δείξουν το… χρώμα του χρήματος, δεσμευόμενοι να υλοποιήσουν μεγάλες επενδύσεις στις ΗΠΑ, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η Ουάσιγκτον θα επιβάλλει αστρονομικά υψηλούς δασμούς έως και 50% στα κράτη που δεν «συμμορφώνονται». Όποιος κάνει, λοιπόν, μεγάλες επενδύσεις στις ΗΠΑ κερδίζει πρόσβαση στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Κάπως έτσι εγείρεται το ερώτημα: η Ευρώπη και οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες που συμφώνησαν με τον Τραμπ είναι πραγματικοί εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ ή «εμπορικοί όμηροι», όπως τους χαρακτηρίζει η ING;