Σε δύο βασικούς πυλώνες στηρίζεται η ανθεκτικότητα που έχουν επιδείξει ως σήμερα οι διεθνείς αγορές, σύμφωνα με την Deutsche Bank.
Ο πρώτος αφορά τη σταθερότητα των «μακροοικονομικών θεμελίων», τα οποία δεν έχουν αλλάξει δραστικά από τις μέχρι στιγμής εξελίξεις «σοκ».Ο δεύτερος είναι η άμεση αντίδραση όταν και όπου χρειάστηκε των νομισματικών και δημοσιονομικών αρχών, λειτουργώντας ως «δίχτυ ασφαλείας».
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους αναλυτές της Deutsche Bank, εάν εμφανιστεί μια διαταραχή που να επηρεάζει θεμελιωδώς την οικονομία και δεν μπορεί να «θεραπευθεί» πολιτικά, όπως έγινε το 2022 ή κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η αγορά μπορεί να βιώσει παρατεταμένη αστάθεια.
Η Deutsche Bank, καθώς οι αγορές εισέρχονται σε μια περίοδο αυξημένης μεταβλητότητας - όπως συμβαίνει κάθε καλοκαίρι - ιεραρχεί τις ανησυχίες των επενδυτών σε τέσσερα βασικά σημεία. Το πρώτο είναι η πολιτική των εμπορικών δασμών των ΗΠΑ, το δεύτερο είναι ο πληθωρισμός, το τρίτο είναι τα επιτόκια και το τέταρτο οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Deutsche Bank, η πιθανότητα μιας νέας «καλοκαιρινής κρίσης» δεν είναι αμελητέα. Και αυτό γιατί ο Αύγουστος θεωρείται παραδοσιακά ως μήνας υψηλού ρίσκου, λόγω περιορισμένης ρευστότητας αλλά και πλήθους ιστορικών επεισοδίων αστάθειας.
Μάλιστα, η γερμανική τράπεζα καταγράφει πέντε πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το σκηνικό ευφορίας στις αγορές, παρά την προαναφερόμενη αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που έχουν επιδείξει έως σήμερα το 2025.
Το πρώτο σενάριο αφορά τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα την επιστροφή των δασμών από 1 Αυγούστου. Βάσει του σεναρίου αυτού, η επανενεργοποίηση των αμερικανικών «ανταποδοτικών» δασμών σε βασικούς εμπορικούς εταίρους – η οποία είχε αναβληθεί για 90 ημέρες μετά τις αναταράξεις της «Ημέρας Απελευθέρωσης», όπως είχε χαρακτηριστεί η 2 Απριλίου – αναμένεται να ξεκινήσει την 1η Αυγούστου.
Η Deutsche Bank επισημαίνει ότι η επιθετικότητα των ανακοινώσεων αυτών μπορεί να αιφνιδιάσει τις αγορές προκαλώντας μια δυσάρεστη έκπληξη, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τους δασμούς σε Καναδά και Μεξικό.
Το δεύτερο σενάριο αφορά τον πληθωρισμό που αναμένεται να δημιουργήσουν οι δασμοί. Μέχρι στιγμής, ο αντίκτυπος των δασμών στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή των ΗΠΑ είναι περιορισμένος, αλλά η Deutsche Bank προειδοποιεί πως η επίδραση ενδέχεται να φανεί στα στοιχεία Ιουνίου και Ιουλίου, με πιο κρίσιμη ημερομηνία δημοσίευσης την ερχόμενη εβδομάδα.
Εάν ο πληθωρισμός εκπλήξει ανοδικά, η Fed ίσως αναγκαστεί να καθυστερήσει ή ακόμη και να ακυρώσει τις ήδη προσδοκώμενες μειώσεις επιτοκίων, γεγονός που θα μπορούσε, επίσης, να αιφνιδιάσει τις αγορές.
Το τρίτο σενάριο αφορά τα μακροοικονομικά δεδομένα. Οι αναλυτές της Deutsche Bank υπενθυμίζουν ότι το καλοκαίρι του 2024 πυροδοτήθηκε ένα sell-off λόγω των αδύναμων στοιχείων για την αγορά εργασίας και τη μεταποίηση. Αρκούν λίγες διαδοχικές απογοητευτικές ανακοινώσεις για να ενεργοποιηθούν εκ νέου φόβοι ύφεσης, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αισιοδοξίας και υψηλών αποτιμήσεων.
Το τέταρτο σενάριο συνδυάζει τους δημοσιονομικούς κινδύνους και την πολιτική αστάθεια. Με τις αποδόσεις κρατικών ομολόγων να έχουν αυξηθεί σε ιστορικά υψηλά αρκετών ετών, κάθε νέα αφορμή, όπως η πρόσφατη υποβάθμιση των ΗΠΑ ή η αστάθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί να αναζωπυρώσει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Μάλιστα η Deutsche Bank στην περίπτωση αυτή θυμίζει το παράδειγμα του 2011, όταν οι φόβοι για Ιταλία και Ισπανία οδήγησαν σε εκτίναξη των spreads.
Το πέμπτο και τελευταίο σενάριο αφορά τις επιπτώσεις μιας αιφνίδιας γεωπολιτικής εξέλιξης στο πετρέλαιο. Παρά το γεγονός ότι οι αγορές έδειξαν σχετική ανοσία στις γεωπολιτικές εντάσεις τα τελευταία δύο χρόνια, οι αναλυτές της Deutsche Bank προειδοποιούν πως ένα σοκ που θα οδηγήσει τις τιμές του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι θα μπορούσε να προκαλέσει νέο «στασιμοπληθωριστικό» σοκ, όπως συνέβη το 2022, με διπλή αρνητική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη και στον πληθωρισμό.