Συνήθως οι αγορές ερμηνεύουν τα οικονομικά δεδομένα και με βάση αυτές τις ερμηνείες και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν, πορεύονται. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι αγορές προηγούνται και οι αναλυτές προσπαθούν να ερμηνεύουν την οικονομική πραγματικότητα με βάση τη συμπεριφορά και τις κινήσεις των αγορών.
Έτσι, η άνοδος του S&P 500 κατά περίπου 23% από τα χαμηλά του Απριλίου 2025, που είχαν καταγραφεί μετά τις ανακοινώσεις προέδρου Τραμπ για τους δασμούς, έχει δημιουργήσει ένα αισιόδοξο αφήγημα που τροφοδοτείται από τα μακροοικονομικά δεδομένα τα οποία υποδηλώνουν ελεγχόμενο πληθωρισμό, σταθερή οικονομική ανάπτυξη και εντυπωσιακά κέρδη των εισηγμένων εταιρειών.
Η αυξανόμενη πιθανότητα μειώσεων επιτοκίων από τη Fed (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ), μαζί με τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας μέσω του πρόσφατου αμερικανικού φορολογικού νομοσχεδίου ενισχύουν περαιτέρω την ευφορία των επενδυτών.
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια αυτής της αισιοδοξίας, κρύβονται κίνδυνοι που απειλούν τη σταθερότητα της αγοράς και απαιτούν προσεκτική εξέταση από την πλευρά των επενδυτών.
Οι εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι θα υπάρξει διψήφια ποσοστιαία αύξηση κερδών για τις μετοχές του S&P 500 για το υπόλοιπο (Q3 &Q4) του 2025, αλλά και για ολόκληρο το 2026, με ταυτόχρονη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών. Οι εκτιμήσεις αυτές, πιστοποιήθηκαν από τα αποτελέσματα του Q2 του 2025 τα οποία ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Ωστόσο, μια δεύτερη και πιο προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων δείχνει ότι οι επτά τεχνολογικοί «γίγαντες» της ομάδας «Magnificent 7» (Apple, Microsoft, Amazon, Alphabet / Google, Meta / Facebook, Tesla και Nvidia), κατέγραψαν αύξηση κερδών της τάξης του 26% σε ετήσια βάση, ενώ οι υπόλοιπες 493 μετοχές, που συγκροτούν το καλάθι του δείκτη S&P 500 εμφάνισαν άνοδο στα κέρδη τους μόλις κατά 1%.
Αυτή η απόκλιση ανάμεσα στους πατρίκιους και στους πληβείους των αγορών, υποδηλώνει μια συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους και όχι διεύρυνση.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των ΗΠΑ, οι τιμές παραγωγού (producer prices) αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές καταναλωτή (consumer prices). Υποδεικνύοντας ότι οι εταιρείες στην παρούσα φάση απορροφούν το κόστος των δασμών, με αποτέλεσμα τη μείωση των περιθωρίων της κερδοφορίας τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής της Εργασίας των ΗΠΑ (BLS), ο δείκτης τιμών παραγωγού (PPI) αυξήθηκε κατά +3,2% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο 2025, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή (CPI) αυξήθηκε μόλις κατά +2,8%.
Είναι φανερό ότι για να επιτευχθούν τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους που προβλέπονται από την πλευρά των αναλυτών, θα πρέπει να υπάρξει μετακύλιση του κόστους στους καταναλωτές. Γεγονός που θα ενισχύσει τον πληθωρισμό, με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική της ζήτησης.
Εναλλακτικά, οι εταιρείες θα μπορούσαν να επιλέξουν τη μείωση του προσωπικού για περιορισμό του κόστους. Γεγονός που με τη σειρά του θα έπληττε την καταναλωτική δαπάνη, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του ΑΕΠ των ΗΠΑ.
Εάν μάλιστα συνυπάρξουν και τα δύο, δηλαδή και η ενίσχυση του πληθωρισμού και η μείωση της καταναλωτικής δύναμης τότε η πραγματική οικονομία θα κινδυνεύσει να βιώσει συνθήκες στασιμοπληθωρισμού.
Δηλαδή, έναν συνδυασμό επιβράδυνσης της ανάπτυξης και αυξανόμενου πληθωρισμού, που ιστορικά έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα τοξικός για τις χρηματιστηριακές αποδόσεις.
Η επενδυτική κοινότητα φαίνεται ότι δεν δίνει ισχυρές πιθανότητες στην εκδήλωση του συγκεκριμένου οικονομικού φαινομένου. Εναποθέτοντας τις ελπίδες της στη δυναμική των αγορών που εδράζεται πάνω στη φημολογούμενη έκρηξη των επενδύσεων και των δαπανών, που απαιτούνται στα πλαίσια της ανάπτυξης της Τεχνητής Νοημοσύνης και της διείσδυσης της, στις επιχειρήσεις. Ωστόσο και εδώ, οι αριθμοί δεν είναι αισιόδοξοι.
Τα δεδομένα του U.S. Census Bureau δείχνουν ότι η τρέχουσα υιοθέτηση και διείσδυση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις επιχειρήσεις ανέρχεται μόλις στο 7%. Θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη ρεαλιστικότητα των υψηλών προσδοκιών.
Η χαμηλή διείσδυση της Τεχνητής Νοημοσύνης υποδηλώνει από την πλευρά της ότι οι αναμενόμενες αποδόσεις παραγωγικότητας μπορεί να καθυστερήσουν, αφήνοντας τις εταιρείες εκτεθειμένες στις πιέσεις του κόστους και στα σενάρια των απολύσεων.
Δηλαδή, δεν πραγματοποιούνται επενδύσεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη; Βεβαίως και πραγματοποιούνται. Ωστόσο, οι τέσσερις βασικοί πάροχοι υπηρεσιών cloud, Amazon Web Services, Microsoft Azure, Google Cloud και Meta, δαπανούν πάνω από $300 δισ. σε ετήσια βάση, αντιπροσωπεύοντας το 20% του συνόλου των επενδύσεων και δαπανών και των πεντακοσίων εταιρειών που συνθέτουν τον δείκτη του S&P 500.
Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και $40 δισ. που επενδύονται στα κέντρα δεδομένων (data centers).
Η Morgan Stanley, παρομοιάζει αυτήν την απόλυτη συγκέντρωση επενδύσεων και δαπανών, με την «επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου» (shale oil), που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 στις HΠΑ.
Τότε, οι ταχύτατες τεχνολογικές βελτιώσεις στις υποδομές είχαν οδηγήσει σε υπερπροσφορά σχιστολιθικού πετρελαίου, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου κατά τη διάρκεια της διετίας 2014-2015.
Σήμερα, καθώς οι Amazon Web Services, Microsoft Azure, Google Cloud και Meta, επεκτείνουν τη δυναμικότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης και μειώνουν το κόστος χρήσης της, προκύπτουν ερωτήματα για το ενδεχόμενο εμφάνισης παρόμοιας υπερπροσφοράς.
Επιπλέον, η απόδοση των συγκεκριμένων επενδύσεων, το γνωστό «return on investment / ROI» παραμένει αβέβαιη, καθώς η ζήτηση για υπηρεσίες Τεχνητής Νοημοσύνης μπορεί να μην συμβαδίσει με την ταχεία εξάπλωση των προσφερόμενων υπηρεσιών.
Η εξάρτηση της αγοράς αλλά και του ΑΕΠ από τις συγκεκριμένες επενδύσεις είναι σημαντική. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, το 60% της ανόδου του S&P 500 από το 2023 οφείλεται στις τεχνολογικές μετοχές, με τις «Magnificent 7» να έχουν επωμιστεί πάνω από το 50% των συνολικών αποδόσεων της αγοράς τα τελευταία πέντε έτη.
Αυτή η συγκέντρωση δημιουργεί μια εύθραυστη ισορροπία, καθώς μια αποτυχία στην επίτευξη των αναμενόμενων αποδόσεων από την τεχνητή νοημοσύνη, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ευρύτερη διόρθωση της αγοράς.
Η αισιόδοξη αφήγηση που συνοδεύει την άνοδο του S&P 500 αποκρύπτει κινδύνους που απειλούν τη σταθερότητα της αγοράς. Η υπερβολική εξάρτηση από τους τεχνολογικούς «γίγαντες», η συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους για την πλειονότητα των εταιρειών, καθώς και η συγκέντρωση επενδύσεων και δαπανών στην Τεχνητή Νοημοσύνη εγείρουν ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της τρέχουσας εκρηκτικής τάσης.
Διότι η απόκλιση των χρηματιστηριακών αγορών από την πορεία των πραγματικών οικονομιών δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα.