Το μεγάλο ράλι του κοβαλτίου και οι φόβοι για επερχόμενες ελλείψεις
Shutterstock
Shutterstock

Το μεγάλο ράλι του κοβαλτίου και οι φόβοι για επερχόμενες ελλείψεις

Όσοι ασχολούνται συστηματικά με τις παγκόσμιες αγορές πρώτων υλών ξέρουν πόσο γρήγορα μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

Το πιο φρέσκο παράδειγμα μας έρχεται από το κοβάλτιο. Στην αρχή της χρονιάς, η τιμή του «μπλε» μετάλλου που έχει γίνει γνωστό τα τελευταία χρόνια από τη σημαντική συνεισφορά του στην εφοδιαστική αλυσίδα των μπαταριών είχε κατεβεί κάτω από τα 22.000 δολάρια ΗΠΑ/τόνο, δηλαδή στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας και σχεδόν 75% κάτω από τα υψηλά του 2022.

Αυτό δεν άρεσε καθόλου στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, καθώς τα έσοδα από την εξόρυξη κοβαλτίου είναι εξαιρετικά πολύτιμα για την χώρα, από τα ορυχεία της οποίας εξορύσσεται πάνω από το 70% της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής. Έτσι, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, η κυβέρνηση, μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής που είναι γνωστή με ακρωνύμιο ARECOMS (Authority for the Regulation and Control of Strategic Mineral Substances), ανέστειλε για τέσσερις μήνες τις εξαγωγές κοβαλτίου προκειμένου να αντιμετωπίσει την συνεχή πτώση της τιμής και την επακόλουθη μείωση των εσόδων της. Γιατί όμως είχε πέσει τόσο πολύ η τιμή;

Πολύ απλά, γιατί οι κινεζικές εταιρείες που διαχειρίζονται σημαντικό μέρος των ορυχείων χαλκού και κοβαλτίου της χώρας ανέβασαν πάρα πολύ την παραγωγή τους τα προηγούμενα χρόνια προσπαθώντας να τροφοδοτήσουν την κινεζική βιομηχανία μπαταριών. Κύρια υπεύθυνη για αυτό, όπως αναφερόταν σε σχετικό άρθρο του Bloomberg από το τέλος Φεβρουαρίου, είναι η εταιρεία CMOC Group Ltd.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου από εκείνες τις ημέρες, η αύξηση της παραγωγής κοβαλτίου σε συνδυασμό με την προσπάθεια των βιομηχανιών που παράγουν μπαταρίες για ηλεκτρικά οχήματα να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την περιεκτικότητα κοβαλτίου στα προϊόντα τους έφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Μάλιστα, σύμφωνα με την εταιρεία μελετών Benchmark Mineral Intelligence, το πλεόνασμα προσφοράς υπολογιζόταν πως θα κρατήσει μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. 

Η παρέμβαση όμως των αρχών της Λ.Δ. του Κονγκό άλλαξε τα πράγματα. Η τετράμηνη αναστολή εξαγωγών κράτησε τελικά πάνω από επτά μήνες και από αύριο Πέμπτη θα αντικατασταθεί από ένα νέο σύστημα που προβλέπει μία ανώτατη ποσότητα που θα μπορούν να εξάγουν κάθε χρόνο οι εξορυκτικές επιχειρήσεις που παράγουν κοβάλτιο στην χώρα. Όπως διαβάζουμε σε άρθρο του Bloomberg από την 11η Οκτωβρίου, για το 2026 και το 2027 οι ποσότητες που θα μπορέσουν να εξαχθούν είναι χαμηλότερες από το ήμισυ της περσινής παραγωγής κοβαλτίου στην Λ.Δ. Κονγκό.

Από τους 96.000 τόνους που είναι το ανώτατο όριο εξαγωγών για κάθε ένα από τα επόμενα δύο χρόνια, στην CMOC Group (603993 Shanghai) αναλογούν 31.200 τόνοι. Η ποσότητα αυτή, όπως επισημαίνει το Bloomberg, είναι μόλις το 27% της περσινής παραγωγής των κονγκολέζικων ορυχείων της. Είναι φανερό λοιπόν πως, σε συνέχεια της απαγόρευσης των εξαγωγών για πάνω από επτά μήνες και με σοβαρούς περιορισμούς για την επόμενη διετία τουλάχιστον, η προσφορά κοβαλτίου στην παγκόσμια αγορά θα μειωθεί δραματικά.

Θεωρητικά, η ARECOMS μπορεί να αυξήσει τα όρια εξαγωγών αν οι εταιρείες εξόρυξης προχωρήσουν σε επενδύσεις για την δημιουργία ακόμα περισσότερων εγκαταστάσεων επεξεργασίας του εξορυσσόμενου κοβαλτίου. (Το κοβάλτιο βγαίνει από τα ορυχεία, συνήθως μαζί με χαλκό, και αφού χωριστεί από αυτόν υφίσταται επεξεργασία προκειμένου να καθαριστεί από τις προσμίξεις άλλων στοιχείων.

Η πιο απλή μορφή επεξεργασίας έχει ως προϊόν το υδροξείδιο του κοβαλτίου και από την επεξεργασία του υδροξειδίου προκύπτει τελικά το καθαρό κοβάλτιο). Δεν έχει γίνει γνωστό αν η CMOC και οι άλλες μεγάλες εταιρείες που εξορύσσουν κοβάλτιο στην χώρα, όπως η Glencore (GLEN LONDON) και η Eurasian Resources Group (συμφερόντων Καζακστάν) προτίθενται να προχωρήσουν σε τέτοιες επενδύσεις, αλλά και να το κάνουν δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι μέσα σε μία ημέρα. Έτσι, οι συμμετέχοντες στην παγκόσμια αγορά μετάλλων προσπαθούν να εκτιμήσουν τις συνέπειες της εφαρμογής των μέτρων που αποφάσισε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. 

Στο Bloomberg βλέπουμε είδαμε δύο σχετικές εκτιμήσεις. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Darton Commodities, εταιρείας που εμπορεύεται μέταλλα, αν το νέο σύστημα εφαρμοστεί αυστηρά, το αργότερο μέχρι τις αρχές του 2027 το πλεόνασμα προσφοράς που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά κοβαλτίου θα εξαφανιστεί. Από την δική τους μεριά, οι αναλυτές της αυστραλιανής Macquarie Group Ltd, ανέφεραν πως εφόσον το σύστημα εφαρμοστεί αυστηρά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αγορά θα «μείνει» από κοβάλτιο πριν το μισό του 2026, κάτι που σημαίνει πως οι τιμές ίσως ξεπεράσουν και τα υψηλά του μεγάλου bull market του 2022. Οι αναλυτές περιέλαβαν το κοβάλτιο μέσα στα τρία «πλέον προτεινόμενα» εμπορεύματα για τους επόμενους έξι με εννέα μήνες. 

Το ενδιαφέρον στο σύστημα της ARECOMS, όπως ανέφερε σε άρθρο του την 9η Οκτωβρίου ο Andy Home του Reuters είναι πως αυτή μπορεί να αγοράσει από τους παραγωγούς κοβαλτίου τις παραγόμενες ποσότητες που θα υπερβαίνουν την όριο εξαγωγών που τους αναλογεί. Κατά τον αρθρογράφο, η χώρα θέλει να παίξει έναν εξισορροπητικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά, απορροφώντας την υπερβάλλουσα παραγωγή όταν οι τιμές είναι χαμηλές και διοχετεύοντας της στην αγορά όταν οι τιμές ανεβούν πολύ.

Θεωρητικά, αυτό έχει νόημα, στην πράξη όμως μπορεί να μην πετύχει. Αν για παράδειγμα, οι παραγωγοί κοβαλτίου αποφασίσουν να μην επεξεργαστούν όλο το μετάλλευμα με ενώσεις κοβαλτίου που εξορύσσουν μαζί με χαλκό και να περιοριστούν σε αυτό που αναλογεί στα όρια που τους έχει επιβάλλει η ARECOMS, τότε το ανεπεξέργαστο κοβάλτιο στην ουσία θα πεταχτεί, και η κρατική υπηρεσία δεν θα μπορέσει να αποκτήσει μεγάλα αποθέματα.

Σε μία τέτοια περίπτωση, αν η τιμή ανεβεί πολύ, η ARECOMS δεν θα έχει αρκετό κοβάλτιο να «ρίξει» στην αγορά οπότε η χώρα δεν θα ωφεληθεί πολύ από τη μεγάλη αύξηση των τιμών. Την ίδια στιγμή όμως, θα μειώνεται η παγκόσμια ζήτηση καθώς οι εταιρείες παραγωγής μπαταριών θα κάνουν κράτει στην ζήτησή τους, ενώ πιθανότατα θα αυξάνεται η παραγωγή κοβαλτίου από άλλες χώρες του κόσμου που δεν θα έχουν επιβάλει περιορισμούς σαν αυτούς της Λ.Δ. Κονγκό. Αυτό είναι ένα καταστροφικό σενάριο για τη χώρα, το οποίο απλώς επισημαίνει ο Andy Home, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα υπαρκτό ενδεχόμενο. 

Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα με το φιλόδοξο σχέδιο της Λ.Δ. Κονγκό. Το μόνο σίγουρο (ή σχεδόν σίγουρο) είναι πως οι αγορές λογικά θα σπεύσουν να προεξοφλήσουν τη μείωση της προσφοράς μέσα στους επόμενους μήνες.

Αυτό έχει ήδη αρχίσει. Όπως βλέπουμε στο Bloomberg, πριν επιβληθεί η απαγόρευση στις εξαγωγές στο τέλος Φεβρουαρίου, η τιμή του μετάλλου στο London Metals Exchange είχε κατεβεί λίγο κάτω από τις 22.000 δολάρια/τόνο. Στο κλείσιμο της Δευτέρας 13ης Οκτωβρίου, είχε σχεδόν διπλασιαστεί από τον Φεβρουάριο και βρισκόταν στις 42.725 δολάρια/τόνο. Επιστρέφοντας στο διάγραμμα του Bloomberg, βλέπουμε πως την άνοιξη του 2022, η τιμή στο LME ήταν λίγο κάτω από τις 82.000 δολάρια/τόνο.

Αν έχουν δίκιο οι αναλυτές της Macquarie στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω, αυτό σημαίνει πως η τιμή του μετάλλου μπορεί να διπλασιαστεί εκ νέου. Ακόμα και να μην διπλασιαστεί όμως, εφόσον οι αρχές της Λ.Δ. Κονγκό εφαρμόσουν αυστηρά το νέο σύστημα έστω και για μερικούς μήνες, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι επενδυτές του LME θα οδηγήσουν το κοβάλτιο ακόμα παραπάνω.

Για επενδυτές που ξέρουν τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων και διαθέτουν γερό στομάχι, ίσως να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον «στοίχημα» για τους επόμενους μήνες. Αρκεί να έχουν συνεχώς στραμμένες τις κεραίες τους προς την Κινσάσα, την πρωτεύουσα της Λ.Δ. Κονγκό.