Προχθές Τρίτη, ένα άρθρο του Bloomberg ασχολήθηκε με τις πληροφορίες που κυκλοφορούν σχετικά με την πιθανότητα να δούμε την OpenAI να εισέρχεται στο αμερικανικό χρηματιστήριο αργά το 2026 ή το 2027. Σύμφωνα με αυτές, η εταιρεία σκοπεύει να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από τους επενδυτές ενόψει του τεράστιου αναπτυξιακού προγράμματος που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και θα απαιτήσει τεράστια κεφάλαια τα επόμενα χρόνια.
Κατά τις πληροφορίες αυτές, η OpenAI είναι πιθανόν να αντλήσει μέχρι και 150 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η χρηματιστηριακή της αξία κατά την εισαγωγή της θα μπορούσε να είναι άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Αυτοί οι αριθμοί δεν μας εκπλήσσουν, και δεν θα μας εξέπλητταν ακόμα μεγαλύτεροι αριθμοί, με την προϋπόθεση πως το χρηματιστηριακό κλίμα τότε θα είναι παραπλήσιο του τωρινού.
Στο παραπάνω άρθρο φιλοξενήθηκαν και δηλώσεις της Magdalena Heinrich, υψηλόβαθμου στελέχους της Bank of America. Η Heinrich είπε λοιπόν πως η μεγάλη αυτή εταιρεία δεν είναι η μόνη που σκέφτεται την είσοδό της στο χρηματιστήριο και επισήμανε πως αυτή την περίοδο όλες οι επιχειρήσεις του χώρου της τεχνολογίας που βρίσκονται εκτός χρηματιστηρίου έχουν αρχίσει να σκέφτονται σοβαρά την είσοδό τους, βλέποντας από την μια μεριά την ευκολία με την οποία άντλησαν κεφάλαια νωρίτερα φέτος εταιρείες όπως η Coreweave, η Circle, η Figma και άλλες και από την άλλη τη δική τους τεράστια ανάγκη τους για κεφάλαια.
Βρισκόμαστε όμως ακόμα στο 2025 και οι χρηματοδοτικές ανάγκες των τεχνολογικών επιχειρήσεων είναι ήδη τεράστιες, ιδίως για αυτές που ασχολούνται με τη δημιουργία των data centers και γενικά με τη δημιουργία των υποδομών του τομέα. Μπορεί να μιλάμε τώρα για την μελλοντική χρηματοδότηση πολλών επιχειρήσεων του κλάδου της Τεχνητής Νοημοσύνης μέσω του χρηματιστηρίου αλλά μέχρι τώρα το μεγαλύτερο μέρος της γινόταν με χρήση ιδίων κεφαλαίων, και με χρήση δανεισμού ο οποίος μάλιστα γίνεται όλο και πιο σημαντικός και αφορά όλες τις εταιρείες, ακόμα και τους τεχνολογικούς «κολοσσούς».
Σε άρθρο του Bloomberg από την 7η Νοεμβρίου, είδαμε πως μία κοινοπραξία 20 περίπου τραπεζών χρηματοδότησε την Oracle με 18 δισεκατομμύρια δολάρια για τις ανάγκες κατασκευής ενός μεγάλου data center στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Αυτή η συμφωνία έρχεται σε συνέχεια άλλης, ύψους 38 δισεκατομμυρίων, για την κατασκευή data centers στο Τέξας και το Γουισκόνσιν, από εταιρικές οντότητες συνδεδεμένες με την ίδια εταιρεία.
Αναλυτές της Key Bank Capital Markets εκτιμούν πως η Oracle θα πρέπει να δανείζεται περίπου 25 δισ. ετησίως για τα επόμενα 4 χρόνια για τη χρηματοδότηση της κατασκευής των data centers, τα οποία εντάσσονται στο πρόγραμμα Stargate που εκτελείται σε συνεργασία με την OpenAI και την ιαπωνική Softbank και έχει προϋπολογισμό τουλάχιστον 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στο άρθρο των New York Times από το οποίο αντλήσαμε τις πληροφορίες για την Oracle είδαμε επίσης πως και οι δύο εταίροι της στο πρόγραμμα Stargate σκοπεύουν να προσφύγουν σε δανεισμό για την κατασκευή των κομματιών που τους αναλογούν.
Μεγάλα είναι και τα δάνεια που σύναψε πολύ πρόσφατα η Meta Holdings για το δικό της επενδυτικό πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης. Μέσα στον Οκτώβριο ανακοίνωσε πως θα δανειστεί 27 δισεκατομμύρια δολάρια από την εταιρεία private equity με την ονομασία Blue Owl, η οποία έχει δανείσει με 15 δισεκατομμύρια και έναν από τους συνεργάτες της Oracle στην κατασκευή data center στο Τέξας.
Σε άρθρο του Reuters της 4ης Νοεμβρίου, είδαμε πως σύμφωνα με υπολογισμούς της Morgan Stanley, από τα περίπου 2,9 τρισεκατομμύρια δολάρια που θα χρειαστούν μέχρι το 2028 για τις επενδύσεις Τεχνητής Νοημοσύνης στις ΗΠΑ, περίπου το μισό ποσό θα προέλθει από την προσφυγή των εταιρειών σε δανεισμό διαφόρων τύπων, με σημαντικό μέρος του να έχει την μορφή του private debt, δηλαδή δανεισμό προς αυτές από εταιρείες private equity ο οποίος γίνεται με διαφορετικά κριτήρια από τον τραπεζικό δανεισμό και με σαφώς λιγότερο διαφανή τρόπο.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ένα σημαντικό θέμα συζήτησης το τελευταίο διάστημα στις ΗΠΑ, καθώς είναι φανερό πως η αύξηση του δανεισμού μεγαλώνει και τον κίνδυνο για την χρηματοοικονομική υγεία των επιχειρήσεων αν οι αποδόσεις που περιμένουν να πάρουν από τις επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη αργήσουν να έρθουν ή, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν έρθουν καθόλου. Παρά το ότι έχουν περάσει 25 χρόνια από το σκάσιμο της επενδυτικής και χρηματιστηριακής φούσκας του dot com, η ανάμνησή της είναι ακόμα ζωντανή στην μνήμη των αγορών.
Στην περίπτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης, μπορεί όλοι να είναι βέβαιοι πως θα κυριαρχήσει στην ζωή μας και θα αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, αλλά μέχρι τώρα τα οικονομικά οφέλη για όσους ετοιμάζουν τις σχετικές υποδομές δεν έχουν γίνει φανερά. Η αλήθεια είναι μάλιστα πως καμία από τις μεγάλες αυτές επιχειρήσεις δεν έχει δώσει στους επενδυτές σαφές χρονοδιάγραμμα σχετικά με το πότε οι επενδύσεις σε data center και microchips της Nvidia θα αρχίσουν να παράγουν κέρδη και θετικές ταμειακές ροές.
Αρκετοί αναλυτές και επιστήμονες εκφράζουν σχετικούς προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται πιο σοβαροί όσο αυξάνεται ο δανεισμός για αυτές τις επενδύσεις και ειδικά όσο περισσότερο χρησιμοποιείται το private credit.
Οι προβληματισμοί αυτοί δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν πολύ την καλή διάθεση των χρηματιστηριακών αναλυτών και των επενδυτών για τον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Την ίδια ώρα όμως, έχει αρχίσει μία δημόσια συζήτηση σχετικά με το αν το αμερικανικό δημόσιο θα πρέπει να παρέμβει για να «σώσει» τις εταιρείες του τομέα αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, δεδομένης της σημασίας της Τεχνητής Νοημοσύνης για τις ΗΠΑ.
Μία δήλωση της Sarah Friar, οικονομικής διευθύντριας της OpenAI, η οποία πιθανώς παρερμηνεύθηκε, έγινε αφορμή για να φουντώσει το ζήτημα. Μιλώντας σε ένα συνέδριο την 5η Νοεμβρίου, η Friar είπε πως θα ήταν χρήσιμη η ύπαρξη ενός ομοσπονδιακού backstop για τις επενδύσεις του τομέα Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτή η λέξη συνήθως έχει την έννοια της βοήθειας του κράτους προς σημαντικές επιχειρήσεις αν αυτές αντιμετωπίσουν προβλήματα βιωσιμότητας.
Η Friar, μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, διευκρίνισε πως δεν εννοούσε αυτό αλλά τη χρήση κρατικών κεφαλαίων για την υποβοήθηση της ανάπτυξης του τομέα Τεχνητής Νοημοσύνης. Δεν είναι σαφές αν έγινε πιστευτή, αλλά, όπως επισήμανε η στήλη Odd Lots του Bloomberg, ήρθε σε μία στιγμή που ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις έχει προχωρήσει σε αρκετές αναρτήσεις στο X (πρώην Twitter) δηλώνοντας πως δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν κρατικά χρήματα για την διάσωση των εταιρειών Τεχνητής Νοημοσύνης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ο Ντε Σάντις ίσως έχει στο μυαλό του και τις προεδρικές εκλογές του 2028, στις οποίες θα ήθελε μάλλον να είναι ο υποψήφιος των ρεπουμπλικανών.
Μπορεί λοιπόν τα χρηματιστήρια να μην ασχολούνται σοβαρά – όχι ακόμα τουλάχιστον – με τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες αν οι επενδύσεις τους στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν φέρουν τα προσδοκώμενα, και απόλυτα απαραίτητα για την οικονομική τους υγεία, κέρδη, αλλά φαίνεται πως για πολλούς αυτό το ζήτημα είναι υπαρκτό.
Ακόμα λοιπόν και αν ο κυβερνήτης Ντε Σάντις σταματήσει να μιλά για αυτό και οι αξιωματούχοι της OpenAI πείσουν τις αγορές πως η Sarah Friar δεν είχε στο νου της μία κρατική διάσωση, καλό είναι να μην αγνοήσουμε αυτά τα σήματα. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως οι γιγαντιαίες επενδύσεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη θα φέρουν τα κέρδη που φαντάζεται τώρα η Wall Street. Αν διαψευσθούν αυτές οι προσδοκίες, η πτώση για πάρα πολλές μετοχές θα είναι σημαντική, και φυσικά θα επηρεάσει γενικά τα χρηματιστήρια.
Δεν ξέρουμε αν μία τέτοια απογοήτευση θα φέρει χρηματιστηριακές καταστροφές τύπου 2000 και θα προτιμούσαμε να μην το μάθουμε. Καλό είναι όμως να μην κάνουμε και τις στρουθοκαμήλους.
