Οι εξοντωτικοί εισαγωγικοί δασμοί που έχουν επιβάλει εκατέρωθεν η Κίνα με τις ΗΠΑ μονοπωλούν τις ειδήσεις τις τελευταίες ημέρες και στον κόσμο επικρατεί μία γενικευμένη αίσθηση πως οι δύο μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις μόλις ξεκίνησαν έναν εμπορικό πόλεμο.
Στην περίπτωση που οι πρόσφατα ανακοινωθέντες δασμοί δεν αναιρεθούν στο πλαίσιο μίας διμερούς ή ακόμα και πολυμερούς εμπορικής συμφωνίας, είναι προφανές πως θα πρόκειται για έναν πολύ σοβαρό εμπορικό πόλεμο. Ακόμα όμως και αν αυτοί οι δασμοί τελικά ακυρωθούν πριν καλά καλά εφαρμοστούν, η αλήθεια είναι πως οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών είναι ήδη πολύ τεταμένες, εδώ και αρκετό καιρό.
Ο απελθών πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε επιβάλει εισαγωγικούς δασμούς ύψους 100% στα κινεζικά αυτοκίνητα, κλείνοντας στην ουσία την αμερικανική αγορά για αυτά. Η κινεζική πλευρά έχει επιβάλει σοβαρούς περιορισμούς στις εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών, κυρίως ορυκτών και μετάλλων, προς τις ΗΠΑ.
Η αμερικανική πλευρά έχει περιορίσει εδώ και καιρό τις εισαγωγές κινεζικού βαμβακιού και ηλιακών πάνελ που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές της Κίνας. Αυτά τα μέτρα είναι σε ισχύ εδώ και πολύ καιρό και δεν είναι τα μόνα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών. Τα πιο πολλά εμπόδια έχουν μπει στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και μάλιστα πολλά από αυτά είχαν ξεκινήσει από την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, δηλαδή πριν από το 2020.
Ο διάδοχός του και νυν προκάτοχός του, δηλαδή ο Τζο Μπάιντεν, κράτησε σε ισχύ αυτούς τους περιορισμούς, οι οποίοι ξεκίνησαν από την εταιρεία τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Huawei, και στη συνέχεια τους επέκτεινε και σε άλλους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και σε άλλες κινεζικές επιχειρήσεις.
Με την πάροδο του χρόνου, και παράλληλα με την προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να ενισχύσει με δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών προκειμένου να αυξήσει κατακόρυφα την παραγωγική της δραστηριότητα εντός ΗΠΑ, οι αμερικανικές αρχές κλιμάκωναν συνεχώς τις πιέσεις προς την κινεζική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών.
Κύριος μοχλός της πίεσης είναι η απαγόρευση πώλησης συγκεκριμένων microchips υψηλής τεχνολογίας, καθώς και εξαρτημάτων που είναι απαραίτητα στα εργοστάσια κατασκευής τέτοιων microchips, σε κινεζικές επιχειρήσεις. Η απαγόρευση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις αμερικανικές επιχειρήσεις αλλά και σε όλες τις άλλες ανά τον κόσμο.
Τα δύο πιο γνωστά παραδείγματα είναι αυτά της αμερικανικής Nvidia (NVDA NASDAQ), και της ολλανδικής ASML (ASML AMSTERDAM, NASDAQ). Η Nvidia δεν πουλά σε κινεζικές επιχειρήσεις τα πιο προηγμένα συστήματα μικροεπεξεργαστών της, τα οποία αποτελούν το «μυαλό» των data centers που είναι απόλυτα απαραίτητα για την εκπαίδευση και τη λειτουργία των μοντέλων και των εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης. Η ASML δεν μπορεί να πουλήσει στην Κίνα τις λιθογραφικές μηχανές της που χρησιμοποιούνται από τα εργοστάσια παραγωγής μικροεπεξεργαστών για την παραγωγή των πιο τεχνικά προηγμένων microchips, όπως αυτά της Nvidia αλλά και άλλων τύπων που χρησιμοποιούνται στις περισσότερες εφαρμογές αιχμής, όπως στην κυβερνοασφάλεια, τη μηχανική μάθηση κ.α.
Μετά τις αρχές του 2023, το «μπλόκο» στην είσοδο της υψηλής τεχνολογίας των microchips στην Κίνα είναι πλέον άμεσα συνδεδεμένο με τις εξελίξεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Πέρα από τις παραπάνω γενικές απαγορεύσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε ακόμα πιο αυστηρούς περιορισμούς στις πωλήσεις τέτοιου εξοπλισμού προς την Κίνα. Οι περιορισμοί βρίσκονται ακόμα εν ισχύ, παρά το γεγονός πως ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υπονοήσει προεκλογικά πως θα τους καταργήσει, θεωρώντας πως έκαναν μεγάλη ζημιά σε πλήθος αμερικανικών επιχειρήσεων.
Ο νέος πρόεδρος όμως έδειξε ξεκάθαρα πως και αυτός δεν σκοπεύει να αφήσει στην Κίνα ανοικτό τον δρόμο για την κατάκτηση της πρωτιάς στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Με τις ανακοινώσεις του για το πρόγραμμα Stargate, δηλαδή τη συνεργασία OpenAI, Oracle (ORCL NASDAQ) και Softbank (9984 TOKYO) στον τομέα της ΤΝ και τις επενδύσεις των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ανέβασε ακόμα περισσότερο την πίεση προς την Κίνα, δείχνοντας πως είναι διατεθειμένος να ενισχύσει με κάθε τρόπο την προσπάθεια των ΗΠΑ όχι μόνο να κρατήσουν την πρώτη θέση στον τομέα της ΤΝ αλλά και να διευρύνουν το προβάδισμά της από την Κίνα.
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ συνεχίζει την πίεση προς τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες παραγωγής μικροεπεξεργαστών να ενισχύσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Η μεγαλύτερη παγκοσμίως, η Taiwan Semiconductor Company (TSM NYSE, 2330 TAIPEI) ανακοίνωσε πολύ πρόσφατα πως σχεδιάζει επενδύσεις ακόμα 100 δισ. δολαρίων για επέκταση των παραγωγικών της δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ ενώ η Nvidia δήλωσε πριν από μερικές μέρες πως η παραγωγή μικροεπεξεργαστών για λογαριασμό της σε εργοστάσια συνεργατών της μέσα στις ΗΠΑ θα είναι συνολικής αξίας άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Οι εξοντωτικοί σχεδόν περιορισμοί στη ροή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας προς την Κίνα και οι τεράστιες επενδύσεις για την αναβάθμιση της παραγωγικής δυναμικότητας της αμερικανικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών δημιουργούν την εντύπωση πως το παιχνίδι έχει χαθεί για την Κίνα και τον δικό της τομέα υψηλής τεχνολογίας και πως οι ΗΠΑ θα καταφέρουν να παραμείνουν κυρίαρχοι στον τομέα των μικροεπεξεργαστών και κατ’ επέκταση στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά και αυτό φάνηκε πεντακάθαρα τον Ιανουάριο όταν η κυκλοφορία του μοντέλου ΤΝ DeepSeek R1 από την κινεζική εταιρεία DeepSeek έκανε αίσθηση στον κόσμο της υψηλής τεχνολογίας και στα διεθνή χρηματιστήρια.
Ξαφνικά μάθαμε πως μία κινεζική επιχείρηση, με πολύ λιγότερα μέσα στη διάθεση της από τις αντίστοιχες αμερικανικές, κατάφερε να αναπτύξει μοντέλα Tεχνητής Nοημοσύνης με επιδόσεις παρόμοιες των αμερικανικών. Στη συνέχεια είδαμε ένα πλήθος αντίστοιχων εφαρμογών από άλλες κινεζικές επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή είναι ξεκάθαρο πως η κυβέρνηση του Πεκίνου προσπαθεί πλέον να βοηθήσει όσο περισσότερο γίνεται τις τεχνολογικές επιχειρήσεις της χώρας. Η συνάντηση του προέδρου Xi Jinping με ανώτατους αξιωματούχους των μεγάλων τεχνολογικών επιχειρήσεων, ακόμα και με τον Jack Ma, τον ιδρυτή της Alibaba που είχε «πέσει σε δυσμένεια» πριν μερικά χρόνια, ήταν μία πολύ ισχυρή ένδειξη πως η Κίνα δεν πρόκειται να πέσει αμαχητί σε αυτόν τον πόλεμο για την παγκόσμια τεχνολογική πρωτοπορία.
Μπορεί να μην έχει πλέον πρόσβαση στα πολύτιμα microchips της Nvidia και των άλλων αμερικανικών επιχειρήσεων, αλλά είναι απολύτως βέβαιο πως κάνει το παν για να αξιοποιήσει τα υλικά μέσα που έχει στη διάθεσή της και το ανθρώπινο δυναμικό της προκειμένου να ξεπεράσει τα αμερικανικά εμπόδια.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Κινέζοι επιστήμονες του χώρου της τεχνολογίας ανέρχονται πλέον σε πολλά εκατομμύρια και διαθέτουν σημαντική πείρα. Αν η κυβέρνηση της χώρας αποφασίσει να χαλαρώσει (στο μέτρο του δυνατού για τα δεδομένα του καθεστώτος) και τα χαλινάρια που έβαλε πριν από μερικά χρόνια στο επιχειρηματικό πνεύμα των ιδρυτών και διευθυντών των τεχνολογικών επιχειρήσεων, τότε οι εκπλήξεις τύπου DeepSeek ίσως να πολλαπλασιαστούν στο μέλλον.
Ας μην γελιόμαστε, όμως, παρά την αξιοθαύμαστη πρόοδο που έχει κάνει η Κίνα στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και παρά τους διάφορους τρόπους που έχει βρει για να ξεπεράσει τις δυσκολίες που της δημιουργούν οι περιορισμοί που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στους μικροεπεξεργαστές, λογικά οι ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις τους κρατούν ακόμα την πρωτιά. Και, πιθανότατα, θα βρουν και άλλους μοχλούς πίεσης για να κρατήσουν πίσω τους την Κίνα στον αγώνα για την τεχνολογική πρωτοπορία. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως το γεγονός πως η Κίνα ξεκινά ευρισκόμενη ήδη πίσω από τις ΗΠΑ προδικάζει και το αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης μάχης. Δεν ξεχνάμε, άλλωστε, πως η pole position στην Formula 1 ποτέ δεν αποτελεί εγγύηση για την τελική νίκη.