Η Ελλάδα αλλάζει επίπεδο αλλά οι «παγίδες» παραμένουν
Shutterstock
Shutterstock
Αναβάθμιση Fitch

Η Ελλάδα αλλάζει επίπεδο αλλά οι «παγίδες» παραμένουν

Η Ελλάδα αναβαθμίζεται ως αξιόπιστος επενδυτικός προορισμός. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης που δημοσίευσε το βράδυ της Παρασκευής ο οίκος Fitch, μέσω της οποίας αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε «ΒΒΒ», στέλνοντας παράλληλα ηχηρό μήνυμα προς την επενδυτική κοινότητα. Ένα μήνυμα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια φάνταζε απίθανο. 

Τι μας δείχνει η «ετυμηγορία» του αμερικανικού οίκου; Πως στην περίπτωση που η ελληνική οικονομία καταφέρει να συνεχίσει στον… ενάρετο δρόμο της δημοσιονομικής σύνεσης, της προσέλκυσης νέων επενδύσεων, της υλοποίησης των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της επίτευξης ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης, τότε πολύ σύντομα θα επιστρέψει σε αξιολογήσεις «Α», αφήνοντας μια για πάντα πίσω τη μεγάλη κρίση της περασμένης δεκαετίας.

Είναι σαφές πως οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης S&P, Moody’ s, Fitch και DBRS, λειτουργούν ως «σινιάλο» για εισροές ξένων κεφαλαίων, αύξηση των επενδύσεων και πάνω απ’ όλα ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. 

Η Ελλάδα έχει πάψει εδώ και χρόνια να θεωρείται το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, έχει βάλει σε τάξη τα οικονομικά της και πλέον δέχεται διθυραμβικά σχόλια από οίκους αξιολόγησης και επενδυτικούς οίκους. Πρόκειται για τους ίδιους οίκους που το 2010 έριξαν το ελληνικό αξιόχρεο στα… σκουπίδια των αξιολογήσεων, αποκλείοντας ουσιαστικά την Ελλάδα από τις αγορές και οδηγώντας τον δρόμο για την κρίση των μνημονίων.

Η Fitch επιλέγει χαρακτηρισμούς που συνάδουν με μία οικονομία που μπορεί να αποτελέσει επενδυτικό προορισμό και όχι με μία οικονομία-παρία της Ευρώπης. Κρίνει ως «εξαιρετικά αξιόπιστη» τη δέσμευση της κυβέρνησης να διατηρήσει δημοσιονομική πειθαρχία, τονίζει ότι η Ελλάδα έχει πετύχει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους – μετά την πανδημία – σε σύγκριση με όλα ανεξαιρέτως τα κράτη που η Fitch αξιολογεί και δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στις τράπεζες, εκτιμώντας ότι ο κλάδος θα ωφεληθεί από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, την άνθηση των επιχειρήσεων και τη σταδιακή ανάκαμψη της λιανικής.

Στην ουσία, ο οίκος εξαίρει την προσπάθεια που καταβάλλει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, δίνοντας έμφαση στην ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία, κάτι που όπως επισημαίνει αποδεικνύεται από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα αλλά και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026. 

Η πολιτική σταθερότητα, η αναπτυξιακή δυναμική, η σωστή διαχείριση του χρέους και η δημοσιονομική πειθαρχία, αποτελούν τα «φίλτρα» τόσο των οίκων αξιολόγησης, όσο και των θεσμικών επενδυτών. Αυτά είναι τα θετικά σημεία της έκθεσης. Είναι, όμως, επίσης, σημαντικό ότι η Fitch στέκεται σε μόλις δύο εστίες αβεβαιότητας, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν την περαιτέρω αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου. 

Η πρώτη σχετίζεται δικαιολογημένα με το χρέος. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είχε φτάσει στο 209% του ΑΕΠ και στο τέλος του 2025 αναμένεται να υποχωρήσει στο 145%, ενώ το 2030 τοποθετείται από τον οίκο στο 120%. 

Αν, λοιπόν, οι ελληνικές κυβερνήσεις αποφασίσουν να… ανοίξουν τα σεντούκια για πολιτικό όφελος, προχωρώντας σε υπερβολική δημοσιονομική χαλάρωση, μεγαλώνει ο κίνδυνος να «φρενάρει» η μείωση του χρέους που θεωρείται κρίσιμη για τη βιωσιμότητα. 

Επομένως, η μεγάλη παγίδα που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε ως χώρα, είναι να πιστέψουμε ότι λόγων των πολύ ικανοποιητικών οικονομικών επιδόσεων, μπορούμε να επιστρέψουμε σε πρακτικές και πολιτικές των περασμένων δεκαετιών που οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Η δεύτερη εστία αβεβαιότητας δεν έχει καμία σχέση με τις προσπάθειες που καταβάλλει η χώρα, αφού αφορούν σε πιθανή μεγάλη διεθνή αναταραχή, η οποία θα είχε τη δυναμική να επηρεάσει τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές του ελληνικού ΑΕΠ. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ακόμα και οι κίνδυνοι που αναφέρει η Fitch δεν έχουν καμία σχέση με προηγούμενες εκθέσεις. 

Τέλος, να πούμε ότι ενώ με την αναβάθμιση αυξάνονται οι πιθανότητες νέων εισροών σε ελληνικά assets, βελτιώνοντας γενικότερα τους όρους χρηματοδότησης της οικονομίας, είναι απολύτως αναγκαίο και κρίσιμο να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν… απομείνει. Είναι κάτι που επισημαίνουν όλοι οι ξένοι αναλυτές και ζητούν οι ξένοι επενδυτές, προκειμένου η ελληνική οικονομία να εισέλθει με δυναμικό τρόπο στο κλαμπ των πολύ ελκυστικών επενδυτικών προορισμών.