Η δύναμη της επανάληψης στη χρηματοοικονομική παραπληροφόρηση
shutterstock
shutterstock

Η δύναμη της επανάληψης στη χρηματοοικονομική παραπληροφόρηση

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ανησυχητική τάση που σχετίζεται με την εξάπλωση του διαδικτύου: οι νεότερες γενιές, ιδίως η Gen Z αλλά και αρκετοί Millennials, στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για χρηματοοικονομικές συμβουλές.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αθώο, καθώς στις ίδιες πλατφόρμες κυκλοφορεί μεγάλος όγκος παραπληροφόρησης. Οι λεγόμενοι «financial influencers» συχνά προβάλλουν απόψεις και «ευκαιρίες» που δεν βασίζονται σε δεδομένα αλλά σε εντυπώσεις, υποθέσεις ή ακόμη και σε ψευδείς ειδήσεις. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι: ποιοι τελικά πέφτουν θύματα αυτής της παραπληροφόρησης και με ποιον τρόπο επηρεάζονται οι επενδυτικές τους αποφάσεις; 

Μια ερευνητική ομάδα από τα πανεπιστήμια της Πενσυλβάνια και του Σίδνεϊ προσπάθησε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα μέσα από ένα ενδιαφέρον πείραμα. Εμπνευσμένοι από τη γνωστή –αν και αμφισβητούμενη– ρήση που αποδίδεται στον Γκαίμπελς, «πες ένα ψέμα αρκετά μεγάλο και συνέχισε να το επαναλαμβάνεις, και στο τέλος οι άνθρωποι θα το πιστέψουν», οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν αν η επανάληψη ψευδών χρηματοοικονομικών πληροφοριών αυξάνει την πιθανότητα να γίνουν πιστευτές. 

Στο πείραμα συμμετείχαν 114 φοιτητές και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα εκτέθηκε σε μια σειρά τίτλων ειδήσεων για μετοχές μόνο μία φορά και κλήθηκε να αξιολογήσει την ακρίβειά τους. Η δεύτερη ομάδα είδε τους ίδιους τίτλους ειδήσεων τέσσερις φορές, σε διαφορετικά στάδια, ώστε να συνηθίσει την παρουσία τους. Στο τέλος, όλοι οι συμμετέχοντες έπρεπε να κατανείμουν ένα εικονικό κεφάλαιο ύψους 5.000 δολαρίων ανάμεσα σε μετοχές και σε μια λιγότερο επισφαλή επένδυση καθώς και να δηλώσουν πόσο σίγουροι ένιωθαν για τις επιλογές τους. 

Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν αποκαλυπτικά. Όσοι είδαν τους τίτλους των ειδήσεων μόνο μία φορά δεν παρουσίασαν σημαντική διαφοροποίηση στις επενδυτικές τους επιλογές, ανεξαρτήτως του βαθμού βεβαιότητας που είχαν. Αντίθετα, όσοι εκτέθηκαν στις ίδιες πληροφορίες τέσσερις φορές άρχισαν να επενδύουν περισσότερα σε μετοχές, εφόσον πίστευαν ότι είχαν υψηλές γνώσεις και δεξιότητες. Δηλαδή, η συνδυαστική δύναμη της επανάληψης και της υπερβολικής αυτοπεποίθησης οδηγούσε σε πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις. 

Η μελέτη αυτή, μαζί με δύο ακόμη συμπληρωματικές έρευνες, καταλήγει σε ένα σαφές συμπέρασμα: για να έχει αποτέλεσμα η χρηματοοικονομική παραπληροφόρηση χρειάζονται δύο βασικές συνθήκες. Πρώτον, η ψευδής πληροφορία πρέπει να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές ώστε να εδραιώνεται στο μυαλό του δέκτη. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει ένα κρίσιμο ποσοστό επενδυτών με έντονη αυτοπεποίθηση – ή μάλλον υπερβολική αυτοπεποίθηση – που θα πειστούν πιο εύκολα από την επανάληψη του «ψέματος». 

Η υπερβολική αυτοπεποίθηση, όπως έχουν δείξει οι οικονομολόγοι Brad Barber και Terrence Odean εδώ και δεκαετίες, χαρακτηρίζει κυρίως τους άνδρες, και ειδικά τους νέους, άγαμους άνδρες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο χώρος των κρυπτονομισμάτων και των λεγόμενων meme stocks κατακλύζεται από νέους άνδρες που θεωρούν τον εαυτό τους γκουρού στις επενδύσεις. Στην πραγματικότητα, συχνά απλώς επαναλαμβάνουν λανθασμένες πεποιθήσεις που έχουν ακούσει πολλές φορές online. 

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η επανάληψη παραπληροφόρησης, συνδυασμένη με την υπερβολική αυτοπεποίθηση, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες επενδυτικές επιλογές. Η κριτική σκέψη, η διασταύρωση πηγών και η συνειδητοποίηση των προσωπικών μας περιορισμών αποτελούν απαραίτητα «αντίδοτα» στον θόρυβο της ψηφιακής εποχής.