Η δημοσιονομική παρωδία της Βρετανίας και το τρίγωνο των Βερμούδων
Shutterstock
Shutterstock

Η δημοσιονομική παρωδία της Βρετανίας και το τρίγωνο των Βερμούδων

Αν υπήρχε ποτέ ένα θεατρικό έργο με τίτλο: «Πώς να εγκλωβιστείς στο δημοσιονομικό σου όραμα», η Βρετανία του 2025 θα ήταν ο πρωταγωνιστής, με την υπουργό Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς να κρατά τον ρόλο της τραγικής ηρωίδας. Ο φθινοπωρινός προϋπολογισμός, που ανακοινώθηκε για τις 26 Νοεμβρίου, δεν είναι απλά ένας λογιστικός πίνακας, αλλά ένα βαθιά πολιτικό σκηνικό, όπου η ιδεολογία, οι υποσχέσεις και η πραγματικότητα συγκρούονται με θόρυβο, που ακούγεται μέχρι τις αγορές ομολόγων.

Και, όπως κάθε καλό θεατρικό δράμα, το έργο αυτό έχει ήδη προκαλέσει νευρικότητα και αγωνία στους θεατές, δηλαδή στις αγορές, στους επενδυτές και, κυρίως, στους Βρετανούς πολίτες, που περιμένουν ένα «happy end». Ένα καλό τέλος.

Η Ριβς, με την ακλόνητη πίστη της στους «αδιαπραγμάτευτους δημοσιονομικούς κανόνες», έχει δεσμευτεί να καλύψει τις καθημερινές κρατικές δαπάνες από τα φορολογικά έσοδα, και όχι από νέο δανεισμό, αλλά και να μειώσει το χρέος της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Ακούγεται λογικό, σχεδόν φιλελεύθερο και αν θέλετε «Θατσερικό», αφού η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της φιλελεύθερης σκέψης. Όμως, η τρέχουσα πραγματικότητα είναι πιο πικρή και από το κλασσικό τσάι χωρίς ζάχαρη που πίνουν οι Βρετανοί. Αφού σύμφωνα με την Ριβς η οικονομία «δεν λειτουργεί αρκετά καλά για τους εργαζόμενους», και «οι λογαριασμοί πνίγουν τα νοικοκυριά». Και όλα αυτά συμβαίνουν με την διακυβέρνηση της χώρας να βρίσκεται στα χέρια των Εργατικών.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Ριβς έχει εγκλωβιστεί σε ένα τρίγωνο που αρκετοί αναλυτές παρομοιάζουν με το τρίγωνο των Βερμούδων. Το οποίο μπορεί να «εξαφανίσει» μια ακόμα κυβέρνηση. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχουν αλλάξει πέντε κυβερνήσεις στη Ντάουνιγκ Στρητ. Οι τέσσερις εκ των οποίων «έχουν πέσει» με ηχηρό τρόπο. Της Τερέζας Μέι το 2019, του Μπόρις Τζόνσον και της Λιζ Τρας το 2022 και του Ρίσι Σουνάκ το 2024.

Επιστρέφοντας στο τρίγωνο των Βερμούδων, στη μία κορυφή του τριγώνου βρίσκονται οι δεσμεύσεις του Εργατικού Κόμματος για αυξημένες δαπάνες στην υγεία, στην άμυνα, στις υποδομές και στην εκπαίδευση.

Στη δεύτερη κορυφή βρίσκεται η απροθυμία της κυβέρνησης να περικόψει κοινωνικές δαπάνες, όπως είναι για παράδειγμα οι επιδοτήσεις για θέρμανση τον χειμώνα προς τους συνταξιούχους.

Και στην τρίτη κορυφή βρίσκεται η υπόσχεση της μη αύξησης του φόρου εισοδήματος, των ασφαλιστικών εισφορών και του ΦΠΑ. Το αποτέλεσμα; Ένα δημοσιονομικό αδιέξοδο που θα έκανε τον Σίσυφο να χαμογελάει με κατανόηση. 

Οι αγορές, έχουν αντιληφθεί το επερχόμενο αδιέξοδο και οι επενδυτές ως αμείλικτοι κυνηγοί των κερδών, έχουν ήδη στείλει τα μηνύματα τους.

Οι αποδόσεις των 30ετών κρατικών ομολόγων, έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το 1998. Ένα προειδοποιητικό σημάδι, ότι η βρετανική οικονομία πιθανότατα θα απωλέσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Έτσι, οι επενδυτές ομολόγων απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις - επιτόκια για να υποστηρίξουν και να διακρατήσουν το βρετανικό χρέος.

Και ενώ η βρετανίδα υπουργός Οικονομικών επιμένει αφενός ότι ο πληθωρισμός και τα κόστη δανεισμού πρέπει να μειωθούν και αφετέρου ότι πρέπει να διατηρηθεί με αυστηρότητα ο έλεγχος στις δημοσιονομικές δαπάνες μέσω ενός «μη διαπραγματεύσιμου δημοσιονομικού κανόνα» οι αγορές υπενθυμίζουν ότι η αξιοπιστία κερδίζεται όχι με λόγια και υποσχέσεις αλλά με πράξεις και αποτελέσματα.

Οι αναλυτές προβλέπουν ότι οι Εργατικοί θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους κατά 20-25 δισ. στερλίνες, προκειμένου να «τηρήσουν τους κανόνες» και να διατηρήσουν κάποιο επιπλέον δημοσιονομικό περιθώριο ύψους 10 δισ. στερλινών στον κρατικό προϋπολογισμό τους.

Αλλά εδώ έγκειται το πρόβλημα: ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Οι επιχειρήσεις έχουν ήδη δεχθεί φορολογικές επιβαρύνσεις. Και μια αύξηση των φόρων στους εργαζόμενους θα παραβίαζε τις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις των Εργατικών. 

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση του Κιμ Στάρμερ έχει περιορισμένες επιλογές. Θα μπορούσε να περικόψει τις κοινωνικές δαπάνες και να επαναφέρει κίνητρα στην αγορά εργασίας ή να «απορρυθμίσει» ελαφρά την οικονομία για να δημιουργήσει υψηλότερη φορολογητέα ύλη.

Όμως αυτές οι λογικές επιλογές είναι πολιτικά απαγορευμένες για ένα κόμμα που έχει χτίσει την ταυτότητά του στην κοινωνική πρόνοια και στον κρατικό παρεμβατισμό. Έτσι, οι Εργατικοί κάνουν άσκηση ισορροπίας και ακροβασίας πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, με τις αγορές από τη μια και τις ιδεολογικές δεσμεύσεις από την άλλη.

Από φιλελεύθερη σκοπιά, η κατάσταση είναι σχεδόν κωμική. Η δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία θα έπρεπε να είναι οδηγός για κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Γαλλίας έχει μετατραπεί σε παγίδα. Αντί να απελευθερώσει την οικονομία μέσω απορρύθμισης ή να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες δαπανών, η κυβέρνηση των Εργατικών επιλέγει να παίξει το παιχνίδι της πολιτικής και ιδεολογικής καθαρότητας, αποφεύγοντας τις δύσκολες αποφάσεις.

Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που ασφυκτιά υπό το βάρος των υψηλών δαπανών και της στασιμότητας, με τους πολίτες να αισθάνονται ότι συνεισφέρουν περισσότερα και αποκομίζουν λιγότερα.

Η λύση; Ίσως, οι Εργατικοί θα έπρεπε να κοιτάξουν πέρα από το ιδεολογικό τους οχυρό. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η επανεξέταση των δαπανών θα μπορούσαν να δώσουν στην οικονομία την ανάσα που χρειάζεται.

Αλλά αυτό απαιτεί θάρρος - και το θάρρος, όπως μας διδάσκει η ιστορία, είναι σπάνιο αγαθό στην πολιτική. Μέχρι τότε, ο φθινοπωρινός προϋπολογισμός της 26ης Νοεμβρίου θα παραμείνει ένα ακόμα κεφάλαιο στην παρατεταμένη υπερδεκαετή βρετανική δημοσιονομική παρωδία, με την Ριβς να πρωταγωνιστεί σήμερα σε ένα έργο που δεν ξέρουμε εάν θα έχει ευχάριστο ή τραγικό τέλος.

Η Τράπεζα της Αγγλίας προσεγγίζει το διαφαινόμενο αδιέξοδο με έναν πιο ψύχραιμο τρόπο. Εκτιμά ότι η βρετανική οικονομία πλησιάζει σε μια «ήπια προσγείωση», και ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά τους επόμενους μήνες, καθώς βρίσκεται σε μια «εύθραυστη στιγμή» και θα πρέπει να παραμείνει σε μια σωστή πορεία.