Η απορρύθμιση της Wall Street θα στηρίξει την ευφορία ή θα αυξήσει το ρίσκο;
Shutterstock
Shutterstock

Η απορρύθμιση της Wall Street θα στηρίξει την ευφορία ή θα αυξήσει το ρίσκο;

Η δεύτερη θητεία Τραμπ στον Λευκό Οίκο από τον Ιανουάριο του 2025 συνοδεύεται από μια ατζέντα βαθιάς απορρύθμισης στο τραπεζικό σύστημα, στις χρηματιστηριακές αγορές και στο πλαίσιο λειτουργίας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed).

Με αλλαγές ηγεσίας σε κρίσιμες εποπτικές αρχές, όπως είναι η SEC, η FDIC και η OCC, και ισχυρές πιέσεις για μείωση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων (Basel III), η αγορά δικαίως αναρωτιέται, τι θα σημάνει όλο αυτό το σκηνικό «απελευθέρωσης» για τα χρηματιστήρια. Θα στηρίξει η απορρύθμιση των αγορών την υπάρχουσα ευφορία ή θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το μακροπρόθεσμο ρίσκο;

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης 1929 -1932, μετά την κατάρρευση της Wall Street κατά 77%, ο Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, ξεκινούσε το New Deal, υπογράφοντας μεταξύ άλλων μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των πολιτών στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Όσον αφορά τη Wall Street ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ιδρύσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC – Securities and Exchange Commission), μέσω του Securities Exchange Act του 1934. Στόχος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές μέσω διαφάνειας, εποπτείας και προστασίας των επενδυτών.

Η SEC είχε και εξακολουθεί να έχει στις αρμοδιότητες της, την εποπτεία των αγορών, τη διαδικασία της εισόδου νέων εταιρειών στα χρηματιστήρια, την καταπολέμηση της απάτης, καθώς και τον έλεγχο και την παρακολούθηση της απαίτησης για δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων των εισηγμένων εταιρειών.

Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ, κυριαρχεί ένας άνεμος απορρύθμισης. Η απορρύθμιση δεν είναι κάτι το καινούργιο για τον πρόεδρο Τραμπ. Κατά τη διάρκεια της πρώτη θητείας του (2017 - 2021), η άρση τμημάτων του Dodd-Frank Act είχε αυξήσει τα κέρδη των μεγάλων τραπεζών κατά 20-30%, ενισχύοντας αντίστοιχα τις μετοχές τους, όπως για παράδειγμα της JPMorgan και της Bank of America.

Από τη φιλελεύθερη οπτική, η απορρύθμιση προάγει την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Αλλά οι χρηματιστηριακές αγορές χωρίς ρύθμιση, εποπτεία και έλεγχο, μετατρέπονται με χαρακτηριστική ευκολία, σε καζίνο. Σε καζίνο με στημένα παιχνίδια και σε καζίνο όπου ξαφνικά, κάποια στιγμή, σβήνουν τα φώτα και εξαφανίζονται όλες οι μάρκες από το τραπέζι.

Η ιστορία της απορρύθμισης του 1999, που είχε οδηγήσει στην κατάργηση του «Glass – Steagall Act», ενός νόμου που επέβαλε τον διαχωρισμό μεταξύ του εμπορικού σκέλους και του επενδυτικού σκέλους των τραπεζών, είναι χαρακτηριστική.

Η συγκεκριμένη απορρύθμιση, στην αρχή είχε συμβάλει στην οικοδόμηση ενός αναπτυσσόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ρυθμιζόμενων και προστατευόμενων τραπεζών και του λεγόμενου σκιώδους τραπεζικού συστήματος, δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρες.

Με αποτέλεσμα τη βραχυχρόνια εκτόξευση των τιμών των τραπεζικών μετοχών. Όμως όλοι θυμόμαστε το θλιβερό τέλος. Δηλαδή το κραχ του 2008 που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση του S&P500 κατά -57%.

Ανάλογο κλίμα φαίνεται πως έχει αρχίσει να επικρατεί σήμερα στη Wall Street. Σε πρόσφατο άρθρο του, στους «The New York Times», ο Γουίλιαμ Μπέρντιθισλ, που είχε διατελέσει διευθυντής του Τμήματος Διαχείρισης Επενδύσεων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) από το 2021 έως το 2024, αναφέρθηκε στους κινδύνους από το σημερινό κύμα απορρύθμισης στη Wall Street.

Σύμφωνα με τον Mπέρντιθισλ, το «Executive Order (EO) 14192» του Λευκού Οίκου, με τίτλο «Unleashing Prosperity Through Deregulation», (αύξηση της ευημερίας μέσω της απορρύθμισης) προβλέπει ότι κάθε νέα ρυθμιστική διάταξη θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από την παράλληλη κατάργηση δέκα προηγούμενων ρυθμιστικών κανόνων.

Ήδη το προσωπικό της SEC έχει μειωθεί κατά 16%. Μόλις δύο από τους πέντε προβλεπόμενους επιτρόπους της SEC υπηρετούν στις κανονικές τους θητείες. Η μοναδική εναπομείνασα που είχε διορισθεί επί προεδρίας Μπάιντεν, η Κάρολαϊν Κρένσο, βρίσκεται ήδη σε «περίοδο χάριτος» μετά τη λήξη της θητείας της.

Η ίδια, λίγο πριν την αποπομπή της, προειδοποιεί ότι οι πολιτικές της SEC μοιάζουν με «ένα απερίσκεπτο παιχνίδι απορρύθμισης, που μοιάζει με το Τζένγκα», το γνωστό παιδικό παιχνίδι με τον πύργο από ξυλάκια που μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.

Επίσης, η πενταμελής Επιτροπή Συναλλαγών Εμπορευμάτων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (CFTC), στην οποία έχει ανατεθεί η εποπτεία σημαντικών τμημάτων των αγορών, όπως είναι για παράδειγμα τα κρυπτονομίσματα, έχει συρρικνωθεί και αυτή σε ένα μόνο μέλος, που προφανώς ασκεί πλημμελή εποπτικό έλεγχο.

Για πρώτη φορά μετά το Κραχ του 1929, η SEC εξετάζει σοβαρά να επιτρέψει στις εταιρείες να διαθέτουν τις μετοχές τους σε εκατομμύρια Αμερικανούς, χωρίς να έχουν προηγηθεί δημόσιες εγγραφές και ενημερωτικά δελτία, που προβλέπονται εδώ και δεκαετίες, στα πλαίσια των διαδικασιών των ΙΡΟs.

Δηλαδή, προωθείται συνειδητά, κίνηση των επενδυτών με κλειστά μάτια, εν μέσω ενός άκρατου ενθουσιασμού, όπου χρηματιστηριακές πλατφόρμες, όπως για παράδειγμα η Robinhood επιτρέπουν στους επενδυτές να «στοιχηματίζουν» σε χρηματοοικονομικά προϊόντα σαν να παίζουν ένα ηλεκτρονικό διαδικτυακό παιχνίδι στο κινητό τους, και μάλιστα με δανεικά.

Παράλληλα η SEC ενθαρρύνει τους ιδιώτες επενδυτές, ακόμα και μεμονωμένους συνταξιούχους, να εμπιστευθούν τις αποταμιεύσεις της ζωής τους σε εξωτικά και εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα τα «private equities».

Ο Λευκός Οίκος και το λόμπι των private equities υποστηρίζουν ότι αυτή η πολιτική θα «εκδημοκρατικοποιήσει» την πρόσβαση σε εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία και θα προσφέρει «μεγαλύτερες αποδόσεις». Ωστόσο, είναι και πάλι σαν να οδηγεί ένας αρχάριος οδηγός δίπλα στον γκρεμό, δίχως φώτα στο σκοτάδι.

Η αλήθεια περί εκδημοκρατισμού των αγορών, είναι ακριβώς η αντίθετη. Τα καλά ρυθμισμένα συστήματα προσελκύουν τους σοβαρούς χρήστες, όπως οι καλά ρυθμισμένες αγορές προσελκύουν τους επενδυτές. Αντιθέτως, η απώλεια σταθερότητας και η αδιαφάνεια, απομακρύνουν τους επενδυτές.

Ειδικά όταν συνοδεύονται από αντίστοιχες πολιτικές και στο τραπεζικό σύστημα. Όπου η χαλάρωση των αυστηρών κανόνων των stress tests και η κατάργηση μέρους των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων της Basel III μπορεί να ενθαρρύνει την υπερβολική ανάληψη ρίσκου από την πλευρά των τραπεζών.

Ειδικά στο τομέα των εμπορικών ακινήτων CRE (commercial real estate) και των κρυπτονομισμάτων, όπου η συνολική έκθεση των τραπεζών υπερβαίνει το $1 τρισ. H υπερβολική ανάληψη ρίσκου, «δικαιολογείται» και από την κυρίαρχη λογική ότι στο κάτω - κάτω της γραφής οι τράπεζες «είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν» (too big to fail). Μια λογική που είχε διαψευσθεί στην περίπτωση της Lehman Brothers.

Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι χρηματιστηριακοί αναλυτές ήταν προβληματισμένοι σχετικά με το ύψος των αποτιμήσεων των μετοχών και των εταιρειών της Wall Street, που ίσως και να έχουν αγγίξει, αλλά και να έχουν ξεπεράσει κάθε χρηματοοικονομική λογική. Πλέον, στην εξίσωση των προβληματισμών, υπεισέρχεται και το κύμα των απορρυθμίσεων, το οποίο σύμφωνα με πολλούς είναι «το έξτρα ποτό σε ένα πάρτι, που όλοι είναι ήδη μεθυσμένοι».