Χρηματιστήριο Αθηνών: Πάμε για άνοδο όπως το ’99;
Shutterstock
Shutterstock

Χρηματιστήριο Αθηνών: Πάμε για άνοδο όπως το ’99;

Με τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών να βρίσκεται στις παρυφές των 1.250 μονάδων και τον όγκο των συναλλαγών να κινείται ανοδικά, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν πως μπροστά μας έχουμε ένα νέο 1999. Είναι όμως κάτι τέτοιο δυνατό; Μια άνοδος της τάξης του 120% για τον Γ.Δ. του Χρηματιστηρίου είναι εφικτή, όπως το 1999;

Είναι προφανές πως ακόμα και πλέον αισιόδοξοι δεν αναφέρονται στην επανάληψη της επίτευξης του ρεκόρ κλεισίματος των 6.335,04 μονάδων, αφού ήδη είχε καταγραφεί ενδοσυνεδριακό υψηλό στις 6.484,30, του Γενικού Δείκτη στις 17 Σεπτεμβρίου 1999, αλλά σε μια άνοδο της τάξης του 120%, δηλαδή για την επίτευξη του στόχου των 2.750 μονάδων.

Η ραγδαία άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο κατά 120% είχε πραγματοποιηθεί μέσα στο 1999, όμως είχε ήδη ξεκινήσει από το 1997. Και αυτό οφειλόταν σε μια σειρά από λόγους όπως ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η άρση πολλών διεθνών περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, η βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της χώρας καθώς και η διεθνής πορεία των χρηματιστηριακών αγορών.

Ας δούμε κάποια χρήσιμα στοιχεία σχετικά με το 1999. Η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου, δηλαδή το άθροισμα των αποτιμήσεων όλων των εισηγμένων εταιρειών ανέρχονταν στα 212,8 δισ. ευρώ ή στο 182% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος του 1999. Η ημερήσια αξία των χρηματιστηριακών συναλλαγών βρισκόταν πέριξ των 1,8 δισ. ευρώ. Οι δε ενεργοί επενδυτικοί κωδικοί, ήταν περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο.

Που βρισκόμαστε σήμερα; Η κεφαλαιοποίηση βρίσκεται στα 83 δισ. ευρώ. Η ημερήσια αξία των συναλλαγών βρίσκεται κοντά 100 εκατ. ευρώ. Υπάρχουν 1,1 εκατ. επενδυτικές μερίδες, όμως οι ενεργοί επενδυτικοί κωδικοί σύμφωνα με τα στοιχεία του AthexCSD (Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων) ανέρχονται στους 18.383. 

H διαφορά των χρηματιστηριακών δεδομένων είναι σημαντική. Η εικόνα του 1999 φαντάζει απίστευτη και δικαιολογεί πλήρως την εξάχνωση των κεφαλαίων των επενδυτών που ακολούθησε για πολλά χρόνια μετά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσιάζει μια πολύ υγιή εικόνα. 

To Χρηματιστήριο Αθηνών είναι δεύτερο στον κόσμο σε αποδόσεις κατά την διάρκεια της τελευταίας τριετίας με +78%, πίσω μόνο από τον Ινδικό Χρηματιστηριακό Δείκτη Nifty50.

Κατατάσσεται πρώτο σε απόδοση στον κόσμο στις τελευταίες 52 εβδομάδες, με πάνω από +35%, ακολουθούμενο από το Nikkei225 και το Nasdaq100 με αποδόσεις της τάξης του +16% και +15% αντίστοιχα.

Πρώτο κατατάσσεται ανάμεσα στις αποδόσεις των διεθνών χρηματιστηρίων και κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου με +34% ακολουθούμενο και πάλι από το Nasdaq100 και το Nikkei225 με αποδόσεις +23% και 16% αντιστοίχως.

Τι γίνεται όμως από εδώ και πέρα; Τι έχουμε μπροστά μας;

Κατά πρώτον, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που θα επιτρέψει σε εκατοντάδες θεσμικούς επενδυτές και συνταξιοδοτικά ταμεία από το εξωτερικό να αγοράσουν για πρώτη φορά ελληνικές μετοχές και ομόλογα. 

Κατά δεύτερον, τη συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας και των εισηγμένων επιχειρήσεων.

Κατά τρίτον, τη συνέχιση του κύματος εξαγορών, συγχωνεύσεων και εταιρικών συμφωνιών.

Κατά τέταρτον, την είσοδο νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 

Και φυσικά την περαιτέρω ισχυροποίηση των θεμελιωδών μεγεθών των μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών που βρίσκονται στο στόχαστρο των θεσμικών επενδυτών.

Σε προηγούμενο άρθρο στις αρχές Απριλίου, με τίτλο «Χρηματιστήριο Αθηνών: Επόμενος στόχος οι 1.250 μονάδες;», είχαμε αναφερθεί στον στόχο της υπέρβασης των 1.250 μονάδων. Η ανοδική διάσπαση αυτού το νέου ψυχολογικού ορίου και η προσέγγιση υψηλότερων επιπέδων τιμών, αποτελεί άραγε ένα ρεαλιστικό στόχο; Μέχρι που μπορεί να φτάσει η άνοδος του Γενικού Δείκτη; Θα είναι τόσο μεγάλες οι εισροές νέων κεφαλαίων, μετά την «επενδυτική βαθμίδα» που θα αλλάξουν άρδην το επενδυτικό τοπίο στο Χρηματιστήριο; Που βρίσκονται οι τιμές των ελληνικών μετοχών, σε σχέση με τις αντίστοιχες που διαπραγματεύονται στα διεθνή χρηματιστήρια;

Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι τραπεζοβαρής, με τις τραπεζικές μετοχές να καθορίζουν εν πολλοίς την πορεία του. Και όλοι θυμόμαστε την υστέρηση που παρουσίαζε, κατά τη μακρά περίοδο ανάρρωσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Έτσι σήμερα που οι χρηματιστηριακοί αναλυτές δίνουν συγκεκριμένες τιμές – στόχους για την Alpha Bank τα 2 ευρώ, την Eurobank τα 2 ευρώ επίσης, την Εθνική Τράπεζα τα 7,2 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 3,4 ευρώ, ουσιαστικά οριοθετούνται και τα περιθώρια της ανοδικής κίνησης του Γενικού Δείκτη.

Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες τιμές – στόχους, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας έχει περιθώρια ανόδου +24%, η μετοχή της Eurobank έχει +38%, η μετοχή της Alpha Bank έχει +41% και η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς παρουσιάζει περιθώρια ανόδου +22%. Οπότε προσδιορίζεται λίγο ή πολύ και ο στόχος του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, για το επόμενο χρονικό διάστημα. 

Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ναι μεν θα υπάρξουν σημαντικές εισροές κεφαλαίων που θα προκαλέσουν μια έντονη ζήτηση για μετοχικούς τίτλους με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές τους, αλλά οι ξένοι επενδυτές δεν θα αγοράσουν σε οποιεσδήποτε τιμές. Αντιθέτως, θα αγοράσουν σε τιμές που θα συσχετίζονται με τις τιμές των αντίστοιχων κλαδικών μετοχών στο εξωτερικό, συνυπολογίζοντας και ένα λογικό «premium« που δικαιούται ο «πρωταγωνιστής της Μεσογείου».

Όπως έγραφε και η Μαίρη Βενέτη στο άρθρο της, «Ράλι στις αγορές: Συμμετέχουμε μεν, προσέχουμε δε», τα διεθνή χρηματιστήρια βρίσκονται αντιμέτωπα με «την τριπλέτα της άτονης ανάπτυξης, της αύξησης του κόστους δανεισμού και της πολύ αργής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, που συνθέτει ένα τοπίο χαμηλών προσδοκιών για ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό κλάδων».

Σημείωνε τους κλάδους που υπεραποδίδουν όπως είναι η τεχνολογία, οι υπηρεσίες και οι μεταφορές και τους κλάδους που υποαποδίδουν όπως είναι «η ενέργεια, τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, τα χρηματοοικονομικά και το λιανικό εμπόριο». Αυτά τα δεδομένα οφείλουμε να τα προβάλουμε και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Διότι η ουσία είναι να επιλέγουμε τις σωστές μετοχές και όχι να ακροβατούμε ανάμεσα σε υπεραξίες.

Η αλήθεια είναι πως η Ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ανάγκη από επενδύσεις, από θέσεις απασχόλησης, από τεχνολογία και από καινοτομία. Και όχι από φρούδες υπεραξίες, όπως αυτές που είχαμε βιώσει το 1999. Διότι οι υπεραξίες έρχονται ευχάριστα και φεύγουν οδυνηρά, ενώ οι επενδύσεις είναι εδώ και παραμένουν, παράγοντας κέρδη για τους επενδυτές, πλούτο για τον τόπο και έσοδα για το Δημόσιο.