Χρηματιστήριο Αθηνών: Αγοράζουμε, πουλάμε ή περιμένουμε στην άκρη;

Χρηματιστήριο Αθηνών: Αγοράζουμε, πουλάμε ή περιμένουμε στην άκρη;

Οι επενδυτές του χρηματιστηρίου διέρχονται μέσα από το τέταρτο σκοτεινό τούνελ της τελευταίας δεκαετίας. Το πρώτο ήταν εκείνο της περιόδου των πρώτων μνημονίων και της ουσιαστικής πτώχευσης της χώρας. Το δεύτερο ήταν της περιόδου των πειραμάτων της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου με τα capital controls και τις καταστροφικές τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις του 2015.

Το τρίτο ήταν της περιόδου της πανδημίας του covid. Και το τέταρτο είναι το σημερινό σκοτεινό τούνελ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης και τις παράπλευρες απώλειες στον χώρο της παγκόσμιας πραγματικής οικονομίας.

Όταν κοιτάει κανείς πίσω αντιλαμβάνεται ότι δύσκολα θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο χρηματιστήριο, κατά τη διάρκεια της κατάρρευση των τιμών των μετοχών λόγω της χρεοκοπίας.

Αντίθετα, ορισμένοι υποστηρίζουν, ότι αμέσως μετά από την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015 και τη διασφάλιση, ότι η Ελλάδα παρέμεινε μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, υπήρξε μια περίοδος που προσέφερε ευκαιρίες χρηματιστηριακών τοποθετήσεων σε εξευτελιστικές τιμές. Το ίδιο υποστηρίζουν αρκετοί και για την περίοδο της χρηματιστηριακής βύθισης του 2020, σαν αποτέλεσμα της πρωτοφανούς υγειονομικής καταιγίδας.

Ωστόσο, οι περισσότεροι επενδυτές κινήθηκαν πιο συντηρητικά και περίμεναν την αποχώρηση της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου και τον ερχομό της φιλοεπενδυτικής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, για να τοποθετηθούν στο χρηματιστήριο, ακολουθώντας τη λαϊκή ρήση, ότι «όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι».

Και αυτές οι εγχώριες τοποθετήσεις κεφαλαίων, μαζί με τις εισροές από το εξωτερικό, οδήγησαν στη διάσπαση του ψυχολογικού επιπέδου αντίστασης των 900 μονάδων, στο δρόμο για την κατάκτηση του οχυρού των 1.000 μονάδων του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Και εκεί είναι, που εμφανίστηκε ο πληθωρισμός, η έκρηξη των τιμών της ενέργειας και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που ανέτρεψαν το ευνοϊκό σκηνικό και τη θετική συγκυρία. Έτσι το περίφημο ερώτημα του 1 εκατ. δολ., είναι το τι κάνουμε σήμερα; Αγοράζουμε; Πουλάμε; Καθόμαστε στην άκρη; Κερδοσκοπούμε υποτιμητικά; Επιλέγουμε ασφαλή επενδυτικά καταφύγια; Μήπως μέσα στην αναταραχή και στο κλίμα αβεβαιότητας και φόβου, υπάρχουν ευκαιρίες;

Για να απαντηθεί το ερώτημα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε τι ακριβώς προεξοφλούν οι 825 μονάδες του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου; Έχουν προεξοφλήσει το ενδεχόμενο ο πόλεμος να κρατήσει αρκετά, καθώς και το ενδεχόμενο οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν να διαταράξουν λόγω της έκρηξης των τιμών των βιομηχανικών πρώτων υλών, της ενέργειας και των τροφίμων, την κανονικότητα της πραγματικής οικονομίας;

Έχουν προεξοφλήσει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλότερο πληθωρισμό και αύξηση του χρέους, λόγω της αναγκαστικής υιοθέτησης νέων πακέτων στήριξης;

Έχουν προεξοφλήσει το ενδεχόμενο μιας σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης, εν όψει των επερχόμενων εκλογών, με κόντρες που θα λειτουργήσουν ενδεχομένως αποτρεπτικά προς τους επενδυτές, όπως για παράδειγμα είναι οι απειλές για κρατικοποιήσεις των τραπεζών και επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ;

Η προεξόφληση των οικονομικών γεγονότων, δεν αποτελεί μόνο έναν ψυχολογικό παράγοντα, δηλαδή μια επενδυτική συναισθηματική διάθεση απέναντι στα γεγονότα. Αποτελεί και μια αυστηρή οικονομική καταγραφή των εξελίξεων.

Διότι τα γεγονότα, δεν προκαλούν μόνο φόβο και αβεβαιότητα, αλλά επιδρούν και στα οικονομικά δεδομένα των εταιρειών. Στους κύκλους εργασιών τους, στα περιθώρια κέρδους τους, στην κερδοφορία τους και στη μερισματική τους πολιτική.

Επομένως, οι επενδυτές θα πρέπει να σταθούν τόσο στην ψυχολογική αποθάρρυνση των αγοραστών και την αποστροφή τους προς το ρίσκο, όσο και στην εξέλιξη των πραγματικών οικονομικών δεδομένων των εισηγμένων εταιρειών.

Υπάρχουν εισηγμένες εταιρείες με μερισματική απόδοση της τάξεως του 4% και 5%, με βάση τα αποτελέσματα της οικονομικής χρήσης του 2021. Μια απόδοση, που θα ισοσκελίσει ως ένα βαθμό τις απώλειες από τον πληθωρισμό.

Υπάρχουν εταιρείες, όπως είναι για παράδειγμα αυτές της πληροφορικής, των οποίων οι αυξητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, δεν θα συναντήσουν εμπόδια λόγω της πολέμου.

Ωστόσο, ίσως να αντιμετωπίσουν και αυτές εμπόδια στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου, είτε λόγω της προηγούμενης ανοδικής διαδρομής που προσέφερε υπεραξίες στους επενδυτές που τις εμπιστεύτηκαν, είτε λόγω μαζικών ρευστοποιήσεων από την πλευρά ισχυρών επενδυτών, που έχουν τη συνήθεια να ρευστοποιούν πρώτα τις θέσεις, που τους έχουν αποφέρει κέρδη.

Υπάρχουν και άλλες εταιρείες, όπως είναι για παράδειγμα οι εταιρείες που κατασκευάζουν καλώδια και σωλήνες, δηλαδή προϊόντα με υψηλή ζήτηση. Ειδικά τώρα, που η μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος και οι εναλλακτικοί δρόμοι μεταφοράς φυσικού αερίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.

Σε γενικές γραμμές στο μυαλό μας, πρέπει να έχουμε κατά πρώτον το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών, καθώς το Χρηματιστήριο Αθηνών είναι μια μικρή περιφερειακή αγορά που ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις. Κατά δεύτερον, πρέπει να αναζητούμε μικρά ή μεγάλα διαμαντάκια, τα οποία εκτιμούμε ότι την επόμενη ημέρα, όποτε και να έρθει αυτή, θα γυαλίσουν και πάλι, αναδεικνύοντας την αξία τους.

Ένα τέτοια τρανταχτό παράδειγμα ήταν παλαιότερα αυτό της μετοχής της ΔΕΗ. Όταν η ανερμάτιστη πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, την οδηγούσε στην πτώχευση, οι φοβισμένοι δικαίως πωλούσαν σαν να μην υπάρχει αύριο και οι ψύχραιμοι που εκτιμούσαν ότι η ΔΕΗ είναι πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική για να καταρρεύσει, αγόραζαν κάτω από το 2 ευρώ.

Δυστυχώς, ούτε ο γράφων ήταν ένας από αυτούς τους ψύχραιμους επενδυτές με το κρύο αίμα, που «σκούπισαν» τη μετοχή της ΔΕΗ σε εκείνα τα επίπεδα τιμών και παρακολουθούσε απλά τα γεγονότα.

Επομένως, με το μυαλό μας στον πόλεμο, στον πληθωρισμό, στην ενεργειακή αβεβαιότητα, στο έλλειμμα, στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, στα εταιρικά αποτελέσματα, αλλά και στην τεχνική / διαγραμματική συμπεριφορά των μετοχών και των δεικτών, σχεδιάζουμε την επενδυτική στρατηγική μας. Όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες «think globally, act locally». Δηλαδή σκεπτόμενοι με βάση τη μεγάλη παγκόσμια εικόνα, δρούμε στην τοπική αγορά.