Οι αναδυόμενες αγορές καταγράφουν από την αρχή του έτους μια εντυπωσιακή υπεραπόδοση έναντι των αμερικανικών μετοχών οι οποίες αποτελούν σημεία αναφοράς για όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη. Ο δείκτης MSCI Emerging Markets, στον οποίο συμμετέχουν μετοχές από 24 αναπτυσσόμενες οικονομίες, εμφανίζει φέτος άνοδο της τάξης του +15,3%, αφήνοντας πίσω του, τόσο τον παγκόσμιο δείκτη MSCI World, όσο και τον αμερικανικό δείκτη S&P 500. Συγκεκριμένα, ο δείκτης MSCI World έχει παρουσιάσει άνοδο της τάξης του +9,5% και ο S&P 500 της τάξης του +7%.
Αυτό που συμβαίνει δεν είναι μια απλή διαπίστωση, δίχως προεκτάσεις. Άλλωστε, η υπεραπόδοση των emerging markets έναντι του S&P 500, έχει καταγραφεί μόλις τρεις φορές μέσα στην τελευταία εικοσιπενταετία. Και δεν είναι λίγοι οι αναλυτές οι οποίοι εκτιμούν, ότι η συγκεκριμένη ανατροπή είναι γενικότερη. Καθώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, δεν αφορά μόνο μια συγκυριακή αλλαγή στην τρέχουσα χρηματιστηριακή πραγματικότητα, αλλά μια ευρύτερη μεταβολή στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Η μεταβολή δεν παρατηρείται μόνο στις μετοχές. Η νέα δυναμική έχει περάσει και στις αγορές ομολόγων. Ο σχετικός δείκτης που αποτιμά τις μεταβολές των ομολογιακών αγορών της J.P. Morgan, έχει αυξηθεί κατά 11% όσον αφορά τις αναδυόμενες αγορές, έναντι 7% που έχει αυξηθεί για τις ανεπτυγμένες αγορές. Είναι εντυπωσιακή η «επαναφορά» των αναπτυσσόμενων αγορών στις αγορές χρέους, καθώς τα προηγούμενα έτη είχαν καταγραφεί σημαντικότατες εκροές στις μικρότερες περιφερειακές αγορές με τα κεφάλαια να μετακινούνται προς τις μητροπολιτικές αγορές χρέους.
Λογικά η επιβολή των δασμών θα έπρεπε να είχε προκαλέσει μαζική φυγή των επενδυτών από τις μετοχικές και ομολογιακές αγορές των περιφερειακών χωρών που θα υφίσταντο πίεση από τις ΗΠΑ και πιθανότατα θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε ύφεση. Ωστόσο, η ανάκαμψή τους από την αρχή τους έτους, βασίζεται τόσο στη διάψευση των αρνητικών εκτιμήσεων για την πορεία των οικονομιών τους, όσο και στην αποδυνάμωση του αμερικανικού δολαρίου.
Το δολάριο έχει απωλέσει από την αρχή του έτους το 10% της αξίας του, έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων. Πρόκειται περί της χειρότερης επίδοσης από το 1973, όταν ο τότε Πρόεδρος Νίξον είχε αποσυνδέσει την τιμή του δολαρίου από τον χρυσό. Η φετινή πτώση αντιστρέφει την ανοδική πορεία του δολαρίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, καθώς η αξία του είχε αυξηθεί κατά 20% από το 2020. Η αποδυνάμωση του δολαρίου ενισχύει τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών, διευκολύνοντας τις κεντρικές τους τράπεζες στο να μειώσουν τα επιτόκια.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι αναδυόμενες αγορές απολαμβάνουν θετικότερες προσδοκίες για την πορεία του πληθωρισμού και τη νομισματική πολιτική που θα ακολουθήσουν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών αυτών, λόγω της ισχυροποίησης των νομισμάτων τους. Με αποτέλεσμα οι «τοπικές» μετοχές και τα «τοπικά» ομόλογα να καθίστανται πιο ελκυστικά για τους επενδυτές. Και η πιθανή περαιτέρω εξασθένιση του δολαρίου, μπορεί να ισχυροποιήσει τα «τοπικά» επενδυτικά προϊόντα ακόμα περισσότερο, μέχρι να φανεί ποιες θα είναι οι ακριβείς επιπτώσεις από την επιβολή των εμπορικών δασμών.
Εάν οι υπεραποδόσεις των αναπτυσσόμενων αγορών εδράζονται πάνω στην πτώση του δολαρίου, μήπως έχουν «ημερομηνία λήξης»; Η πτώση του δολαρίου πηγάζει από ανησυχίες ότι οι πολιτικές του Τραμπ ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν το νόμισμα. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι ανέμεναν ότι οι δασμοί του Λευκού Οίκου θα ενίσχυαν το δολάριο, βασιζόμενοι στη μακροχρόνια εδραιωμένη άποψη ότι οι δασμοί θα μειώνουν τη ζήτηση για εισαγωγές. Μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσαντ, είχε υποθέσει ότι η επιβολή ενιαίων εμπορικών δασμών ύψους 10%, θα οδηγούσε στην ενίσχυση του δολαρίου κατά 4%.
Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Οι φόβοι ότι οι δασμοί θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, οδηγώντας πιθανώς σε ύφεση, έχουν υπερισχύσει. Σε ένα τέτοιο σενάριο εν εξελίξει, η Fed θα μείωνε τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να αναθερμάνει την πληγείσα οικονομία. Τα χαμηλότερα επιτόκια θα καταστήσουν το δολάριο λιγότερο ελκυστικό.
Επιπλέον, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο» του προέδρου Τραμπ που ψηφίστηκε από τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ πιθανότατα θα προσθέσει περίπου $3 τρισ. στο ομοσπονδιακό χρέος μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι υπερβολικές δαπάνες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τον πληθωρισμό, διατηρώντας τα επιτόκια υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, το αυξανόμενο έλλειμμα αναγκάζει την κυβέρνηση να εκδώσει περισσότερα Ομόλογα του Δημοσίου, με υψηλότερα επιτόκια ασκώντας πίεση πάνω στις τιμές των κυκλοφορούντων ομολόγων. Οι επενδυτές, προβλέποντας την πτώση των τιμών των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, προβαίνουν σε μαζικές ρευστοποιήσεις, εδώ και πολλούς μήνες.
Εν κατακλείδι, η διάχυτη ανησυχία σχετικά με την πορεία του δολαρίου, επηρεάζει τα ομόλογα και τις μετοχές των ΗΠΑ. Τα οποία θεωρούνται λιγότερο ασφαλή, με βάση τα κλασσικά επενδυτικά κριτήρια.
Ωστόσο, η υπεραπόδοση των αναδυόμενων αγορών δεν οφείλεται αποκλειστικά στο εξασθενημένο δολάριο. Οι κινεζικές μετοχές, που αποτελούν σχεδόν το ένα τρίτο του «βάρους» του δείκτη MSCI Emerging Markets, έχουν επανέλθει δυναμικά το 2025 ύστερα από τρία χρόνια συνεχούς πτώσης. Η θετική ανατροπή ξεκίνησε με τα δημοσιονομικά κίνητρα του Πεκίνου προς τους επενδυτές από την αρχή του έτους και από τις αναγκαστικές τοποθετήσεις των διαθεσίμων κεφαλαίων των κρατικών ασφαλιστικών εταιρειών σε προβληματικές κινεζικές μετοχές. Παράλληλα, η απόφαση του Πεκίνου για την ίδρυση ενός νέου κρατικού ταμείου καθοδήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων τον περασμένο Μάρτιο, με στόχο την ενίσχυση της Τεχνητής Νοημοσύνης, με $140 δισ. μέσα στα επόμενα έτη, έδωσε ένα έναυσμα αγορών στα κινεζικά χρηματιστήρια.
Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι υπεραποδόσεις των emerging markets, οφείλονται σε δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η εξασθένιση του δολαρίου και οι ανησυχίες για την πορεία των αμερικανικών οικονομικών μεγεθών. Και ο δεύτερος είναι κατά βάση οι οικονομικές πολιτικές του Πεκίνου που κατευθύνουν με τον έναν ή τον άλλο, άμεσο ή έμμεσο τρόπο, κεφάλαια στις κινεζικές χρηματιστηριακές αγορές, που έχουν, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερη βαρύτητα στον MSCI Emerging Markets.
Οι παγκόσμιες αγορές συνεχίζουν να προσαρμόζονται στα νέα οικονομικά δεδομένα που προκύπτουν από τις αποφάσεις του προέδρου Τραμπ. Και οι αναδυόμενες αγορές φαίνεται να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες, αναδιαμορφώνοντας το επενδυτικό τοπίο, σε μια στιγμή που τα αμερικανικά assets δεν θεωρούνται πλέον ιδιαίτερα ασφαλή.