Γιατί η Κίνα αποεπενδύει από τα αμερικανικά ομόλογα
Shutterstock
Shutterstock
FT, Reuters

Γιατί η Κίνα αποεπενδύει από τα αμερικανικά ομόλογα

Σε πορεία συστηματικής αλλά «σιωπηρής» απόσυρσης από τις επενδύσεις σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα φαίνεται πως βρίσκεται το τελευταίο χρονικό διάστημα η Κίνα. Ο λόγος, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, είναι ότι το Πεκίνο ανησυχεί ιδιαίτερα για τις γεωοικονομικές και πολιτικές αναταράξεις που προκαλεί η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Όπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα,  παρότι δεν έχει υπάρξει δημόσια ανακοίνωση μεταβολής στρατηγικής, οι κινήσεις της Υπηρεσίας Διαχείρισης Συναλλάγματος της Κίνας (Safe) υποδηλώνουν έναν σταθερό επαναπροσδιορισμό, με στόχο τη διαφοροποίηση και τον περιορισμό της έκθεσης στον κίνδυνο των αμερικανικών assets.

Σημειώνεται ότι η Κίνα διαθέτει επισήμως 3,2 τρισ. δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα, εκ των οποίων σημαντικό μέρος παραδοσιακά επενδύεται σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα.

Ωστόσο, κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριου 2022 – Δεκεμβρίου 2024, η εικόνα έχει αλλάξει σημαντικά: Οι επίσημες τοποθετήσεις σε αμερικανικά Treasuries μειώθηκαν κατά 27%, φθάνοντας τα 759 δισ. δολάρια — ρυθμός σημαντικά ταχύτερος από την αντίστοιχη μείωση της περιόδου 2015-2022 (17%).

Σύμφωνα με ανώτατα στελέχη της Safe και καθηγητές με επιρροή στους κυβερνητικούς κύκλους, η εξέλιξη δεν είναι μόνο επενδυτική. Είναι αμυντική.

«Η ασφάλεια των αμερικανικών ομολόγων δεν είναι πλέον δεδομένη», έγραψαν πρόσφατα οι Παναπάν Γιανγκ και Σου Τσιγιουάν, ερευνητές της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Κίνας.

Η αναφορά πυροδότησε ανησυχία για ενδεχόμενες πολιτικές χρήσεις των ομολόγων από την Ουάσιγκτον, αλλά και για το ενδεχόμενο επιλεκτικής χρεοκοπίας, καθώς επανέρχονται φήμες για ένα νέο «σύμφωνο Μαρ-α-Λάγκο» που θα μιμείται το Plaza Accord του 1985.

Η μετάβαση της Κίνας από τα ομόλογα δεν γίνεται απότομα. Περιγράφεται ως «tengnuo» ή αλλιώς ως «ευέλικτο περπάτημα σε τεντωμένο σκοινί».

Η στρατηγική περιλαμβάνει: Στροφή σε ομόλογα κυβερνητικών οργανισμών όπως η Fannie Mae και η Freddie Mac. Αύξηση των τοποθετήσεων σε χρυσό. Μεταφορά διαχείρισης κεφαλαίων στο Χονγκ Κονγκ και σε μη δυτικές αγορές. Μείωση διάρκειας και χρήση ενδιάμεσων θεματοφυλάκων για να αποκρύπτεται η πραγματική έκθεση. Επιλεκτικές τοποθετήσεις σε ιδιωτικά assets.

Ο καταλύτης για την επιτάχυνση αυτής της στρατηγικής ήταν, σύμφωνα με αξιωματούχους, η ανακοίνωση του Τραμπ στις 2 Απριλίου για δασμούς 34%, που σύντομα αυξήθηκαν σε 145% σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα. Η Safe απέκλεισε οποιοδήποτε σενάριο «μαζικού ξεπουλήματος», λόγω της πιθανής αστάθειας που κάτι τέτοιο θα προκαλούσε, όχι μόνο στην αγορά των ΗΠΑ αλλά και στα ίδια τα κινεζικά αποθέματα.

Όμως, ακόμη και χωρίς ενέργειες υψηλού προφίλ, η σταδιακή αλλαγή συντελείται: αυξανόμενα επενδυτικά κεφάλαια απομακρύνονται από τις ΗΠΑ, η Fed προετοιμάζεται για ενδεχόμενες διακυμάνσεις, και διεθνείς θεσμικοί επενδυτές -συμπεριλαμβανομένων ευρωπαϊκών συνταξιοδοτικών ταμείων-- αναζητούν εναλλακτικές τοποθετήσεις στην Ευρώπη και στον Καναδά.

Το αμερικανικό χρέος ως μοχλός πίεσης

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το Reuters, σχολιαστές στα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι η κυβέρνησή τους πρέπει να χρησιμοποιήσει το χρέος για να ασκήσει πίεση στην Ουάσινγκτον, τη στιγμή που σοβεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας.

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το Reuters, οι επενδυτές πούλησαν μαζικά αμερικανικά κρατικά ομόλογα μετά την ανακοίνωση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου για την επιβολή δασμών στους παγκόσμιους εμπορικούς εταίρους. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς διαμορφώθηκε στο 4,3% στις 16 Απριλίου, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα προ της επιβολής των δασμών.

Η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικού δημόσιου χρέους μετά την Ιαπωνία, με επίσημα στοιχεία να δείχνουν άμεσες συμμετοχές ύψους 784 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος Φεβρουαρίου. Ο Μπραντ Σέτσερ, ανώτερος ερευνητής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, εκτιμά ότι το συνολικό ποσό των ομολόγων που κατέχει η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας είναι πιο κοντά στο 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια.