Γιατί «χωλαίνει» το ελληνικό Χρηματιστήριο

Γιατί «χωλαίνει» το ελληνικό Χρηματιστήριο

Από τις 16 Μαρτίου του 2021 και για σχεδόν εννέα μήνες το ελληνικό χρηματιστήριο όπως μπορεί να δει κανείς στο παρακάτω διάγραμμα κινείται μεταξύ των 830 και των 930 μονάδων. Η διακύμανση δηλαδή της ελληνικής αγοράς είναι μόλις 100 μονάδες, ή ένα 10%-12% σε αντίθεση με τις περισσότερες αγορές –προσοχή όχι όλες- όπως για παράδειγμα η μητέρα των αγορών που έμφανίζει την ίδια περίοδο μια διακύμανση πέριξ του 22%, ή του γαλλικού χρηματιστηρίου που εμφανίζει παρεμφερή διακύμανση της τάξης του 23,5%.

Το απογοητευτικό για τους περισσότερους  είναι ότι οι επιδόσεις του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι πολύ υποδεέστερες των αριθμών που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία αυτούς τους μήνες. Για παράδειγμα σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ  το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά το τρίτο τρίμηνο του 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 2,7%, σε σχέση με το δεύτερο  τρίμηνο 2021, ενώ σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο 2020  παρουσίασε αύξηση κατά 13,4%. Πρόκειται για τη  μεγαλύτερη αύξηση ΑΕΠ στην Ε.Ε. 

Επίσης σε αντίθεση με τον πρότερο «αμαρτωλό βίο μας» είμαστε η πρώτη χώρα σε απορρόφηση κονδυλίων από το ΕΣΠΑ. Γιατί λοιπόν ο καθρέπτης της ελληνικής οικονομίας, ήτο το ελληνικό χρηματιστήριο, δεν παίρνει τα πόδια του;

  • Η αγορά βλέπει διαχρονικά τις επιδόσεις κάθε χώρας προκειμένου να πιστοποιήσει ότι δεν πρόκειται για πυροτέχνημα

Τα νούμερα μας μπορεί να είναι τα εντυπωσιακότερα της ευρωζώνης όμως ας μην ξεχνάμε ότι ειδικά η σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2020 είναι παραπλανητική,  καθώς πρόκειται για το τρίμηνο που η ελληνική οικονομία είχε  κατεβάσει «στόρια» λόγω του καθολικού lockdown. 

Οι αγορές όμως εξετάζουν μια οικονομία πολύπλευρα, λαμβάνοντας υπόψιν τους  τη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ, εξετάζοντας τη μακροχρόνια τάση του και όχι μόνο τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του. 

Αν λοιπόν δει κανείς τον ρυθμό μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ τη τελευταία δεκαετία, συνειδητοποιεί ότι παρά τις διακυμάνσεις, τα πράγματα δείχνουν αν μη τι άλλο στασιμότητα.

Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε τα τριμηνιαία στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ από το πρώτο τρίμηνο του 1995 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Μετά τις βουτιές του 2020, η άνοδος του ΑΕΠ εντός του 2021 είναι πράγματι εντυπωσιακή. Το διάγραμμα όμως μας αποκαλύπτει ότι απλά επιστρέψαμε στις συνήθεις επιδόσεις μας, οι οποίες είναι στάσιμες, χωρίς εντυπωσιακές διακυμάνσεις τα τελευταία 10 χρόνια και σαφώς υποδεέστερες σε σχέση με τις επιδόσεις μας πριν την χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Η εικόνα είναι παρόμοια και όσον αφορά τον Καθαρό Σχηματισμό Πάγιου Κεφαλαίου που αποτελεί έναν εκ των πιο σημαντικών δεικτών της πραγματικής ανάπτυξης μιας οικονομίας. Υπενθυμίζουμε ότι για δέκα ολόκληρα χρόνια  η χώρα μας διατηρεί αρνητικό Καθαρό Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου. Οι σωρευμένες, μάλιστα, απώλειες παγίου κεφαλαίου ξεπερνούν τα €95 δισ. 

Τι σημαίνουν όμως αυτές οι απώλειες; Mείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας και φυσικά μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και κατά συνέπεια μείωση των πραγματικών μισθών. 

Ας δούμε όμως τι συμβαίνει τη φετινή χρονιά. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς «τρέχει» με ρυθμό αύξησης της τάξεως του 15% σε σχέση με το αντίστοιχο α’ εξάμηνο του 2020. Η αναλογία του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ως προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 11,89% και αυτό είναι το μεγαλύτερο ποσοστό από το 2012 και μετά. 

Όμως αν γυρίσουμε πίσω το ρολόι του χρόνου, η μεγάλη εικόνα πάλι αλλάζει. Πριν το 2008, η αναλογία επενδύσεων προς ΑΕΠ στην Ελλάδα κινούνταν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ήτοι  πέριξ του 24%-25%. Από το 2009 και μετά ξεκίνησε μια οδυνηρή πτώση, με αποτέλεσμα το πρώτο εξάμηνο του 2017 να καταγράψουμε το συντριπτικό ποσοστό της τάξης του  9,87% σε επίπεδο εξαμήνου, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου από τα  29-30 δισ. ευρώ σε εξαμηνιαία βάση προ κρίσης, κατέρρευσε στα 8,6 δισ. ευρώ. 

Οι επιδόσεις μας λοιπόν πέριξ των 10,5 δισ. ευρώ όσον αφορά τον εν λόγω δείκτη μπορεί να είναι εντυπωσιακές για το πρώτο εξάμηνο του 2021, όμως απέχουμε πολύ ακόμα από τις επιδόσεις μας πριν την χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους που επακολούθησε. 

Βέβαια όπως θα δούμε στον επίλογο του παρόντος άρθρου, η μελλοντική «μεγάλη εικόνα» για την πατρίδα μας είναι τελείως διαφορετική χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που έστω με ήπιους ρυθμούς έχει αρχίσει τουλάχιστον να υλοποιείται.

  • Η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί ανησυχίες για την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια

Το πρόβλημα του χρέους δεν αφορά μόνο τη χώρα μας.  Το συνολικό παγκόσμιο χρέος τα τελευταία σαράντα χρόνια υπερτριπλασιάστηκε, φτάνοντας  στο 350% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ. 

Ταυτόχρονα η  πολιτική των μηδενικών ή πολύ χαμηλών επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες  είχε σαν αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της ρευστότητας να εισρεύσει στις μετοχές, τα ομόλογα και άλλους τίτλους, με αποτέλεσμα:

-Η κεφαλοποίηση των αγορών να είναι πολλαπλάσια πλέον του παγκόσμιου ΑΕΠ.

-Σε έναν κόσμο αρνητικών αποδόσεων, χώρες  όπως η Ελλάδα παρά το υψηλό χρέος τους μετατράπηκαν σε έναν παράδεισο θετικών αποδόσεων.  Έτσι η  αγορά ομολόγων τους προσέλκυσε το διεθνές ενδιαφέρον με αποτέλεσμα τη δυνατότητα δανεισμού τους με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. 

Η πανδημία όμως μας έφερε μεταξύ άλλων και τις πληθωριστικές πιέσεις, με συνεπακόλουθη την εκρεμμότητα αύξησης των επιτοκίων από τη στιγμή που ο πληθωρισμός αποδεικνύεται ανθεκτικός και επίμονος. 

Η αύξηση των επιτοκίων σε έναν κόσμο χρέους σαφέστατα δεν είναι μια ευχάριστη εξέλιξη, ειδικά για τον κόσμο των αγορών που είναι εθισμένες στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και τα επιτόκια πέριξ του μηδέν.

Επιπλέον η αύξηση των επιτοκίων θα φέρει ως απότοκο περισσότερες επιλογές στους επενδυτές στην αγορά των ομολόγων, καθώς εκδότες με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση θα  παύσουν να έχουν αρνητικά επιτόκια και έτσι αυτόματα θα γίνουν ελκυστικότεροι από την επενδυτική κοινότητα. 

Ως εκ τούτου, πολλοί ανησυχούν για το τι θα συμβεί αν ταυτόχρονα αλλάξουν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές με αποτέλεσμα την αποστροφή στο ρίσκο. Μήπως οι επενδυτές από τη στιγμή που θα έχουν επιλογές θετικών αποδόσεων , αρνηθούν να δανείσουν ή απαιτήσουν πολύ μεγαλύτερο κουπόνι από χώρες όπως η  Ελλάδα με χρέος 206% του ΑΕΠ, ή η Ιταλία με χρέος 150% του ΑΕΠ ή η Γαλλία με χρέος 120% του ΑΕΠ;

Ο αντίλογος

Στο σημείο αυτό η στήλη καταθέτει την αισιοδοξία της σε μακροπρόθεσμο βέβαια ορίζοντα. 

Σε αντίθεση με την αγορά των μετοχών, η αγορά των ομολόγων είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις παραπάνω ανησυχίες. 

Που βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Η  απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων στις ανεπτυγμένες χώρες είναι πλέον πολύ χαμηλότερη του πληθωρισμού. 

Γιατί συμβαίνει αυτό; Η αγορά πιθανότατα διαισθάνεται πως νομοτελειακά τα επιτόκια δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να κινηθούν δραματικά υψηλότερα, ακριβώς για τον λόγο ότι όλος ο πλανήτης είναι υπερχρεωμένος. 

Αυτό το έχουν αντιληφθεί οι διεθνείς φορείς για αυτό όπως θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας, τόσο σε επίπεδο G20 όσο και σε επίπεδο ΔΝΤ αναζητείται  ένα νέο και βελτιωμένο σύστημα αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που θα λαμβάνει υπόψη τις προοπτικές ανάπτυξης κάθε χώρας. Και σε αυτό το κεφάλαιο όπως θα δούμε στο τέλος, η Ελλάδα θα είναι από τις πρωταγωνίστριες.

  • Η υποτυπώδης ελληνική αγορά παραγώγων αποθαρρύνει τα  διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια από το Χ.Α

Ένας από τους λόγους που οι θεσμικοί επενδυτές αποφεύγουν μεγάλες θέσεις στο ελληνικό χρηματιστήριο είναι το γεγονός ότι η αγορά μας δεν έχει βάθος. Αρκεί να δει κανείς τον μέσο όρο του τζίρου του ελληνικού χρηματιστηρίου για να κατανοήσει τι εννούμε.

Εν ολίγοις, οι διεθνείς επενδυτές φοβούνται ότι  σε περίπτωση ενός συστημικού κινδύνου που αλλάξει άρδην το κλίμα στις αγορές και τη διάθεση για ρίσκο, θα κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν στο ελληνικό χρηματιστήριο, μιας και η αγορά δεν θα μπορεί να απορροφήσει μεγάλο όγκο πωλήσεων, ενώ ταυτόχρονα οι δυνατότητες για αντιστάθμιση κινδύνου είναι σχετικά περιορισμένες.

Βλέπετε οι χαμηλοί τζίροι χαρακτηρίζουν και την αγορά παραγώγων, η οποία ταυτόχρονα «πάσχει» από τους μικρούς πολλαπλασιαστές. Γι’αυτό άλλωστε τα κερδοσκοπικά κεφάλαια απέχουν από το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο πολλαπλασιαστής επί 2 δρα αποθαρρυντικά καθώς δεν δίνει τη δυνατότητα για σημαντικά κέρδη. Για παράδειγμα μια άνοδος ή πτώση της τάξεως του 1% θα καλύψει  απλώς τις προμήθειες της χρηματιστηριακής . Γιατί λοιπόν ένα κερδοσκοπικό κεφάλαιο να ασχοληθεί με την ελληνική αγορά όταν στις διεθνείς αγορές οι πολλαπλασιαστές είναι από 25 έως 50 με αποτέλεσμα μια διακύμανση +_1% να δίνει δυνατό «μεροκάματο»;  Η έλλειψη αυτών των κεφαλαίων από την ελληνική αγορά είναι ένας από τους λόγους της ρηχότητας και της έλλειψης ρευστότητας που τη χαρακτηρίζουν. 

Μια αλλαγή των πολλαπλασιαστών θα έδινε ώθηση στην αγορά των παραγώγων, με αποτέλεσμα την προσέλκυση κερδοσκοπικών κεφαλαίων που θα έδιναν με τη σειρά τους  ρευστότητα και βάθος στην αγορά με σαφή αντανάκλαση και στην υποκείμενη αγορά των μετοχών(σ.σ: περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην έξοχη ανάλυση του Μιχάλη Τουτζιάρη εδώ).

Τι δεν έχει προεξοφλήσει η αγορά όσον αφορά τη «μεγάλη» μελλοντική εικόνα

Η επανάσταση της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη ξεκινήσει μέσω της ψηφιοποίησης του κράτους. Μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, θα αναπτυχθούν σημαντικά έργα ψηφιακής μετάβασης στην Ελλάδα, όπως η ψηφιοποίηση της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης κ.α με στόχο να μειωθεί η γραφειοκρατία και να τονωθεί η  απασχόληση στη μετά Covid-19 εποχή. 

Ταυτόχρονα, το  σύγχρονο οικονομικό μοντέλο παραγωγής  δεν θα ακολουθήσει μόνο την ψηφιακή εποχή αλλά και την πράσινη μετάβαση. Οι επενδύσεις σε υποδομές που θα γίνουν στην Ελλάδα  είτε αφορούν λιμάνια, είτε οδικούς άξονες ή ενεργειακά έργα θα ενορχηστρωθούν από ένα ψηφιακό κράτος βασισμένο σε νέες τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. 

Τεχνολογίες που θα γίνουν κτήμα μας μέσω της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα κινητοποιήσει το «Ελλάδα 2.0». Ταυτόχρονα  τα έργα που προγραμματίζονται να πραγματοποιηθούν με τους πόρους του ΕΣΠΑ, αλλά και η  ώθηση που θα δώσουν στις επενδύσεις η οικοδομική δραστηριότητα και η υιοθέτηση πράσινων μορφών ενέργειας , θα βοηθήσουν τη χώρα μας να κλείσει το  «επενδυτικό κενό» και να προσεγγίσει τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. 

Ήδη από το  δεύτερο εξάμηνο του 2021  εκτιμάται ότι οι επενδύσεις στη χώρα μας θα  κινηθούν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το β’ εξάμηνο του 2020, με την πρώτη προκαταβολή από το Ταμείο Ανάκαμψης να έχει ήδη εκταμιευτεί ενώ ταυτόχρονα έχουν  δρομολογηθεί μεγάλα έργα. 

Δεδομένης της συνειδητοποίησης τόσο από πλευράς κυβερνώντων όσο και από πλευράς πολιτών, ότι χωρίς  ζωτικές μεταρρυθμίσεις σε καίριες πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας η χώρα μας δεν πρόκειται να αλλάξει σελίδα, πιστεύουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα προσφέρουν στα διαγράμματα των οικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας αυτό που απουσιάζει σήμερα: Την εικόνα μιας διαχρονικά σταθερής ανοδικής πορείας των ρυθμών ανάπτυξης. Και αυτό  είναι κάτι που κάποια στιγμή, οι αγορές θα το αναγνωρίσουν.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.