Με τις αποδόσεις των βασικών τους δεικτών να διαμορφώνονται πάνω από το 20% φέτος, τα χρηματιστήρια της Αθήνας, της Φρανκφούρτης και της Μαδρίτης, πρωταγωνιστούν μέσα στο 2025, αφήνοντας πίσω αγορές που κυριαρχούν παραδοσιακά σε επιδόσεις, όπως της Νέας Υόρκης.
Το σκωτσέζικο ντους των δασμών και η αβεβαιότητα αναφορικά με τις πολιτικές που θα εφαρμόσει ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζουν να αποτελούν τους καταλύτες της βραχυπρόθεσμης τάσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές μετοχές υπεραποδίδουν των αμερικανικών και οι μεγαλύτεροι διαχειριστές κεφαλαίων κοιτούν προς… ανατολάς.
Η σύγκριση των αποδόσεων εξηγεί πολλά για την τρέχουσα τάση. Ο δείκτης DAX στη Φρανκφούρτη κερδίζει 20,7% φέτος και 27,9% στο 12μηνο, ενώ ο δείκτης IBEX στη Μαδρίτη σημειώνει κέρδη 22,7% φέτος και 25,62% στο 12μηνο. Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών ενισχύεται κατά 24,8% μέσα στο 2025 και κατά 24,1% στο τελευταίο 12μηνο. Ακόμα και ο MIB στο Μιλάνο με το +16,8% φέτος και το +14,85% τον τελευταίο χρόνο, ξεπερνά κατά πολύ τους δείκτες της Wall.
Ο δείκτης βαρόμετρο για τις παγκόσμιες αγορές S&P 500 καταγράφει οριακές απώλειες 0,18% μέσα στο 2025, ενώ στο 12μηνο σημειώνει κέρδη 10,65%. Ο τεχνολογικός Nasdaq κινείται οριακά ανοδικά κατά 0,91% φέτος και κερδίζει 12,36% στο 12μηνο, ενώ παρόμοια είναι η κατάσταση του Dow Jones, ο οποίος χάνει 1,16% το 2025 και ενισχύεται κατά 8,23% τον τελευταίο χρόνο.
Οι αποδόσεις υποδηλώνουν τη ζημιά που έχει υποστεί το επενδυτικό κλίμα κυρίως σε ό,τι αφορά τα αμερικανικά assets εξαιτίας της δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ. Μάλιστα, η Goldman Sachs τονίζει ότι στην αρχή του έτους οι περισσότεροι επενδυτές ήταν επιφυλακτικοί για την πορεία των ευρωπαϊκών μετοχών. Η επιφυλακτικότητα ήταν δικαιολογημένη, ωστόσο ήρθε η ιστορική απόφαση της Ε.Ε. για αύξηση των αμυντικών δαπανών αλλά και της Γερμανίας για δημοσιονομική χαλάρωση, να ανατρέψουν τα δεδομένα.
Μετά από πολλά διαδοχικά έτη υψηλών αποδόσεων της Wall Street, είναι εύλογο να υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση επενδυτικών χαρτοφυλακίων στις αμερικανικές μετοχές, που σημαίνει ότι η τρέχουσα αλλαγή τάσης θα μπορούσε να έχει προεκτάσεις ιστορικής σημασίας. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η JPMorgan, από το 1970 έως και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κυριαρχία των χρηματιστηρίων έκανε μεν κύκλους, αλλά ήταν σαφής η κυριαρχία της Wall.
Στο διάστημα αυτό σημειώθηκαν 5 περίοδοι κατά τις οποίες οι αμερικανικές μετοχές υπεραπέδωσαν των παγκόσμιων μετοχών. Η διάρκεια των εν λόγω περιόδων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 96 μήνες ή 12 χρόνια. Στον αντίποδα, καταγράφηκαν 4 περίοδοι υπεραπόδοσης των παγκόσμιων μετοχών έναντι των αμερικανικών, με τη μέση διάρκειά τους να υπολογίζεται σε 45 μήνες ή 3 χρόνια και 9 μήνες.
Από την πλευρά της, η Deutsche Bank σημειώνει πως έχουν περάσει 25 χρόνια από την τελευταία φορά που οι ευρωπαϊκές μετοχές όχι μόνο υπεραπέδιδαν των αμερικανικών αλλά κινούνταν μάλιστα ανοδικά όταν οι αμερικανικές μετοχές υποχωρούσαν.
Ιστορικά, ενώ οι καταλύτες για οικονομία και αγορές υποστηρίζουν σταθερά τις αμερικανικές μετοχές από το 2009, η JPMorgan εκτιμά ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει και πλέον δικαιολογούν το rebalancing των χαρτοφυλακίων. Συμβουλεύει, λοιπόν, τους επενδυτές μία κατανομή της τάξης του 30% σε μετοχές εκτός ΗΠΑ, με ένα ποσοστό να κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές μετοχές.
Οι ανησυχίες σχετικά με τους δασμούς, την αναιμική ανάπτυξη, το χρέος των ΗΠΑ και τον πληθωρισμό, έχουν οδηγήσει στην αντιστροφή μίας μακροχρόνιας τάσης και είναι οι ίδιες ανησυχίες αυτές που έχουν επηρεάσει φέτος αρνητικά το δολάριο και τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Η επιφυλακτικότητα για το μέλλον της αμερικανικής κυριαρχίας έκανε πολλούς επενδυτές να κοιτάξουν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αναζητώντας ευκαιρίες στις ευρωπαϊκές αγορές.
Γι’ αυτό και οι αναλυτές της JPMorgan δίνουν στον πανευρωπαϊκό δείκτη των blue chips, STOXX 50, περιθώρια ανόδου έως και 11% (σε σύγκριση με το κλείσιμο της Δευτέρας 26/5) μέχρι τα μέσα του 2026. Η αμερικανική τράπεζα επισημαίνει τέσσερις παράγοντες για να δικαιολογήσει το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για ευρωπαϊκά assets: α) την αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη και τη χαλάρωση του γερμανικού φρένου χρέους, β) την ανάγκη για διαφοροποίηση στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, γ) τις χαμηλότερες αποτιμήσεις και δ) τις μερισματικές αποδόσεις.