Γιατί αυξήθηκε ο πληθωρισμός

Γιατί αυξήθηκε ο πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και δεκαετίες με την πρόβλεψη για το 2022 να βρίσκεται στο 8.9%, έναντι 7.6% στην ευρωζώνη. Η ανάδυση του υψηλού πληθωρισμού από τα βάθη των δεκαετιών του 1980 και του 1990 έχει τις κύριες αιτίες της στο (λανθασμένα) παρατεταμένο και ισχυρό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών (δημιουργία νέου χρήματος), στη πανδημική ύφεση και στην ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος.

Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος του χρήματος κατευθύνθηκε στις χρηματαγορές και όχι στην πραγματική οικονομία (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), με αποτέλεσμα τη δημιουργία χρηματοοικονομικής φούσκας στις μεγάλες χρηματαγορές, η οποία επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις.     

Ποια αρνητικά προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός σε γενικές γραμμές;

Προκαλεί απώλεια πραγματικού εισοδήματος και αγοραστικής δύναμης, ιδιαίτερα όταν οι τιμές αυξάνονται κατά μέσο όρο πάνω από την αύξηση του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος. Επιπλέον, η αβεβαιότητα που προκαλείται δυσκολεύει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους άλλους οικονομικούς φορείς στη σύναψη οικονομικών σχέσεων και μειώνει τις παραγωγικές επενδύσεις. Τέλος, η αγοραστική δύναμη μετατοπίζεται από τους μισθωτούς που συνήθως έχουν σταθερά εισοδήματα, σε όσους μπορούν να αλλάξουν τις τιμές στα προϊόντα / υπηρεσίες που παρέχουν.   

Γιατί η ευρωζώνη μπορεί να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα;

Το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης του πληθωρισμού είναι η περιοριστική νομισματική πολιτική, δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. Η αύξηση των επιτοκίων μειώνει τη ρευστότητα στην αγορά και άρα τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά μπορεί βραχυπρόθεσμα να προκαλέσει χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης ή και ύφεση (ως ότου επανέλθει ισορροπία). Ο κύριος λόγος είναι ότι το ακριβότερο χρήμα μειώνει τις επενδύσεις και τη κατανάλωση.

Το πρόβλημα στην ευρωζώνη είναι και πάλι οι έντονες ανισορροπίες στη παραγωγικότητα και τα χρέη των κρατών μελών. Ο υψηλότερος πληθωρισμός (σε ανεκτά όρια) είναι περισσότερο θεμιτός σε χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα, διότι μειώνεται το πραγματικό επίπεδο του χρέους (ο πληθωρισμός ¨τρώει¨ το χρέος που έχει εκδοθεί με χαμηλό επιτόκιο). Στον αντίποδα, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ (ή ακόμα και η προσδοκία αύξησης των επιτοκίων) οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού που, όπως είδαμε και στη κρίση της δεκαετίας του 2010, επιβαρύνει το χρέος (ιδιωτικό ή δημόσιο) και τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης και αποπληρωμής του. 

Παράλληλα, η σημαντική αύξηση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ως μέτρο αντιμετώπισης της πανδημικής και ενεργειακής κρίσης, έχει αφήσει τα ήδη χρεωμένα κράτη (όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, κ.α.) αντιμέτωπα με μια νέα κρίση χρέους. 
 

Υπάρχουν λύσεις;

Οι γνωστές λύσεις που θα προκαλέσουν νέα τριβή στην ευρωζώνη. Σε όρους πολιτικής (νομισματικής και δημοσιονομικής) τέσσερα είναι τα κυρίαρχα ζητήματα. 

Πρώτον, η ΕΚΤ οφείλει να αντιμετωπίσει τον πολύ υψηλό πληθωρισμό με αύξηση των επιτοκίων χωρίς όμως να το ¨παρακάνει¨. Μπορούμε να ζήσουμε με ένα ελαφρύ πληθωρισμό της τάξης του 2-3% για ένα χρονικό διάστημα της τάξης των δύο ετών, μέχρι να επανέλθει η ισορροπία στις τιμές τις ενέργειας. 

Δεύτερο, πρέπει να επέμβουμε στον τρόπο που γίνεται η νομισματική πολιτική, ώστε η ρευστότητα να κατευθύνεται σε περισσότερο στοχευμένες δράσεις. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ευρωομόλογα που θα χρηματοδοτήσουν τη πράσινη ενεργειακή αυτάρκεια της ευρωζώνης, η οποία θα πρέπει να συμβεί τάχιστα (από μόνη της αυτή η πολιτική θα συμπιέσει τις πληθωριστικές τάσεις). 

Τρίτο, θα πρέπει να υπάρξουν δράσεις (και χρηματοδότηση) της θεσμικής βελτίωσης των χωρών του νότου, ώστε να εξαλειφθεί η θεσμική ανισορροπία που οδηγεί σε παραγωγική ανισορροπία. 

Τέταρτο, θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τη χαμηλότοκη αναχρηματοδότηση του χρέους των χωρών του νότου που προήλθε από τις δίδυμες εξωγενείς κρίσεις (πανδημία και πόλεμος). Αυτό θα αποτελέσει σημείο έντονης τριβής στην ευρωζώνη, αλλά χρειάζονται επιτέλους και γενναίες αποφάσεις. 

Πέμπτο, η ευρωζώνη θα πρέπει να διασφαλίσει ότι η αύξηση της ρευστότητας σε μελλοντικές επεκτατικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές θα κατανέμεται με ένταση σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη αυτή τη ρευστότητα (και δεν μπορούν να δανειστούν πχ από τις τράπεζες). Για να συμβεί αυτό, απαιτείται ευρωπαϊκή προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής (ώστε να γνωρίζουμε ποιοι είναι αυτοί που έχουν ανάγκη) και χρηματοδότηση καλών επιχειρηματικών ιδεών των οικονομικά ασθενέστερων από μια ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων με διευρυμένο ορίζοντα.   

*Μάνθος Ντελής, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Audencia Business School