Ετοιμάζονται για μεγάλο «comeback» οι ευρωπαϊκές μετοχές;
Shutterstock
Shutterstock

Ετοιμάζονται για μεγάλο «comeback» οι ευρωπαϊκές μετοχές;

Θα είναι το 2026 έτος μεγάλου ράλι των ευρωπαϊκών μετοχών ή θα κυριαρχήσουν ξανά οι κολοσσοί της Wall Street;

Ενώ οι αποδόσεις του πανευρωπαϊκού STOXX 600 και του S&P 500, για το 2025, είναι σχεδόν ίσες και διαμορφώνονται λίγο πάνω από το 14%, οι… βίοι των δύο δεικτών δεν είναι ακριβώς παράλληλοι μέσα στο έτος.

Στις αρχές του 2025, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ μετακόμιζε για δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο, οι αναλυτές κατέληγαν – με φόντο τις πολιτικές που είχε υποσχεθεί ο νέος Αμερικανός πρόεδρος – στο συμπέρασμα ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές είχαν μπροστά τους ένα πολύ δυναμικό, από πλευράς αποδόσεων, έτος.

Στην πορεία, ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν. Η καταιγίδα των δασμών κόπασε, με τους φόβους για τις επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών των τελευταίων δεκαετιών να υποχωρούν, αλλά την ίδια ώρα ξέσπασε πολιτική θύελλα στη Γαλλία, ενώ αυξήθηκαν και οι ανησυχίες για τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία. Κάπως έτσι, φτάσαμε στο σημείο οι μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών να χάσουν το προβάδισμα έναντι των Αμερικανών ανταγωνιστών τους και σήμερα να εμφανίζουν παρόμοιες αποδόσεις.

Σύμφωνα με την JPMorgan, αυτή η τάση ενδέχεται να αλλάξει ξανά το 2026, όταν οι ευρωπαϊκοί τίτλοι έχουν τη δυναμική να σημειώσουν comeback. Παρά τις αβεβαιότητες που συνεχίζουν να υφίστανται σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας εκτιμούν ότι το κλίμα και η σχέση ρίσκου-απόδοσης, βελτιώνονται για τις μετοχές της Γηραιάς Ηπείρου.

Μάλιστα, η περίοδος υπεραπόδοσης των ευρωπαϊκών μετοχών αναμένεται να ξεκινήσει πριν το τέλος του 2025, για να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια του νέου έτους, μετά από 7-8 μήνες συσσώρευσης.

Ρόλο καταλύτη στην άνθηση των ευρωπαϊκών μετοχών θα παίξουν παράγοντες όπως η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, το καλύτερο outlook της Κίνας και η εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Στο επίκεντρο βρίσκεται φυσικά η Γερμανία, μετά την ιστορική απόφαση για χαλάρωση του κανόνα για το χρέος. Όπως σημειώνει η JPMorgan, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που έχει δεσμευτεί η γερμανική κυβέρνηση και η οποία έχει καθυστερήσει, αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή μέσα στους επόμενους μήνες, δίνοντας ώθηση τόσο στην ανάπτυξη, όσο και στα εταιρικά κέρδη.

Την ίδια ώρα, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναμένεται να υποστηρίξει στην αύξηση των χορηγήσεων και την προσφορά χρήματος στην ευρωπαϊκή αγορά. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ έχει μειώσει τα επιτόκια 8 φορές μέσα σε 12 μήνες, από τον Ιούνιο του 2024 έως τον Ιούνιο του 2025, με το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να

υποχωρεί στο 2%, από 4% που είχε κορυφωθεί τον Σεπτέμβριο του 2023. Και ενώ στελέχη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν δηλώσει ότι ο κύκλος των μειώσεων έχει κλείσει, δεν αποκλείεται η Κριστίν Λαγκάρντ να προχωρήσει σε ακόμα μία ή δύο μειώσεις μέσα στο 2026, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που θα επικρατούν.

Η μεγάλη μείωση των επιτοκίων λειτουργεί πάντα ως ούριος άνεμος για τις μετοχές, αν και δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που επηρεάζει τις διακυμάνσεις.

Οι θετικές εξελίξεις αναμένεται να υποστηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα και να οδηγήσουν σε άνοδο τα κέρδη, ενώ και η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης θα συμβάλλει στην αύξηση της κερδοφορίας.

Η JPMorgan προβλέπει ότι τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) των αμερικανικών εταιρειών θα ενισχυθούν κατά 12,5% το 2025, ενώ των ευρωπαϊκών εταιρειών θα συρρικνωθούν κατά 2,6%. Το σκηνικό θα αλλάξει το 2026 με τις αμερικανικές εταιρείες να αυξάνουν τα κέρδη ανά μετοχή κατά 13,6% και τις ευρωπαϊκές κατά 14,8%.

Στην Ευρώπη, τη μεγαλύτερη αύξηση κερδών ανά μετοχή, κατά 66,1%, θα εμφανίσει ο κλάδος των discretionary (καταναλωτικά προϊόντα όχι πρώτης ανάγκης), από συρρίκνωση της τάξης του 36,8% το 2025 (παίζει ρόλο και η βάση σύγκρισης). Ακολουθεί ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών με αύξηση EPS κατά 18,5% το 2026, από συρρίκνωση 4% το 2025 και ο κλάδος των πρώτων υλών με αύξηση στα EPS κατά 17,7% το 2026 έναντι συρρίκνωσης 3% το 2025.

Στην κορυφή των επιλογών της, η JPMorgan τοποθετεί τις Granolas, ήτοι τις μετοχές των 11 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών (GSK, Roche, ASML, Nestle, Novartis, Novo Nordisk, L’Oreal, LVMH, AstraZeneca, Sanofi, SAP), οι οποίες υποαπέδωσαν του γενικού δείκτη κατά 25% από τα μέσα του 2024. Αποτέλεσμα ήταν η αθροιστική κεφαλαιοποίηση των Granolas ως προς τη συνολική κεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών μετοχών να υποχωρήσει στο 20%, από 27% που είχε κορυφωθεί.

Παρ’ όλα αυτά, ο οίκος τονίζει ότι τα κέρδη ανά μετοχή του γκρουπ φέτος αυξάνονται κατά 8%, όταν για την ευρύτερη αγορά είναι σχεδόν αμετάβλητα. Στο μεταξύ, η ρευστότητα των Granolas έχει ενισχυθεί στα 106 δισ. ευρώ το 2024, από 91 δισ. ευρώ το 2023, με τις επαναγορές να έχουν εκτιναχθεί στα 36 δισ. ευρώ – σε ετησιοποιημένη βάση – το 2025.