Ένα από τα αίτια, της συντήρησης των τιμών της Wall Street σε υψηλά επίπεδα και της ταχύτατης επανάκαμψής τους σε κάθε βύθιση, είναι η επαναγορά μετοχών των ίδιων των εισηγμένων εταιρειών. Έτσι τα προγράμματα «stock buyback», ενεργοποιούνται με μεγαλύτερη ένταση σε κάθε «dip» της αγοράς, με αποτέλεσμα να γινόμαστε μάρτυρες του κλασσικού πλέον «buy the dip», δηλαδή των «αγορών στην πτώση».
Οι επαναγορές μετοχών, από τις ίδιες τις εταιρείες ήταν απαγορευμένες στη Wall Street μέχρι το 1982. Έκτοτε επιτράπηκαν και πραγματοποιούνται κάτω από άγρυπνο βλέμμα της SEC, της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το θεωρητικό υπόβαθρο πίσω από το «stock buyback» είναι απλό.
Για να προχωρήσει μια εταιρεία στην επαναγορά των μετοχών της θα πρέπει να διαθέτει σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα. Τα ταμειακά διαθέσιμα χρησιμοποιούνται για να μεγεθύνεται μια εταιρεία. Χρηματοδοτώντας είτε νέες επενδύσεις στις δικές της παραγωγικές μονάδες, είτε πραγματοποιώντας εξαγορές άλλων επιχειρήσεων. Αμφότερες είναι κινήσεις που αυξάνουν αφ’ ενός τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία των επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου την αξία των μετοχών που διαθέτουν οι μέτοχοί τους.
Όταν λοιπόν η διοίκηση μιας εισηγμένης εταιρείας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα ταμειακά διαθέσιμά της για την επαναγορά μετοχών, αυτό σημαίνει πως δεν έχει βρει κάποιο άλλο καλύτερο ή αποδοτικότερο επενδυτικό εγχείρημα. Και πως θεωρεί ότι η επανεπένδυση στον εαυτό της αποτελεί τη βέλτιστη λύση. Για να είναι επιτυχημένη η επιλογή της επαναγοράς μετοχών θα πρέπει η τρέχουσα τιμή της μετοχής στο χρηματιστήριο να είναι χαμηλή.
Τι γίνεται όμως, τελικά, με τις μετοχές που επαναγοράζει η εταιρεία; Πώς ωφελούνται οι μέτοχοι, από αυτήν την πρακτική; Οι μετοχές που επαναγοράζονται είτε διαγράφονται, με αποτέλεσμα την αύξηση της «αξίας» των μετοχών που έχουν οι υπόλοιποι μέτοχοι στο χαρτοφυλάκιο τους είτε πωλούνται σε τρίτους, οπότε η εταιρεία κερδίζει από τη διαφορά της τιμής πώλησης, από την τιμή επαναγοράς.
Μετά το τέλος του Q1, οι επαναγορές μετοχών, που όπως προαναφέραμε είναι ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία υποστήριξης των τιμών των μετοχών τα τελευταία χρόνια, δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης. Η στασιμότητα που παρατηρήθηκε στο δεύτερο τρίμηνο, σε συνδυασμό με τη μείωση της καθαρής απόδοσης των μετοχών που είχαν επαναγοραστεί στο +2%, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών, εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον της αγοράς.
Έπαψαν ξαφνικά οι επαναγορές μετοχών να αποτελούν μια από τις βασικές στρατηγικές των αμερικανικών εταιρειών για την ενίσχυση της αξίας των μετοχών τους; Έπαψε η μείωση του αριθμού των κυκλοφορούντων μετοχών, να αυξάνει τα κέρδη ανά μετοχή (EPS), ενισχύοντας την αξία των μετοχών που βρίσκονται στα χέρια των επενδυτών; Έπαψαν οι επαναγορές μετοχών να λειτουργούν ως «μαξιλάρι» σε περιόδους πτώσης, περιορίζοντας την αστάθεια; Φυσικά και όχι.
Η πρόσφατη επιβράδυνση των επαναγορών υποδηλώνει ότι οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πιέσεις από πολλαπλές κατευθύνσεις. Όπως είναι τα υψηλά επιτόκια, οι αυξανόμενες κεφαλαιουχικές δαπάνες, ιδιαίτερα στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, και οι υπερτιμημένες αποτιμήσεις που περιορίζουν την ευελιξία τους.
Τα προγράμματα επαναγορών για το 2025, ξεπερνούν το $1 τρισ. με εταιρείες όπως η Apple, η Google και η Nvidia να πρωτοστατούν με προγράμματα επαναγοράς αξίας $100 δισ., $70 δισ. και $60 δισ. αντίστοιχα. Ωστόσο, η στασιμότητα του δεύτερου τριμήνου, ακόμα και για τις «Magnificent 7» τεχνολογικές εταιρείες, δείχνει ότι ακόμα και οι γίγαντες της αγοράς διστάζουν να συνεχίσουν την επιθετική επαναγορά μετοχών τους, εν μέσω αβεβαιοτήτων.
Η σύγκριση της απόδοσης του +2% που είχαν κατά μέσο όρο οι επαναγορασθείσες μετοχές, με τα υψηλά επιτόκια της Fed, καθιστούν τις επαναγορές μη ανταγωνιστικές. Καθώς οι φετινές χρηματιστηριακές αποδόσεις υπολείπονται αυτών των προηγουμένων ετών. Έτσι με όρους «επένδυσης» οι επαναγορές δεν είναι πλέον τόσο ελκυστικές.
Οι υψηλές επενδύσεις που απαιτούνται σε ψηφιακές υποδομές και σε εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, απασχολούν ολοένα και περισσότερα κεφάλαια των εταιρειών, με αποτέλεσμα τα ταμειακά διαθέσιμα να κατευθύνονται προς τα εκεί, παρά στις επαναγορές μετοχών. Και είναι απολύτως λογικό, αφού η υστέρηση στην κούρσα των επενδύσεων στην ψηφιακή τεχνολογία και την Τεχνητή Νοημοσύνη, μπορεί να θέσει εκτός μάχης όποιον ολιγωρεί.
Τέλος, οι υψηλές αποτιμήσεις της αγοράς, που έχουν χαρακτηρίσει τις μετοχές ως «υπερτιμημένες», «υπερτιμολογημένες» και «υπερεπενδεδυμένες» ή «υπεραγορασμένες» καθιστούν τις επαναγορές λιγότερο ελκυστικές, καθώς οι εταιρείες διστάζουν να αγοράσουν τις μετοχές τους σε υψηλές τιμές. Τιμές που δεν τους επιτρέπουν να αναμένουν σημαντικές υπεραξίες από εδώ και πέρα.
Βλέπουμε, λοιπόν, μια αλλαγή στάσης των διοικήσεων των εταιρειών. Οι διοικήσεις επιστρέφουν στο «σήμερα» και στο παρόν. Ανταποκρινόμενες στις σημερινές ανάγκες για εταιρική ανάπτυξη. Οπότε χρηματοδοτούν τις σημερινές απαιτούμενες πραγματικές επενδύσεις που κρίνονται απαραίτητες, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις δυνητικές υπεραξίες και την αύξηση της αξίας των μετοχών μέσω λογιστικών εγγραφών και διαγραφών μετοχών.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs, σε πρόσφατο σημείωμά τους αναφέρουν, ότι η αποδυνάμωση των επαναγορών σε μια αγορά που είναι εθισμένη σε αυτές και σε μια αγορά που έχει συνηθίσει στο δίχτυ ασφαλείας τους, μπορεί να οδηγήσει αφενός σε μείωση της διάθεσης για επενδυτικό ρίσκο και αφετέρου σε χαμηλότερη αύξηση των κερδών ανά μετοχή. Επιβραδύνοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη των EPS, αφού δεν θα μειώνεται ο αριθμός των μετοχών των εισηγμένων εταιρειών. Επιπλέον, η αποδυνάμωση των επαναγορών, μπορεί να αδυνατίζει την «υποστήριξη» των τιμών των μετοχών, ιδιαίτερα σε περιόδους διόρθωσης. Στα «dips», δηλαδή.
Οπότε η απουσία πλέον ενός σταθερού καθεστώτος «buy the dip», αρχίζει προβληματίζει τους επενδυτές. Αφού τα χρηματιστήρια θα πρέπει να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι στα ταμειακά διαθέσιμα των ίδιων των εισηγμένων εταιρειών. Είναι μια ακόμα φάση της προσγείωσης στην πραγματικότητα, που έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της στις χρηματιστηριακές αγορές.