Αν η χρήση του 2025 ξεκινούσε τον Ιούλιο του 2024 και ολοκληρώνονταν τον Ιούνιο του 2025, θα είχαμε μια νέα ιστορική επίδοση στα λειτουργικά κέρδη των εισηγμένων, καθώς παρατηρείται οριακή μεν, αύξηση δε, κατά 1% σε σχέση με το 2024. Η σημασία αυτής της μέτρησης έχει να κάνει με το γεγονός του ότι οι 131 εισηγμένες εμποροβιομηχανικές εταιρίες αύξησαν τη μόχλευση τους υπερβαίνοντας τις 2 φορές το ύψος του καθαρού δανεισμού τους στο τέλος του φετινού εξαμήνου.
Συγκεκριμένα από τις 1,7 φορές στο τέλος του 2023 η σχέση αναθεωρήθηκε υψηλότερα στις 1,97 φορές στο τέλος του 2024 και πλέον βρίσκεται στις 2,08 φορές. Είναι λογικό σε ένα περιβάλλον πτωτικών επιτοκίων οι επιχειρήσεις να αξιοποιούν περισσότερο τις δυνατότητες του τραπεζικού δανεισμού είτε άμεσα είτε έμμεσα: Ακόμα και μια επιστροφή κεφαλαίου που συνεπάγεται την αύξηση του καθαρού τραπεζικού δανεισμού είναι ουσιαστικά μια μορφή έμμεσης μόχλευσης, καθώς αυξάνει τα διανεμόμενα προς τους μετόχους κεφάλαια χωρίς να μειώνει τα λειτουργικά κέρδη, αλλά ενισχύει την εξάρτηση από τον δανεισμό.
Φυσικά και υπάρχουν ενστάσεις που δεν θεωρούνται αμελητέες: Το πρώτο εξάμηνο είναι σχεδόν πάντα μικρότερο σε τζίρο και λειτουργικά κέρδη και έχει υψηλότερες ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης σε σχέση με το β’ εξάμηνο όπου κατά κύριο λόγο καταγράφονται οι τουριστικές εισροές και η ισχυρή περίοδος της λιανικής η οποία πλέον εκτός από τα σχολικά και την Χριστουγεννιάτικη εποχική ζήτηση έχει και την εκπτωτική μαύρη Παρασκευή (εβδομάδα πλέον) του Νοεμβρίου. Επίσης, πολλές επενδύσεις βρίσκονται σε φάση υλοποίησης και δεν συμμετέχουν στην παραγωγή κερδών. Τέλος, οι έκτακτες εγγραφές στην περίοδο του α’ εξαμήνου πριν τα λειτουργικά κέρδη ήταν πλειοψηφικά αρνητικές.
Οι 20 πρώτες σε απόλυτα μεγέθη πιο δανεισμένες εταιρίες του συνόλου αντιπροσωπεύουν το 92% του συνολικού δανεισμού της αγοράς. Πρόκειται όμως για εταιρίες που φέρνουν 11,3 δισ. ευρώ σε λειτουργικά κέρδη, εισφέρουν δηλαδή το 74% της επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας των εισηγμένων εταιριών. Ειδικά η πρώτη δεκάδα των εταιριών έχει απαιτητικό πρόγραμμα επενδύσεων το οποίο κυρίως τροφοδοτείται και από τραπεζικό δανεισμό.
Επομένως, έχουμε αύξηση του χρηματοοικονομικού κινδύνου προς όφελος των μελλοντικών κερδών. Στο παρελθόν η αύξηση του δανεισμού δεν συνοδεύονταν από αυτή την παράμετρο καθώς οι εταιρίες κινούνταν σε μια λογική απόκτησης συμμετοχών χωρίς καθαρό ορίζοντα κερδών. Εκτός από τους μετόχους μεγάλοι χαμένοι ήταν και οι τράπεζες οι οποίες πλέον χρηματοδοτούν με πιο αυστηρά κριτήρια τις προσπάθειες ανάπτυξης των επιχειρήσεων Και αυτή είναι μια ακόμα σοβαρή αλλαγή προς την ενηλικίωση της ελληνικής αγοράς.