Έχουμε τις επενδύσεις που θέλουμε και χρειαζόμαστε;

Έχουμε τις επενδύσεις που θέλουμε και χρειαζόμαστε;

Έχουμε τις επενδύσεις που θέλουμε, ή καλύτερα έχουμε τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε σαν χώρα; Σίγουρα όχι. Παρά τους αυξητικούς ρυθμούς που καταγράφονται, η Ελλάδα υστερεί. Με αποτέλεσμα να μην δύναται να ακολουθήσει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. 

Ασφαλώς η τρέχουσα ανάπτυξή μας, κινείται με ρυθμούς ταχύτερους από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια. Αφού τον χαμηλότερο από εμάς μέσο όρο, τον διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό η συγκυριακή υστέρηση των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών, δηλαδή της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. 

Οπότε η υπόλοιπη μισή αλήθεια είναι ότι οι χώρες που έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά με εμάς και διψούν εξ ίσου για επενδύσεις, κινούνται με τις ίδιες ή ακόμα και μεγαλύτερες από εμάς ταχύτητες. Όπως είναι για παράδειγμα η Πορτογαλία με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%, η Ρουμανία με 3,1%, η Κροατία με 3,9% κ.α. Χώρες οι οποίες διατηρούν  παράλληλα υψηλούς ρυθμούς επενδύσεων στην κατηγορία του «Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου».

Κανείς δεν υποχρεούται να έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα. Κανείς δεν οφείλει να έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα. Για να το κάνει, κάτι θα πρέπει να δει. Και αυτό το «κάτι», δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε απλό. Με αυτόν τον τρόπο επαληθεύεται η ρήση, ότι κάθε χώρα έχει τις επενδύσεις που τις αξίζουν, αφενός ως προς το μέγεθος και αφετέρου ως προς την ποιότητα τους. Και αυτές οι επενδύσεις από τη δική τους πλευρά, είναι που καθορίζουν την παραγωγικότητα και τους ρυθμούς ανάπτυξης μιας οικονομίας, την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και στην τελική γραμμή τα εισοδήματα των πολιτών.

Γιατί να έρθει ένας επενδυτής από το εξωτερικό να επενδύσει στην πραγματική οικονομία της χώρας; Τονίζουμε στην πραγματική οικονομία, διότι οι επενδυτές που τοποθετούν τα κεφάλαια τους στα ομόλογα και στις μετοχές, μπορούν να μπουν στην αγορά, αλλά και να αποχωρήσουν εύκολα, με το πάτημα μιας εντολής στο πληκτρολόγιο τους. Σε αντίθεση με τους επενδυτές της πραγματικής οικονομίας οι οποίοι αναγκαστικά από τη φύση των επενδύσεων τους, «δένονται» εκ των πραγμάτων με τη χώρα. Πρόσφατη εξαίρεση στον χρηματιστηριακό κανόνα, της στρατηγικής εισόδου της Unicredit στην Alpha Bank και της μετοχικής συμμετοχής της Thrivest στην Crediabank.

Ένας πρώτος λόγος είναι ότι η Ελλάδα του 2025 είναι απομακρυσμένη από το κίνδυνο πτώχευσης και βρίσκεται πλέον στην επενδυτική βαθμίδα με την αξιολόγηση της Moody’s να είναι στο Βaa3. Και ενώ το Baa3 για το αξιόχρεο της χώρας μας, θεωρείται μια σημαντική βάση αναφοράς, θα πρέπει να δούμε  τι γίνεται με τις αξιολογήσεις και των υπολοίπων χωρών που όπως προαναφέραμε «διψούν» εξ ίσου για επενδύσεις, όπως εμείς. Η Ρουμανία βαθμολογείται και αυτή από την Moody’s με Baa3, η Κροατία, η Πορτογαλία και η Σλοβενία με Α3 και η Τσεχία με Aa3. Επομένως, βλέπουμε ότι, το Baa3 το οποίο για την Ελλάδα που αναδύθηκε από την πτώχευση είναι κάτι το πολύ σημαντικό, στα πλαίσια του ανταγωνισμού με τις υπόλοιπες χώρες όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων, δεν αποτελεί ένα ιδιαίτερα ισχυρό και αποτελεσματικό χαρτί.  

Στις περισσότερες των εκθέσεων των διεθνών επενδυτικών οίκων, για την Ελλάδα γράφονται διθύραμβοι. Η χώρα μας θεωρείται όλο και από περισσότερους ελκυστικός προορισμός για παραγωγικές επενδύσεις, όπως η βιομηχανία, η ενέργεια, τα logistics κ.α. Ιδιαίτερα μετά την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση και την αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων από το 2019 και μετά. Σύμφωνα με την EY Attractiveness Survey Greece 2025, η Ελλάδα  παραμένει ανθεκτική ως επενδυτικός προορισμός παρά την πτώση των  Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ευρώπη κατά 5% το 2024. Στην ίδια έκθεση το 63% των επενδυτών εκτιμά ότι η χώρα μας θα γίνει ακόμα πιο ελκυστική τα επόμενα τρία χρόνια. Να σημειώσουμε ότι το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση των τελευταίων πέντε ετών σε προσέλκυση ΑΞΕ, η οποία σύμφωνα με τις εκθέσεις αναμένεται να συνεχιστεί σε καινοτόμα projects, στην τεχνολογία και την έρευνα.

Ωστόσο, πάντα πίσω από την παρουσίαση των θετικών σημείων, υπάρχουν ερωτηματικά. Έτσι στο κεφάλαιο της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, υπάρχει πάντα ο φόβος της λαϊκίστικης ανατροπής της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η ανησυχία για την πορεία της ανάπτυξης μετά τον τερματισμό του Ταμείου Ανάπτυξης και των εισροών που το συνοδεύουν. Στο κεφάλαιο της παραγωγής ενέργειας που είναι ένας ταχύτατα αναπτυσσόμενος κλάδος, υπάρχει η ανησυχία για την μη ένταξη των νέων μονάδων στο σύστημα, λόγω της μη απορρόφησης του 100% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από το υπάρχον δίκτυο.

Και φυσικά η γραφειοκρατία και οι μεγάλες καθυστερήσεις στις εγκρίσεις και δανειοδοτήσεις, που μπορεί να καθυστερήσουν τα projects.  Διότι παρά τις βελτιώσεις που είναι αρκετές, η Ελλάδα υστερεί στον τομέα της διευκόλυνσης του «επιχειρείν» σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Για παράδειγμα, δεν είναι λίγες οι φορές όπου σε μια επένδυση, που στηρίζεται σε κρατικές επιχορηγήσεις και συνοδεύεται από χρηματοδοτήσεις, οι επενδυτές πρέπει να περιμένουν ακόμα και 3 και 4 έτη για τις εγκρίσεις και εκταμιεύεις. Με αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή των επιχειρηματικών τους σχεδίων και των προβλεπόμενων χρηματορροών, οι οποίες συχνά μετατρέπουν τα φιλόδοξα πλάνα σε επιχειρηματικά ναυάγια.  

Γενικότερα η βαθιά εμπλοκή του ελληνικού Δημοσίου, της ελληνικής Δικαιοσύνη και των γραφειοκρατικών ρυθμιστικών, κανονιστικών και ρυθμιστικών αρχών στην  αδειοδότηση, την υλοποίηση, την ολοκλήρωση και τη λειτουργία μίας επένδυσης αποτελεί ένα δρόμο σπαρμένο με καρφιά. Και η κλασσική ελληνική έκφραση «εάν δεν πέσουν οι υπογραφές τίποτα δεν είναι σίγουρο», παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, αφού και «να πέσουν οι υπογραφές», μπορεί να εμφανιστούν άπειροι αστάθμητοι παράγοντες. 

Οι περιορισμένες και ανεπαρκείς υποδομές, για παράδειγμα στα τρένα και στην περιφέρεια, καθώς και οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς την προσέλκυση επενδύσεων. Ας μην πάμε μακριά. Η Ελλάδα όσον αφορά την μέση ταχύτητα του internet,  κατατάσσεται 82η παγκοσμίως στις σταθερές συνδέσεις και 31η στις κινητές, σύμφωνα με τον Speedtest Global Index.

Τέλος, το υψηλό ενεργειακό κόστος ίσως και να είναι ο βασικότερος παράγοντας μη προσέλκυσης νέων βιομηχανικών μονάδων, τη στιγμή που οι σχετικά χαμηλότερες ενεργειακές τιμές σε άλλες χώρες της Ευρώπης ήδη έχουν «γονατίσει» μεγάλες και παραδοσιακές βιομηχανίες. Σύμφωνα με ανακοινώσεις τους ΣΕΒ υπάρχουν επιχειρήσεις, στις οποίες το κόστος της ενέργειας ξεπερνά ακόμα και το 30%, του συνολικού επιχειρηματικού κόστους. Έτσι παρακολουθούμε να «ανοίγουν» εργοστάσια σε άλλες ανταγωνιστικές προς τη Ελλάδα χώρες, αλλά εδώ τίποτα. Και όπως έλεγαν και οι παλιότεροι, μια χώρα δίχως εργοστάσια και φουγάρα δεν μπορεί να έχει μέλλον.

Μα δεν γίνονται στην Ελλάδα επενδύσεις; Ασφαλώς και γίνονται. Δεν είναι όμως εκείνες που έχει ανάγκη η χώρα για να εισέλθει σε δυναμική αναπτυξιακή τροχιά, με ρυθμούς ανάπτυξης που πραγματικά να ξεχωρίζουν σε σχέση με το ευρωπαϊκό επενδυτικό τέλμα. Δεν είναι αυτό που ονομάζουμε παραγωγικές επενδύσεις. Επενδύσεις όπως είναι η βιομηχανία, η τεχνολογία, οι ψηφιακές υπηρεσίες που να μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά στο διεθνές περιβάλλον. Επενδύσεις, όχι εξαγορές. Επενδύσεις, όχι μετοχικές αλλαγές.

Δεν αρκεί για τη χώρα μας η ανάπτυξη που κινείται στο «επί 2» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν αρκεί για την οικονομία να αυξάνει τη παραγωγικότητα της στο «επί 2» σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πρέπει να επανέλθει στα επίπεδα ανάπτυξης που εμφάνιζε, πριν από την κρατικίστικη λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ναι! Η Ελλάδα πρέπει να επανέλθει τους ρυθμούς ανάπτυξης που είχε πριν από 40+ έτη. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψει εκ νέου την Αμερική. Να αναζητήσει εκείνες τις «μαγικές» και επιτυχημένες συνταγές και να τις εφαρμόσει. Αλλιώς καλύτερα, να ρίξει μια λευκή πετσέτα στο καναβάτσο, και να αναμένει το δυστοπικό πεπρωμένο της, με τη λογική του «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι προλάβουμε».