Πολλοί αναλυτές παραλληλίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, καθώς το σύνθημα «Κάνε την Αμερική Μεγάλη ξανά» είναι δανεισμένο από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος το χρησιμοποίησε ο ίδιος στην εκστρατεία του το 1980.
Επίσης, πολλές από τις πολιτικές που ακολούθησε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία ήταν παρόμοιες από πολλές απόψεις με αυτές του Ρέιγκαν. Ενώ και οι σημερινές τακτικές περιέχουν πολλά στοιχεία από την πολιτική εκείνης της δύσκολης περιόδου για τις ΗΠΑ, που προσπαθούσαν να βγουν από την ύφεση.
Ο υπουργός Οικονομικών Scott Bessent χρησιμοποίησε το παράδειγμα της προεδρίας Ρέιγκαν για να εξηγήσει την προσέγγισή του στις χρηματοπιστωτικές αγορές, εστιάζοντας στη μακροπρόθεσμη και όχι βραχυπρόθεσμη τάση: "Ποιος ξέρει πώς θα αντιδράσει η αγορά κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, μιας εβδομάδας; Αυτό που αναζητούμε είναι να οικοδομήσουμε μακροπρόθεσμα οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία για ευημερία", δήλωσε σε συνέντευξη του την περασμένη εβδομάδα. Αν κοιτάξετε την εξέλιξη των αμερικανικών δεικτών κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ρέιγκαν, αυτό ισχυρίζεται και ο Scott Bessent και προετοιμάζει τους επενδυτές για την πιθανότητα να επαναληφθεί η ιστορία.
Μεταξύ Νοεμβρίου 1980 και Νοεμβρίου 1982, ο S&P500 έχασε 25%. Στη συνέχεια, τα επόμενα 6 χρόνια, ο δείκτης κέρδισε 180%. Βραχυπρόθεσμα, αυτό το σημείο αναφοράς υποδηλώνει ότι η τρέχουσα διοίκηση δεν είναι τόσο ευαίσθητη στην πτώση των μετοχών, καθώς την ενδιαφέρει η μεγάλη εικόνα και όχι οι κερδοσκοπικές κινήσεις. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το μήνυμα που θέλει να στείλει ο Scott Bessent.
Από τον Αύγουστο του 1982 έως το αποκορύφωμά του τον Αύγουστο του 1987, η άνοδος των δεικτών της αγοράς για τις δεκαεννέα μεγαλύτερες αγορές στον κόσμο ήταν κατά μέσο όρο 296% κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο μέσος αριθμός μετοχών που διακινήθηκαν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης αυξήθηκε από 32 εκατομμύρια μετοχές σε 181 εκατομμύρια μετοχές.
Στα τέλη του 1985 και στις αρχές του 1986, η οικονομία των ΗΠΑ μετατοπίστηκε από μια ταχεία ανάκαμψη από την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1980 σε μια πιο αργή επέκταση, με αποτέλεσμα μια σύντομη περίοδο « ήπιας προσγείωσης » καθώς η οικονομία επιβραδύνθηκε και ο πληθωρισμός έπεσε.
Τη Μαύρη Δευτέρα, ο δείκτης DJIA υποχώρησε 508 μονάδες (22,6%), συνοδευόμενος από συντριβές στις αγορές προθεσμιακών χρηματιστηρίων και δικαιωμάτων προαίρεσης. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη ποσοστιαία πτώση μιας ημέρας στην ιστορία του DJIA. Ο τότε πρόεδρος της Fed Άλαν Γκρίνσπαν έκανε μια σύντομη δήλωση: «Η Federal Reserve, συνεπής με τις ευθύνες της ως κεντρική τράπεζα του Έθνους, επιβεβαίωσε σήμερα την ετοιμότητά της να χρησιμεύσει ως πηγή ρευστότητας για τη στήριξη του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος». Και όπως πάντα «ο από μηχανής θεός» δίνει την λύση σε κάθε τραγωδία!
Από τα Reaganomics στα Trampnomics
Στην σημερινή μας εικόνα, έπειτα από την σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε την Κυριακή ότι οι σαρωτικοί εμπορικοί δασμοί του, θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να μειώσει τους φόρους εισοδήματος για άτομα που βγάζουν λιγότερα από 200.000 δολάρια το χρόνο, εν μέσω αυξημένης ανησυχίας για την οικονομική του ατζέντα.
Ο Τραμπ επανέλαβε τους προηγούμενους ισχυρισμούς του ότι τα έσοδα από τους εμπορικούς δασμούς θα μπορούσαν να βοηθήσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να μειώσει τους φόρους εισοδήματος, αν και δεν έχει διευκρινίσει αυτούς τους ισχυρισμούς.
"Όταν μειωθούν οι δασμοί, οι φόροι εισοδήματος πολλών ανθρώπων θα μειωθούν σημαντικά, ίσως ακόμη και θα εξαλειφθούν τελείως. Η εστίαση θα είναι στους ανθρώπους που βγάζουν λιγότερα από 200.000 $ ετησίως", δήλωσε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth.Social. Τα σχόλια του Τραμπ ήρθαν πριν από την προθεσμία της 2ας Μαΐου για την πλήρη επιβολή των απότομων εμπορικών δασμών του στην Κίνα, που ήδη φαίνεται να πυροδοτούν αυξήσεις τιμών για τους καταναλωτές των ΗΠΑ. Οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το Σαββατοκύριακο έδειξαν ότι οι δημοφιλείς κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου Temu και Shein είχαν αυξήσει απότομα τις τιμές τους για τους πελάτες των ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα.
Έκθεση του Bloomberg έδειξε ότι οι εισπράξεις των τελωνειακών δασμών στις ΗΠΑ αυξήθηκαν πάνω από 60% τον Απρίλιο, με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να εισπράττει τουλάχιστον 15,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε δασμούς μετά το πρώτο κύμα των δασμών του Τραμπ. Αλλά ο αριθμός εξακολουθεί να είναι ένα κλάσμα των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος που εισπράττει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του Τραμπ για χαμηλότερο φόρο εισοδήματος.
Τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών έδειξαν ότι η κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει περίπου 2,26 τρισεκατομμύρια δολάρια σε φορολογικά έσοδα μέχρι στιγμής το οικονομικό 2025, με πάνω από το 50% των εσόδων να προέρχονται από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων. Βέβαια εδώ η εικόνα δεν μας αφήνει περιθώρια για ασφαλή συμπεράσματα, καθώς οι δασμοί δεν έχουν μπει σε πλήρη ισχύ και καθημερινά έχουμε αυξομειώσεις, εώς ότου καταλήξουν σε ένα πλάνο έπειτα από τις 90 ημέρες. Οπότε εκεί θα μπορούμε να δούμε ένα υπάρξει αύξηση εσόδων και δυνατότητα για φορολογικές απαλλαγές.
Η πολιτική Ρέιγκαν
Τον Ιούλιο του 1981 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν βγήκε στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις υποσχόμενος να μειώσει το «τεράστιο βάρος της ομοσπονδιακής φορολογίας για τους Αμερικανούς και τις οικογένειές τους, υποστηρίζοντας ότι οι περικοπές των φόρων και η απορρύθμιση της οικονομίας θα απελευθέρωναν την παραγωγικότητα και θα απογείωναν την ανάπτυξη. Η κυβέρνηση του Ρέιγκαν παρουσίασε φορολογικές περικοπές, απορρύθμιση και εστίαση στη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Επίσης, ασχολήθηκε με μια πιο συνεργατική εμπορική πολιτική, επιδιώκοντας τη μείωση των εμπορικών φραγμών και την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου. Προκάλεσε περίφημα τη Σοβιετική Ένωση να «γκρεμίσει αυτό το τείχος» ως σύμβολο της δέσμευσής του στην παγκόσμια συνεργασία. Κάτι που συνέβαλλε σημαντικά στην αύξηση μιας νέας αγοράς, αυτή των ανατολικών χωρών, που σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του internet έδωσε ώθηση στην παγκόσμια οικονομία (και φυσικά στο κραχ της φούσκας dot-com, (όλα στο πρόγραμμα).
Ο Ρέιγκαν είχε υποσχεθεί ότι το κράτος θα ξοδέψει λιγότερα και θα μειώσει τους φόρους, ενώ θα επέβαλλε και νέους κανόνες και στους κανονισμούς λειτουργίας των καταστημάτων. Η φιλοσοφία του ήταν: “Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση του προβλήματος μας, αλλά αυτή είναι το πρόβλημα”.
Ο Ρέιγκαν βασίστηκε στα… Reaganomics, δηλαδή στην θεωρία ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Θεωρούσε ότι η ελεύθερη αγορά και ο καπιταλισμός θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις, για να βγάλουν το κράτος από δύσκολες καταστάσεις. Οι πολιτικές του ταίριαζαν με την άποψη που επικρατούσε στα 80s ότι “η απληστία είναι καλή”, υποστηρίζοντας ότι ο μεγάλος ανταγωνισμός βοηθάει στην οικονομία μιας χώρας.
Το 1982, o Ρέιγκαν απελευθέρωσε το καθεστώς των τραπεζών, με τον νόμο του να μειώνει τους περιορισμούς στα δάνεια. Ως αποτέλεσμα, η Fed μείωσε το προσωπικό της και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επένδυαν με μεγάλο ρίσκο στο real estate, κάτι που οδήγησε τελικώς στην Μαύρη Δευτέρα! Λόγω της απελευθέρωσης των αεροπορικών εταιριών, δημιουργήθηκαν οι low-cost εταιρίες που γνωρίζουμε σήμερα, ενώ το ίδιο συνέβη για τα λεωφορεία, αλλά και με τη ναυτιλία.
Ο ενθουσιασμός του Ρέιγκαν για την ελεύθερη αγορά δεν επεκτάθηκε στο διεθνές εμπόριο, αυξάνοντας εμπόδια στις εισαγωγές, ανεβάζοντας σταδιακά μέχρι το 1988 τους δασμούς από 12% σε 23%. Παράλληλα, έκανε μειώσεις φορολογικών συντελεστών σε πληθώρα προϊόντων, για να γίνει πιο ανταγωνιστική η Αμερικανική οικονομία.
Ο Ρέιγκαν παρέλαβε μια οικονομία με διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού και σε εποχή ύφεσης μείωσε από 70% σε 28% τον φόρο εισοδήματος για τους υψηλόμισθους και από 48% στο 34% τον εταιρικό φόρο, υποσχόμενος ότι θα μειωθούν και οι κρατικές δαπάνες. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών έφερε την ανάπτυξη του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ με οικονομικά προγράμματα για χαμηλόμισθους μειώθηκε η ανεργία από 10,8% το 1982, στο 5,3% το 1988.
Διαφορές και ομοιότητες των δύο περιόδων
Η διαφορά με την σημερινή περίοδο είναι ότι στην περίοδο Ρέιγκαν η αρχή της θητείας του αντιστοιχούσε σε μια φάση ύφεσης, ενώ ο Τράμπ ανέλαβε σε μια περίοδο αλματώδους ανάπτυξης στα όρια της φούσκας των «επτά υπέροχων» μετοχών.
Επίσης, η περίοδος Ρέιγκαν σηματοδότησε την αρχή μιας φάσης απελευθέρωσης και απορρύθμισης, η οποία επέτρεψε την παγκοσμιοποίηση όπως τη γνωρίζουμε τα τελευταία 40 χρόνια. Μια εποχή που οι πολιτικές Τραμπ φαίνεται να κλείνουν (αλλά ουδείς βάζει «το χέρι του στην φωτιά»).
Ο πρόεδρος Ρέιγκαν απολάμβανε υψηλά ποσοστά αποδοχής καθ' όλη τη διάρκεια της προεδρίας του, με τα ποσοστά αποδοχής του να ξεπερνούν το 50% μετά τις πρώτες 100 ημέρες της θητείας του, ενώ τα ποσοστά αποδοχής του Τραμπ είναι πιο ασταθή, με σημαντικές μερίδες του αμερικανικού κοινού να εκφράζει έντονη αποδοκιμασία. Τα ποσοστά αποδοχής του έχουν πέσει κάτω από το 40%, με αποτέλεσμα να επικρίνει τις «ψεύτικες δημοσκοπήσεις» και να κατηγορεί τα μέσα ενημέρωσης για μεροληψία.
Συμπερασματικά, τόσο ο Ρέιγκαν όσο και ο Τραμπ έχουν επηρεαστεί από παρόμοιες πολιτικές και οικονομικές ιδεολογίες. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις τους στη διακυβέρνηση, το εμπόριο και την εξωτερική πολιτική διαφέρουν σημαντικά. Το βασικότερο και εμφανέστερο προς ώρας, είναι ότι η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτηρίζεται από μια πιο προστατευτική και απομονωτική στάση, η οποία οδηγεί σε εντάσεις τόσο με τους συμμάχους όσο και με τους αντιπάλους, ενώ η κυβέρνηση του Ρέιγκαν χαρακτηρίστηκε από μια πιο συνεργατική και αισιόδοξη προσέγγιση στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Παραταύτα, στην κυβέρνηση Τραμπ, υπάρχει μια πραγματική αίσθηση ότι οι πολιτικές τους θα είναι επώδυνες βραχυπρόθεσμα, αλλά θα κερδίζουν μακροπρόθεσμα. Για τον Scott Bessent, η ύφεση της αγοράς είναι μια δύσκολη στιγμή και θα ξεπεραστεί.
Όπως δήλωσε ο υπουργός, «Αυτό που είδαμε με τον Πρόεδρο Reagan είναι ότι υπήρχαν αναταράξεις εκείνη τη στιγμή, αλλά παρέμεινε στην πορεία και εμείς θα παραμείνουμε στην πορεία». Το ζήτημα είναι πόσο διαθέσιμοι είναι να αντέξουν σε αυτήν την πορεία οι πολίτες των ΗΠΑ, (για έστω δύο χρόνια), και πόσο οι αγορές είναι διατεθειμένες να το υποστηρίξουν. Φυσικά υπάρχει πάντοτε και «ο από μηχανής θεός»!