To 2025 δεν είναι 1999 - Στόχος οι 7.500 μονάδες για τον S&P 500
Shutterstock
Shutterstock
JP Morgan & Jefferies

To 2025 δεν είναι 1999 - Στόχος οι 7.500 μονάδες για τον S&P 500

Η σύγκριση της σημερινής Wall Street, με το 1987 και το 1999, διχάζει όχι μόνο τους επενδυτές, αλλά και τους εξειδικευμένους χρηματιστηριακούς αναλυτές. Η σύγκριση με τις συνθήκες του κραχ 1987, έχει ως σημείο αναφοράς όχι μόνο το επίπεδο των αποτιμήσεων των εταιρειών, αλλά και το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Αντίθετα, η σύγκριση με το 1999, εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στη φούσκα των dot-com του Nasdaq.

Κόντρα στο κλίμα της εξομοίωσης του 2025 με τα προαναφερθέντα «κραχ», η JP Morgan και η Jefferies σε πρόσφατες αναλύσεις τους δίνουν ένα εντελώς διαφορετικό τόνο. Έναν τόνο, που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την ψυχολογία των επενδυτών, αλλά τα πραγματικά εταιρικά οικονομικά μεγέθη και μόνο.

Η αλλαγή της στάσης της JP Morgan ξενίζει πολλούς. Αν κοιτάξουμε στο πρόσφατο παρελθόν, στις εκθέσεις του 2024, έδινε σαν τιμή - στόχο για τον S&P 500 τις 4.200 μονάδες, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο μια καθαρή θέση «bear». Τον Μάρτιο του 2025 έδινε τιμή στόχο τις 6.000 μονάδες, τον Απρίλιο τις 5.200 μονάδες και τον Ιούλιο τις 6.000 μονάδες και πάλι. Δηλαδή η JP Morgan ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική, απέναντι στο χρηματιστηριακό πάρτι διαρκείας. Τώρα όμως μεταβάλει τη στάση της.

Αν θέλαμε να βάλουμε ένα τίτλο στην τελευταία έκθεση της JP Morgan, αυτός θα ήταν «το 2025 δεν είναι 1999». Ουσιαστικά η αμερικανική επενδυτική τράπεζα, αποφεύγει να αναφερθεί στο αν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανόδου του S&P 500 και ποια είναι αυτά. Ωστόσο, κατηγορηματικά δηλώνει ότι «η αγορά δεν είναι 1999». Παρουσιάζοντας τα δεδομένα που οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η άνοδος στηρίζεται σε υγιή θεμελιώδη στοιχεία.

Αντίθετα, με τις dot-com του 1999, που ήταν εταιρείες ζόμπι με υπερβολικό δανεισμό και μηδενικά κέρδη, σήμερα οι εταιρείες του «μη χρηματοοικονομικού τομέα» της Wall Street, παράγουν σε ετήσια βάση ένα θετικό πλεόνασμα της τάξης των $540 δισ. Οι εταιρείες δεν δανείζονται για να επιβιώσουν όπως γινόταν το 1999, αλλά για να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. Οι ισολογισμοί και τα ταμεία των τεχνολογικών εταιρειών διακρίνονται από ευμάρεια. Για παράδειγμα, η Nvidia έχει υψηλότερα ταμειακά διαθέσιμα από το ΑΕΠ της Πορτογαλίας, ενώ η Microsoft έχει την άνεση και προβαίνει σε επαναγορές μετοχών ύψους $60 δισ. ετησίως. Για την JP Morgan, αυτό δεν αποτελεί ένδειξη φούσκας, αλλά υγειών θεμελιωδών μεγεθών.

Σε αντίθεση με την περίοδο της φούσκας των dot-com του 1999, οι επενδυτές σήμερα δεν είναι υπερδανεισμένοι. Οι λογαριασμοί margin δεν βρίσκονται στα όρια τους. Οι θεσμικοί επενδυτές, τα hedge funds και τα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν είναι επενδεδυμένα κατά 100% στις αγορές. Μπορεί να παρατηρείται το φαινόμενο του FOMO, δηλαδή του φόβου του να χάσουν οι επενδυτές την άνοδο, ωστόσο αυτό αφορά μόνο τους μικρούς ιδιώτες επενδυτές.

To capex, δηλαδή οι κεφαλαιακές δαπάνες στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις για να αποκτήσουν νέα προϊόντα, ώστε να αναπτύξουν τις εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης είναι σημαντικές, αλλά μεταφράζονται σε άμεσα έσοδα. Η Microsoft για παράδειγμα ξοδεύει ετησίως $50 δισ. σε data centers και η Google $75 δισ. Αντιθέτως, το 1999, οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες ξόδευαν $1 τρισ. για οπτικές ίνες, οι οποίες όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.

Ασφαλώς οι χρηματοοικονομικοί δείκτες στον S&P 500 παραμένουν υψηλοί. Ωστόσο, η αύξηση των κερδών κυρίως των τεχνολογικών εταιρειών, προς το παρόν τους δικαιολογεί. Για παράδειγμα, οι περίφημες Magnificent 7 έχουν τριπλασιάσει τα κέρδη τους μέσα στην τελευταία τριετία. Οι Magnificent 7 και οι λοιπές τεχνολογικές εταιρείες δεν είναι σε καμιά περίπτωση φούσκες του τύπου «pets.com» του 1999. Μοιάζουν περισσότερο με νέες General Electric του 21ου αιώνα.

Αλλά και η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι ένα dot-com hype. Είναι ουσιαστικά η 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Το 1999, εν μέσω φρενίτιδας, οι εταιρείες «έκαιγαν κεφάλαια» για να αναπτύξουν απλές web pages, ενώ σήμερα επενδύουν σε βαριές υποδομές που παράγουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγικότητα και καινοτομία.

Σύμφωνα με την JP Morgan, οι φούσκες σκάνε όταν τα θεμελιώδη μεγέθη είναι επισφαλή. Σήμερα, το 2025, τα θεμελιώδη μεγέθη είναι ισχυρά και ασφαλή. Οι εταιρείες διαθέτουν υψηλή ρευστότητα. Οι επενδύσεις capex εμφανίζουν αποδόσεις και τα κέρδη, όπου υπάρχουν είναι πραγματικά. Και παράλληλα οι προσδοκίες, εδράζονται προς το παρόν σε λογικά σενάρια ανάπτυξης.

Η Jefferies δεν αρκείται σε θεωρητικές διαπιστώσεις. Προβαίνει ευθαρσώς σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις, θέτοντας ως τιμή – στόχο για τον S&P 500, στο βασικό της σενάριο τις 7.500 μονάδες μέσα στο 2026. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στην αύξηση της κερδοφορίας κατά 13% και στο Ρ/Ε για το 2026 που βρίσκεται στο 22. Στο bull σενάριο η Jefferies «βλέπει» ακόμα και τις 8.100 μονάδες για τον S&P 500, ενώ στο bear σενάριο προσγειώνεται στις 5.400 μονάδες.

Στην έκθεση της, επιλέγει μετοχές από τον χώρο των τηλεπικοινωνιών, του χρηματοπιστωτικού τομέα, των καταναλωτικών προϊόντων, παραμένει ουδέτερη απέναντι στις τεχνολογικές μετοχές και μειώνει της θέσεις της στις ενεργειακές εταιρίες, καθώς και τις εταιρείες πρώτων υλών και βιομηχανιών υλικών.

Η Jefferies κλείνει την έκθεση της, με τρεις συστάσεις προς τους επενδυτές για τη διετία 2025 - 2026:

Μην πουλάτε από φόβο.

Μην αγοράζετε με υστερία.

Επενδύστε με λογική.