Ο Παρθένης ξαναμπαίνει στο κάδρο

Ο Παρθένης ξαναμπαίνει στο κάδρο

Με μια πρώτη ματιά, η πρόσφατη δημοπρασία (03/12) του Ανδρέα Βέργου έδειξε κάτι που συχνά ξεχνάμε: ότι η αγορά τέχνης, ακόμη κι όταν όλα γύρω παραλύουν από μπλόκα και κλειστούς δρόμους, μπορεί να κρατά σφυγμό. Από τους 139 λαχνούς, οι 108 βρήκαν νέο ιδιοκτήτη καταγράφοντας ποσοστό κοντά στο 80%, που σε άλλες εποχές θα περνούσε μάλλον στα ψιλά. Το ενδιαφέρον όμως δεν βρίσκεται στον αριθμό, αλλά στον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκε. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι προσφορές δεν έμειναν στο αναμενόμενο εύρος, αλλά το ξεπέρασαν με άνεση, δίνοντας σε ορισμένα σημεία την αίσθηση ότι επιστρέφουμε στις δημοπρασίες που πραγματοποιούσε παλιότερα ο Πέτρος Βέργος.

Από τα πρώιμα έργα του Τάσου Μαντζαβίνου. Εκτίμηση €6.000-8.000, τελική τιμή €9.639

Ιδιαίτερα αξίζει να σταθούμε στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Παρθένη, για τον οποίο είχαμε αναφερθεί εκτενώς πριν από την πώληση (βλ. Η «Ανάσταση» του Παρθένη στη δημοπρασία του Βέργου). Η «Ανάσταση» (1940-41), ένα μνημειακό σε διάσταση έργο από τρίπτυχο που ο καλλιτέχνης προόριζε για το Δημαρχιακό Μέγαρο της Αθήνας, βγήκε στον Βέργο με τιμή εκτίμησης €260.000-360.000. Πρόκειται για έργο που κουβαλά όχι μόνο τη ζωγραφική του αξία, αλλά και το φορτίο μιας εποχής στην οποία ο Παρθένης μπορούσε να συνομιλήσει με τους θεσμούς.

Η «Ανάσταση» του Παρθένη (1940-41): Τελική τιμή €327.456 έναντι εκτίμησης €260.000-360.000.

Η τελική κατακύρωση, στα €327.456, τον τοποθετεί καθαρά στο άνω άκρο του εύρους. Κι αυτό λέει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο Παρθένης εξακολουθεί να διαθέτει το ειδικό βάρος που του αναλογεί, παρά τις ατυχείς εμφανίσεις του σε προηγούμενες δημοπρασίες. Και δεύτερον, ίσως ακόμη σημαντικότερο, ότι η αγορά δείχνει πρόθυμη να επενδύσει ξανά σε έργα όπου η ποιότητα συναντά την ιστορικότητα. Εκεί όπου δεν πληρώνεις απλώς έναν πίνακα, αλλά ένα κομμάτι από το πνευματικό κεφάλαιο της χώρας.

«Ερωτόκριτος και Αρετούσα» του Θεόφιλου: εκτίμηση €40.000–60.000, κατακύρωση €134.552

Δεν έχει νόημα να μιλάει κανείς για «σωστή» τιμή. Το σωστό στην αγορά τέχνης είναι πάντοτε σχετικό και, όπως έχει πει ο Τζεφ Κουνς, η αξία ενός έργου καθορίζεται από το πόσο θέλει να πληρώσει ο αγοραστής. Κι όμως, αν συγκρίνει κανείς την εν λόγω κατακύρωση με προηγούμενες δημοπρασίες όπου έργα του Παρθένη δεν βρήκαν αγοραστή, γίνεται σαφές ότι κάτι αλλάζει. Η τιμή αυτή τον επαναφέρει στον πραγματικό του ορίζοντα.

Το έργο συνδέεται με την ιστορία του Δασκάλου και με ό,τι ο ίδιος ήθελε να αφήσει ως κληρονομιά στην πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα, η αγορά του δείχνει μια συλλογική ανάγκη: να αναγνωρίσουμε ξανά τους θεμέλιους λίθους της νεοελληνικής ζωγραφικής. Η Ανάσταση λειτούργησε εδώ ως καταλύτης, υπενθυμίζοντας ότι η αξία ενός έργου δεν αποτιμάται μόνο από το σφυρί, αλλά από το ποιος σπεύδει – και με ποια επιμονή – να το διεκδικήσει.

Από αριστερά: «Νέος σκεπτόμενος» (1938) του Γ. Τσαρούχη (εκτίμηση €60.000-80.000, τελική τιμή €139.884), «Ερωτικό» του Γ. Μόραλη (εκτίμηση €20.000-30.000 - τελική τιμή €114.676), «Οι χαρτοπαίχτες» του Παύλου Σάμιου (εκτίμηση €4.000-6.000 - τελική τιμή €8.354) και «Γραβάτες» του Παύλου (με αρχ. τιμή 60.000 ευρώ και διάσταση 205x164 εκ., δεν άλλαξαν χέρια). 

Κι εδώ χωρά μια ευχή, όχι μόνο για τους φίλους της τέχνης αλλά και για την ίδια την πόλη: μακάρι ο νέος κάτοχος να θελήσει κάποτε να ενώσει το έργο με τα άλλα δύο κομμάτια του τρίπτυχου που φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ώστε να μπορέσουμε να τα δούμε ξανά, συγκεντρωμένα, σε έναν δημόσιο χώρο, όπως ακριβώς το είχε οραματιστεί ο Παρθένης.

Τραπέζι, Ελένη Βερναδάκη. Εκτίμηση €3.000-4.000, τελική τιμή €8.354

Κεντρική φωτ.: Ο Κωνσταντίνος Παρθένης