Τα παιδιά από φτωχότερα περιβάλλοντα είναι πιθανό να γερνούν πιο γρήγορα, σύμφωνα με μελέτη
Shutterstock
Shutterstock

Τα παιδιά από φτωχότερα περιβάλλοντα είναι πιθανό να γερνούν πιο γρήγορα, σύμφωνα με μελέτη

Τα παιδιά από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν βιολογικές ανισότητες, όπως πιο γρήγορη γήρανση σε σχέση με τα παιδιά από πιο εύπορες οικογένειες, σύμφωνα με μελέτη.

Ακαδημαϊκοί του Imperial College του Λονδίνου εξέτασαν δεδομένα από 1.160 παιδιά ηλικίας μεταξύ έξι και 11 ετών από όλη την Ευρώπη, για τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Lancet. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν με βάση μια διεθνή κλίμακα οικογενειακής ευμάρειας, η οποία βασίζεται σε διάφορους παράγοντες, όπως αν το παιδί έχει το δικό του δωμάτιο και ο αριθμός των οχημάτων ανά νοικοκυριό.

Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες υψηλής, μεσαίας και χαμηλής ευμάρειας, και χρησιμοποιήθηκαν δείγματα αίματος για τη μέτρηση του μέσου μήκους των τελομερών στα λευκά αιμοσφαίρια, ενώ η ορμόνη του στρες, η κορτιζόλη, μετρήθηκε στα ούρα.

Τα τελομερή είναι δομές που βρίσκονται μέσα στα χρωμοσώματα και παίζουν σημαντικό ρόλο στη γήρανση των κυττάρων και στην ακεραιότητα του DNA, ενώ η αποδόμησή τους σχετίζεται με τη γήρανση. Τα τελομερή γίνονται πιο μικρά καθώς μεγαλώνουμε.

Προηγούμενες μελέτες έχουν υποδείξει σχέση μεταξύ του μήκους των τελομερών και χρόνιων ασθενειών, καθώς και ότι το οξύ και χρόνιο στρες μπορεί να μειώσει το μήκος των τελομερών.

Τα αποτελέσματα

Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά από την ομάδα υψηλής ευμάρειας είχαν κατά μέσο όρο τελομερή 5% μεγαλύτερα σε σύγκριση με τα παιδιά από την ομάδα χαμηλής ευμάρειας. Επιπλέον, τα κορίτσια βρέθηκε ότι έχουν τελομερή μεγαλύτερα κατά 5,6% κατά μέσο όρο σε σχέση με τα αγόρια, ενώ τα παιδιά με υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) είχαν μικρότερα τελομερή κατά 0,18% για κάθε ποσοστιαία αύξηση στο ποσοστό λίπους.

Τα παιδιά από τις ομάδες μέσης και υψηλής ευμάρειας είχαν επίπεδα κορτιζόλης χαμηλότερα κατά 15,2% έως 22,8% σε σύγκριση με τα παιδιά από την ομάδα χαμηλής ευμάρειας.

Οι συγγραφείς αναγνώρισαν κάποιους περιορισμούς της μελέτης, όπως ότι τα παιδιά που αναλύθηκαν δεν προέρχονταν από οικογένειες που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, και ότι η μελέτη δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως σύνδεση μεταξύ ευμάρειας και «ποιότητας» των γονιδίων, αλλά μάλλον ως επίδραση του περιβάλλοντος σε έναν γνωστό δείκτη γήρανσης και μακροχρόνιας υγείας.

Ο Δρ Όλιβερ Ρόμπινσον, από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial και κύριος συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Τα ευρήματά μας δείχνουν μια σαφή σχέση μεταξύ της οικογενειακής ευμάρειας και ενός γνωστού δείκτη γήρανσης των κυττάρων, με πιθανώς δια βίου μοτίβα να διαμορφώνονται στην πρώτη δεκαετία της ζωής ενός παιδιού.

«Αυτό σημαίνει ότι για ορισμένα παιδιά, το οικονομικό τους υπόβαθρο μπορεί να τα τοποθετήσει σε βιολογικό μειονέκτημα σε σύγκριση με εκείνα που έχουν καλύτερη αφετηρία στη ζωή.