Η υγεία είναι η σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία (όχι αποκλειστικά απουσία ασθένειας/αναπηρίας), εξαρτώμενη από τις μεταβολές του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και συνεπώς, εκτός των ιατρικών, πλήθος άλλων παραγόντων, που περιλαμβάνουν αλληλεπιδρώντα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά, περιβαλλοντικά και ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, συμπροσδιορίζουν το πολυδιάστατο αυτό αγαθό.
Οι παρατηρούμενες ανισότητες διακρίνονται σε κοινωνικές και υγειονομικές. Οι πρώτες αφορούν οικονομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις ατόμων/πληθυσμιακών ομάδων, ενώ οι ανισότητες υγείας προσδιορίζουν διαφοροποιήσεις στην υγεία των επιμέρους καθορισμένων τμημάτων μιας κοινωνίας (ατόμων/ομάδων).
Οι ανισότητες υγείας αντικατοπτρίζουν την άδικη κατανομή βασικών κοινωνικών προσδιοριστών υγείας, δηλαδή πρόσβασης σε εκπαίδευση, ασφαλή εργασία και ιατρική περίθαλψη.
Επίσης, συνδέονται με τις διακυμάνσεις του βιοτικού επιπέδου, με πιο χαρακτηριστικές την εισοδηματική ανισότητα και τις ανισότητες εκπαίδευσης, διατροφής και κατανάλωσης, αναδεικνύοντας τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Πρόσθετα, σημασία έχει και ο όρος «παράγοντας κινδύνου», ως ευρύτερου κοινωνικού προσδιοριστή υγείας.
Παράλληλα, η κοινωνικοοικονομική διαβάθμιση υγείας, διακρίνεται στην υλική έκφραση ανισοτήτων υγείας (απτές υλικές συνθήκες) και την ψυχολογική αντανάκλαση (φορτίο οργανισμού από έκθεση σε δυσχερείς καταστάσεις, καθορίζον τη συμπεριφορά) και μαζί με την κοινωνική θέση αποτελούν τους βασικούς προσδιοριστές υγείας.
Επίσης, το επίπεδο εκπαίδευσης, το εισόδημα, ο βαθμός εργασιακής απασχόλησης και αστικοποίησης συνιστούν κρίσιμους δείκτες.
Οι θεωρίες ερμηνείας των ανισοτήτων υγείας και κατανόησης της κατανομής εμφάνισης νόσων διακρίνονται στην κοινωνικοπολιτική, ψυχοκοινωνική και την οικο-κοινωνική.
Στην πρώτη, οι κοινωνικοί προσδιοριστές υγείας (εργασία, ιδιοκτησία, δικαιώματα πολιτών) επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον (ιεραρχία τάξεων) και από πολιτικοοικονομικούς παράγοντες.
Στη δεύτερη, παράγοντες όπως η ταξική ιεραρχία, η κοινωνική περιθωριοποίηση και η υιοθέτηση επιβλαβών συνηθειών αλληλεπιδρούν, προκαλώντας νευροενδοκρινική ανταπόκριση και στρες.
Τέλος, η οικο-κοινωνική θεωρία (μοντέλο Bronfenbrenner) αφορά στη σύνδεση των ατόμων με τα μικρο/μέσο/μακροκοινωνικά συστήματα (οικογένεια, σχολείο, εργασία) και την αντληθείσα, από τις μεταξύ τους σχέσεις, εμπειρία.
Στην πρώτη ανάλυση κοινωνικών ανισοτήτων υγείας (έκθεση BLACK, 1980, Αγγλία), διαπιστώθηκαν διαφοροποιήσεις δεικτών θνησιμότητας μεταξύ κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών (αυξημένοι δείκτες νοσηρότητας σε χαμηλότερες τάξεις, συχνότερη χρήση υπηρεσιών υγείας από κοινωνικά ανώτερες τάξεις), αναδεικνύοντας τη συσχέτιση της ταξικής διαστρωμάτωσης με τις ανισότητες υγείας.
Η ερμηνεία αυτής της συσχέτισης περιλαμβάνει υλικά/δομικά στοιχεία (υλικές συνθήκες, εισόδημα, διατροφή, εργασιακό περιβάλλον) και πολιτιστικά χαρακτηριστικά (συμπεριφορά, κάπνισμα/αλκοόλ).
Οι μηχανισμοί κατανομής νόσων (και παραγωγής ανισοτήτων υγείας) αφορούν στην κοινωνική επιλογή (η υγεία προσδιορίζει την κοινωνικοοικονομική θέση), στην κοινωνική αιτιότητα (η κοινωνική θέση προσδιορίζει την υγεία μέσω ενδιαμέσων παραγόντων) και στις προοπτικές εμφάνισης ασθένειας μεταξύ πληθυσμών (μετρώντας, με τυποποιημένες μεθόδους, την έκθεση σε δυσχερείς καταστάσεις).
Οι μηχανισμοί αυτοί ερμηνεύονται με το μοντέλο Diderichsen το οποίο τους αποδίδει στην κοινωνική διαβάθμιση (που παράγει και διατηρεί ιεραρχίες στην αγορά εργασίας, στον βαθμό ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων και στο εκπαιδευτικό σύστημα) και την κοινωνική διαστρωμάτωση (διαφοροποίηση έκθεσης σε δυσχερείς καταστάσεις και επιπτώσεων στην υγεία προνομιούχων και μη).
Αναλυτικά, οι κοινωνικοί προσδιοριστές ανισοτήτων υγείας διακρίνονται σε δομικούς, δηλαδή κοινωνικούς (δομή εργασίας, στέγαση, ιδιοκτησία, αναδιανεμητική πολιτική κράτους πρόνοιας), δημόσιους (εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, κοινωνική προστασία) και κουλτούρας (που παράγουν/ενισχύουν την κοινωνική διαστρωμάτωση) και σε ενδιάμεσους, όπως υλικοί (εργασία, διατροφή) και ψυχολογικοί (εξατομικευμένες συμπεριφορές).
Σημειώνεται ότι υφίσταται αιτιολογική προτεραιότητα των δομικών έναντι των ενδιαμέσων.
Συνεκτιμώντας ότι η κοινωνική υγεία αποτιμάται μέσω πολιτικών προτεραιοτήτων, οργάνωσης υγειονομικών υπηρεσιών και κοινωνικής διανεμητικής ευθύνης υγειονομικών πόρων, για την τιθάσευση των ανωτέρω ανισοτήτων, προκρίνεται αρχικά η διερεύνηση της έκθεσης ατόμων/πληθυσμιακών ομάδων σε παράγοντες κινδύνου, με μέτρηση των επιπτώσεων των οικονομικών μεταβολών στην υγεία τους.
Εν συνεχεία, προτείνεται η διασφάλιση κατάλληλων συνθηκών διαβίωσης-εργασίας και η ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας (επίσημη πρόνοια) και της κοινωνικής συνοχής (άτυπη). Η τελευταία συνδέεται άρρηκτα το κοινωνικό κεφάλαιο, ως δομικό συστατικό της κοινωνικής ζωής.
Τέλος, συνδυαστικά με τις ανωτέρω προτεινόμενες δράσεις, επιβάλλεται η αντιμετώπιση των προσδιοριστών ανισοτήτων υγείας (δομικών-ενδιαμέσων) σε μακροεπίπεδο-δημόσιες (π.χ. πολιτικές διατήρησης χρονίως πασχόντων στην εργασία), σε μέσο επίπεδο (κοινότητα) και στο μικροπεριβάλλον (άτομα).
Καταληκτικώς, και συνεκτιμηθέντος του μεταβαλλόμενου χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων, επιβάλλεται η θέσπιση πολιτικών άμβλυνσής τους και θεσμοθέτησης μέτρων αποκατάστασης της ισονομίας, στο πλαίσιο μιας δικαιότερης κοινωνικοοικονομικής πολιτικής προς επίτευξη της προάσπισης της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ευημερίας.
(*) Ο Ισίδωρος Μέντης είναι Φαρμακοποιός ΕΟΠΥΥ (ΕΚΠΑ), Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στη Διοίκηση Οικονομικών Μονάδων με εξειδίκευση στα Οικονομικά της Υγείας(ΕΚΠΑ), Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών