Candidozyma auris: 60% αύξηση φέτος για τον «ανθεκτικό» μύκητα που προκαλεί συναγερμό
Shutterstock
Shutterstock

Candidozyma auris: 60% αύξηση φέτος για τον «ανθεκτικό» μύκητα που προκαλεί συναγερμό

Ανησυχία έχει προκαλέσει η ανακοίνωση ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων του μύκητα Candidozyma auris, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC).

Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με όσα λέει στο liberal.gr η η πρώην πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ Ματίνα Παγώνη κατατάσσεται στη δεύτερη θέση, με 850 κρούσμτα, πρώτη είναι η Ισπανία με 1.300 και ακολουθούν Ιταλία και Γερμανία.

Παρά τα ανησυχητικά στοιχεία, δεν υπάρχει λόγος πανικού για τον γενικό πληθυσμό, τονίζει η κ. Παγώνη, «καθώς ο μύκητας απειλεί κυρίως ασθενείς που νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση και τους χώρους υγειονομικής περίθαλψης, όπου οι συνθήκες ευνοούν την επιβίωση και μετάδοσή του. Ο μύκητας είναι σε μεγάλη εξάπλωση σε νοσοκομεία, είναι ανθεκτικός σε αντισηπτικά και αντιμυκητιασικά φάρμακα και ενώ μας είχε επισκεφτεί πριν από έναν χρόνο, φέτος η εμφάνισή του είναι πιο δυναική». 

Η ανθεκτικότητά του καθιστά την εξάλειψή του ιδιαίτερα δύσκολη και τον μετατρέπει σε σημαντική πρόκληση για τα νοσοκομεία.

Όπως έχουν επισημάνει επιστήμονες, δεν τον συναντάμε συχνά εκτός νοσοκομείων κυρίως επειδή οι μυκητιάσεις είναι σπάνιες στον γενικό πληθυσμό, και ο C. auris αναπτύσσεται σε περιοχές που κυριαρχούν συνθήκες αντοχής: κλειστοί χώροι, με αυξημένη χρήση αντιβιοτικών/αντιμυκητιακών, υψηλή πυκνότητα ασθενών με ευαισθησία, νοσηλεία, εντατική θεραπεία κ.ά.

Γιατί έχει σημάνει συναγερμός, πόσο επικίνδυνος είναι

1. Αντοχή στα αντιμυκητιακά

Ο C. auris σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει αντίσταση σε περισσότερες από μία τάξεις αντιμυκητιακών φαρμάκων, φλουκανζόλη (fluconazole) σχεδόν πάντα, αλλά και άλλες όπως echinocandins ή amphotericin B, με ποικίλες αποκρίσεις αναλόγως της περιοχής και του στελέχους. 

Αυτό καθιστά τη θεραπεία πιο δυσχερή και αυξάνει τον κίνδυνο αποτυχίας της αγωγής.

 2. Δυνατότητα μετάδοσης στα νοσοκομεία

Ο μύκητας μπορεί να αποικίζει το δέρμα, τις μεμβράνες, αλλά και να επιβιώνει σε επιφάνειες, ιατρικό εξοπλισμό, κλίνες ασθενών, κουρτίνες, δάπεδα. 

Εξαιτίας αυτής της σκληρότητας στην επιφάνεια (surface persistence) και της δυνατότητας σχηματισμού βιοφίλμ (biofilm) σε μηχανικά μέρη, η εξάλειψή του είναι δύσκολη. 

 3. Αυξημένα περιστατικά / ενδημικότητα στην Ευρώπη

Σύμφωνα με αναφορές του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση των περιστατικών στη νόσο Candidozyma auris, ιδιαίτερα στα νοσοκομεία ορισμένων χωρών όπως Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Ρουμανία και Γερμανία. 

Στην Ελλάδα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2019 (Αθήνα), και από τότε γίνονται απομονώσεις σε νοσοκομειακούς ασθενείς σε διάφορες περιοχές, με αυξητική τάση. 

 4. Κίνδυνος για ευάλωτους πληθυσμούς

Οι σοβαρές λοιμώξεις από C. auris εντοπίζονται κυρίως σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως ασθενείς ΜΕΘ, με μακροχρόνια νοσηλεία, με καθετήρες, χειρουργικές επεμβάσεις, χρήση αντιβιοτικών ευρέως κ.ά. Για υγιείς ανθρώπους ο κίνδυνος μόλυνσης και σοβαρών επιπτώσεων είναι πολύ μικρότερος. 

Πόσο επικίνδυνος είναι για τον γενικό πληθυσμό

Ο C. auris δεν είναι - σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία - μεγαλύτερη απειλή για τον γενικό, υγιή πληθυσμό απ’ ότι άλλοι κοινοί μύκητες ή μικρόβια. Δεν φαίνεται να προκαλεί ευρέως διαδεδομένες μυκητιάσεις εκτός νοσοκομειακού περιβάλλοντος γιατί:

 • η μόλυνση απαιτεί συνήθως δυσμενείς συνθήκες (κακή υγιεινή, ανοσοκαταστολή, εισαγωγή σε νοσοκομείο, χρήση καθετήρων, μεγάλη παραμονή σε χώρους υγείας)

 • ο αποικισμός του είναι πιο συχνός από τη λοίμωξη - δηλαδή να υπάρχει παρουσία χωρίς να προκαλεί νόσο

 • τα υπάρχοντα αντιμυκητιακά φάρμακα δεν είναι πάντα αποτελεσματικά, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο όταν υπάρξει λοίμωξη σε ευάλωτο άτομο.

Η θνητότητα και οι επιπλοκές είναι υψηλότερες σε ασθενείς με πολλά προβλήματα υγείας. 

Μέτρα προστασίας

«Το σημαντικότερο μέτρο πρόληψης είναι το πολύ καλό πλύσιμο των χεριών, ενώ οι Επιτροπές λοιμώξεων στα νοσοκομεία θα πρέπει να ελέγξουν με αυστηρότητα το εκάστοτε νοσοκομειακό περιβάλλον», υπερθεματίζει η κ. Παγώνη.

Για να περιοριστεί η εξάπλωση και να μειωθεί ο κίνδυνος είναι απαραίτητα τα εξής:

 1. Έγκαιρη ανίχνευση (screening, εργαστηριακή διάγνωση)

 ◦ τα νοσοκομεία να διαθέτουν εργαστήρια με δυνατότητα έγκαιρης και αξιόπιστης διάγνωσης του C. auris. 

 ◦ εφαρμογή πρωτοκόλλων για απομόνωση ασθενών με ύποπτες ή επιβεβαιωμένες περιπτώσεις

 2. Έλεγχος λοιμώξεων 

 αυστηρή υγιεινή χεριών (χειρουργοί, νοσηλευτικό προσωπικό)

 καθαριότητα και απολύμανση των επιφανειών και του ιατρικού εξοπλισμού με απολυμαντικά που είναι αποτελεσματικά έναντι του C. auris

 διαχείριση της ροής ασθενών ώστε να αποφεύγονται επιδημικές διασπορές

 3. Απομόνωση και cohorting

 χρήση ξεχωριστών θαλάμων / χώρων για ασθενείς με C. auris ή υπότροπα μόλυνσης

 περιορισμός κοινής χρήσης εξοπλισμού και εξαρτημάτων

 4. Αντιμυκητιακή διαχείριση (antifungal stewardship)

 προσοχή στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα αντιμυκητιακά φάρμακα ώστε να μην ενισχύεται η αντίσταση

 επιλογή φαρμάκων βάσει του αντιμικροβιακού προφίλ του στελέχους

 5. Εθνική επιτήρηση και πρωτόκολλα

 συστήματα κρατικής επιτήρησης που να καταγράφουν τα κρούσματα C. auris και να υποχρεώνουν τη δήλωσή τους

 οδηγίες σε επίπεδο δημόσιας υγείας που να συντονίζουν τα νοσοκομεία και τις μονάδες εντατικής θεραπείας

 6. Εκπαίδευση προσωπικού υγείας και ενημέρωση κοινού

 το προσωπικό πρέπει να γνωρίζει τα συμπτώματα, τις συνθήκες μετάδοσης, τους τρόπους πρόληψης

 το κοινό να καταλάβει πως δεν υπάρχει λόγος πανικού, αλλά εγρήγορσης, ιδίως όταν κάποιος νοσηλεύεται ή έχει παράγοντες κινδύνου

Η Ελλάδα -όπως και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ- βρίσκεται ήδη σε μια φάση όπου ο C. auris γίνεται πιο κοινός στις μονάδες υγείας, γεγονός που απαιτεί συντονισμένα μέτρα: επιτήρηση, καθαριότητα, εκπαίδευση και εργαστηριακή ετοιμότητα.

Αν ακολουθηθεί σωστά, ο συναγερμός δεν πρέπει να μετατραπεί σε πανικό, αλλά σε ευκαιρία για βελτιωμένη πρόληψη και θωράκιση των νοσοκομείων και του συστήματος υγείας γενικότερα.