Τέλος στις διαπραγματεύσεις, αν δεν υπάρξει πρόοδος μέχρι τον Ιούνιο
Mπ. Τζόνσον

Τέλος στις διαπραγματεύσεις, αν δεν υπάρξει πρόοδος μέχρι τον Ιούνιο

Την πρόθεση του να εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση για μια εμπορική συμφωνία, αν δεν υπάρξει πρόοδος μέχρι τον Ιούνιο εξέφρασε σήμερα ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον. 

Παρουσιάζοντας σήμερα τη στρατηγική του ενόψει των συζητήσεων με την Κομισιόν ο Τζόνσον υποστήριξε εκ νέου ότι ζητά μια συμφωνία βάση του «μοντέλου του Καναδά». Παράλληλα, τόνισε ότι επιθυμεί «ρυθμιστική αυτονομία από την ΕΕ» και ότι δεν θα δεχθεί τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως διαμεσολαβητή σε πιθανές διαφωνίες.

Ο Τζόνσον είπε επίσης ότι στόχος του είναι να υπάρξει μια συμφωνία επί της αρχής μέχρι τον Ιούνιο και ολοκληρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, ωστόσο εξέφρασε την ετοιμότητα του να διακόψει τις διαπραγματεύσεις αν δεν υπάρξει πρόοδος.

Μεταξύ άλλων η Βρετανική κυβέρνηση ζητά:

Μια ελεύθερη αγορά για εμπορικές συναλλαγές αγαθών, χωρίς δασμούς, τέλη, επιβαρύνσεις ή ποσοτικούς περιορισμούς στο εμπόριο μεταποιημένων ή γεωργικών προϊόντων.

Μια ξεχωριστή συμφωνία για την αλιεία που θα επιτρέπει ετήσιες διαπραγματεύσεις για την πρόσβαση στα χωρικά ύδατα

συμπεριλαμβανομένων επιτρεπόμενων αλιευμάτων.

Συμφωνία για την «ισοδυναμία» των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα πρέπει να αποφασιστεί πριν από το τέλος Ιουνίου.

Από την πλευρά της ΕΕ, ο διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μισέλ Μπαρνιέ εξέφρασε σήμερα την ανησυχία του μετά τις πρόσφατες βρετανικές δηλώσεις για τη μελλοντική σχέση μεταξύ της ΕΕ και της Βρετανίας, φοβούμενος την αποστασιοποίηση από τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από το Λονδίνο. Σε παρέμβαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενώπιον φοιτητών της Εcole superieure de commerce de Paris (ESCP), του πανεπιστημίου όπου φοίτησε, ο Μπαρνιέ είπε ότι διακατέχεται από  ανησυχία προτού καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, που έχουν προγραμματιστεί για τη Δευτέρα.

Ο Μπαρνιέ εκτιμά ότι παρατηρείται μια παρέκκλιση ταυτόχρονα τόσο από πλευράς της συμφωνίας αποχώρησης, η οποία διατυπώνει τους όρους του διαζυγίου, κυρίως περί της «καλής εφαρμογής αυτής της συμφωνίας για την Ιρλανδία» όσο και ως προς την πολιτική διακήρυξη που συνοδεύει τη συνθήκη.