Άσφαιρο το πανίσχυρο «όπλο» της Ευρώπης απέναντι στον Ερντογάν

Άσφαιρο το πανίσχυρο «όπλο» της Ευρώπης απέναντι στον Ερντογάν

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Ευρώπη δεν έχει θέση και επιρροή ανάλογη με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας στη Συρία και γενικότερα στη Μέση Ανατολή. Κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι σε γεωπολιτικό επίπεδο, η γνώμη της και τα συμφέροντά της δεν μετρούν εξίσου για τον Ταγίπ Ερντογάν.

Ακόμη και η προσπάθεια του τελευταίου να εμπλέξει την Ανγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν στο παζάρι του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν δεν οφείλεται σε κάποια εκτίμηση ότι μπορούν να αλλάξουν τον ρου των εξελίξεων, αλλά σε ένα ψυχρό υπολογισμό: Ότι παίρνοντας το μέρος της χώρας του αναφορικά με τα όσα συμβαίνουν στην μαρτυρική Ιντλίμπ, θα μπορούσαν να ασκήσουν μια κάποια πίεση στον Ρώσο πρόεδρο – ο οποίος, πάντως, για την ώρα δεν μοιάζει διατεθεμένος να πέσει στην παγίδα.

Γιατί, όμως, Βερολίνο και Παρίσι στηρίζουν την Άγκυρα σε αυτή την υπόθεση και ρίχνουν όλη την ευθύνη στη Μόσχα και τον Άσαντ; Πολύ απλά, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους στην οικονομία, όπου τα δεδομένα είναι διαφορετικά, μιας και η Ευρώπη μετρά πολύ περισσότερο για την Τουρκία, όπως και η Τουρκία για την Ευρώπη.

Πράγματι, με την αξία των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία να ξεπερνά σε ετήσια βάση τα 150 δισ. ευρώ σε αγαθά και τα 30 δισ. στις υπηρεσίες, αλλά και το 67% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία να προέρχεται από την Ευρώπη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει του λόγου το αληθές.

Το ερώτημα είναι, λοιπόν, εάν και πώς η ΕΕ εκμεταλλεύεται αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει απέναντι στην Άγκυρα, όντας ο σημαντικότερος εμπορικός της εταίρος. Και με δεδομένο, φυσικά, ότι σε πιθανή σύγκρουση η άλλη πλευρά είναι αυτή που θα κινδυνεύσει να χάσει τα περισσότερα, διαθέτοντας σαφώς μικρότερη ισχύ και λιγότερες εναλλακτικές.

Η Άγκυρα θέλει...

Η αλήθεια είναι πως η Τουρκία δείχνει να υπολογίζει και να δίνει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το μέτωπο, επιδιώκοντας περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων – ανεξάρτητα, μάλιστα, από τις γεωπολιτικές διαφορές και διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στις δύο πλευρές. Μόλις χθες, άλλωστε, ο Τούρκος υπουργός Εμπορίου κάλεσε την Κομισιόν να αναβαθμίσει τις διμερείς οικονομικές σχέσεις και την τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας (μια συμφωνία η οποία χρονολογείται από τις 31 Δεκεμβρίου 1995), προτάσσοντας το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα αποβεί αμοιβαία επωφελές.

«Σας καλούμε να συνεργαστούμε στον κόσμο των επιχειρήσεων», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρουχσάρ Πεκτσάν, απευθυνόμενος στους πρέσβεις των «27» στην Άγκυρα. «Τα στοιχεία για το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ είναι εντυπωσιακά», συνέχισε, ισχυριζόμενος ότι οι Ευρωπαίοι επενδυτές δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις ευκαιρίες που προσφέρει η τουρκική αγορά.

Μπορούν, άραγε, οι Ευρωπαίοι (και κυρίως οι Γερμανοί) να σηκώσουν το γάντι, προβάλλοντας συγκεκριμένους όρους για να πουν το «ναι»; Και αν το κάνουν, ποιοι ακριβώς θα είναι αυτοί οι όροι; Μπορούν, μήπως, να έχουν σχέση με τα δημοκρατικά δικαιώματα και την βάναυση προσβολή τους; Με τον σεβασμό της ελευθερίας των ΜΜΕ και των μειονοτήτων, πρωτίστως της Κουρδικήςς Με τη μη παραβίαση της κυριαρχίας των γειτονικών χωρών;

... η ΕΕ τι μπορεί;

Μέχρι στιγμής, όλα δείχνουν ότι το βασικό αντάλλαγμα που ζητούν οι Ευρωπαίοι από τον Ερντογάν για να συνεχιστεί και να αναπτυχθεί η συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο είναι ο έλεγχος των προσφυγικών ροών. Κι αυτός, σε γενικές γραμμές, μοιάζει να ανταποκρίνεται, κρατώντας το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος μακριά από τα παράλια του Αιγαίου και τη Θράκη – έστω κι αν κατά καιρούς ανοιγοκλείνει τη στρόφιγγα, εκβιάζοντας και πιέζοντας κυρίως την Ελλάδα.

Θα μπορούσαν, άραγε, να κάνουν κάτι τις παραπάνω, που θα απέβαινε και προς όφελος δύο εταίρων τους, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου. Συλλογικά αυτό μοιάζει, για την ώρα, τουλάχιστον... χλωμό. Φαίνεται δε ότι η μοναδική χώρα η οποία μοιάζει διατεθειμένη να ασκήσει πιέσεις στην Τουρκία αυτή την περίοδο είναι η Γαλλία – κι αυτή, όμως, για συγκεκριμένους λόγους και σε συγκεκριμένα μέτωπα (κυρίως το ενεργειακό), χωρίς να επιδιώκει να τα σπάσει ολοκληρωτικά με τον Ερντογάν.

Αναμφίβολα, εάν υπήρχε αυτό που λέμε «κοινή εξωτερική πολιτική» της ΕΕ τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά – και, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ξεκάθαρα, ώστε ο καθένας να γνωρίζει τι έχει να περιμένει. Αυτό, όμως, δεν ισχύει και έτσι οι συμμαχίες χτίζονται ad hoc, ανάμεσα στις εκάστοτε ομάδες των «προθύμων».

Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι συνήθως δεν έχουν στρατηγικό, αλλά τακτικό χαρακτήρα – και γι' αυτό, μπορούν να αλλάξουν πολύ πιο εύκολα, από τη στιγμή που θα βρεθεί κάποιος ο οποίος να καταθέσει καλύτερη προσφορά στο πάρε-δώσε...