Tράπεζες: Το πρώτο τρίμηνο άνοιξε την όρεξη για μεγάλα κέρδη

Tράπεζες: Το πρώτο τρίμηνο άνοιξε την όρεξη για μεγάλα κέρδη

Την πρώτη θετική έκπληξη της χρονιάς έκαναν οι συστημικές τράπεζες αιφνιδιάζοντας τους διεθνείς οίκους με τα ισχυρά αποτελέσματα πρώτου τριμήνου, που δημιουργούν τη βάση για μία ακόμα ισχυρή χρονιά, με την προσδοκία ότι θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τα ιστορικά κέρδη του 2023 που έφθασαν στα 3,618 δισ. ευρώ, καθώς διατηρούν ισχυρά διψήφιους ρυθμούς απόδοσης.

Οι τράπεζες διατήρησαν υψηλά τα περιθώρια NIM, κράτησαν σταθερό το κόστος των καταθέσεων και αύξησαν τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες 13,8% σε ετήσια βάση.

Έχοντας επιτύχει συνολικά καθαρά κέρδη τριμήνου 1,09 δισ. ευρώ αυξημένα 38,4% από το πρώτο τρίμηνο πέρυσι, μπορούν να επιτύχουν στο έτος καθαρά κέρδη που εκτιμάται ότι μπορούν να φθάσουν έως και τα 4 δισ. ευρώ (10% αύξηση), εφόσον η ΕΚΤ προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων που όμως δεν θα ξεπεράσουν το 0,50%-0,75% μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε:

  • Διατήρηση των περιθωρίων και εσόδων στα υψηλότερα επίπεδα και στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ μέχρι τώρα έχουν διατηρηθεί υψηλά και
  • Σε αύξηση καθαρής πιστωτικής επέκτασης στο δεύτερο εξάμηνο του έτους με μειωμένα επιτόκια από πριν, έτσι ώστε τα νέα δάνεια να φέρουν αυξημένα έσοδα που θα ξεπεράσουν τυχόν μείωση των περιθωρίων. Ουσιαστικά με αυτό το ρυθμό οι τράπεζες δεν θα έχουν μειωμένα περιθώρια επιτοκίων μέχρι και το τέλος Οκτωβρίου.

Οι προβληματισμοί των ξένων οίκων για το πρώτο τρίμηνο φέτος, εστιάζονταν κυρίως στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο NIM που θεωρούσαν ότι θα μειωθεί και θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στα έσοδα από τόκους NII (και συνολικά στα έσοδα και επομένως στα κέρδη των τραπεζών). Η εκτίμησή τους ήταν ότι η μείωση του περιθωρίου θα έρθει από αύξηση στο κόστος των καταθέσεων, λόγω της μετακίνησης καταθέσεων σε ακριβές προθεσμιακές που θα υποχρεώσουν τις τράπεζες να πληρώσουν ακριβότερους τόκους.

Δευτερευόντως προς την ίδια κατεύθυνση ανέμεναν μικρότερα επιτοκιακά κέρδη λόγω πτώσης του euribor που προεξοφλούσε μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ. Ο συλλογισμός τους εκτεινόταν συνολικά σε όλο το έτος για το 2024 με την εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα εφάρμοζε μεγάλες μειώσεις επιτοκίων τουλάχιστον 1% έως το τέλος του 2024.

Σήμερα ξέρουμε όμως ότι τα επιτόκια θα μειωθούν μετά τον Ιούνιο, άρα όλο το πρώτο τρίμηνο οι τράπεζες σε όλες τις χώρες δούλεψαν με euribor άνω του 3,80% και στην πράξη αρκετά υψηλότερα, με βάση τη μέση τιμή κάθε μήνα. Συνέχισαν επίσης να δουλεύουν με αυξημένα περιθώρια έναντι του 2023 τον Απρίλιο και το Μάιο.

Στην πράξη όλες οι τράπεζες δούλεψαν με μέσο euribor (τριμήνου που αφορά σχεδόν όλα τα δάνεια κυμαινομένου επιτοκίου) πάνω από τα 3,90% τον Ιανουάριο, και μέσο euribor 3,88%-3,90% το Φεβρουάριο. Διατηρήθηκε όμως υψηλά και τον Μάρτιο, πάνω από τα 3,90% στις πρώτες εβδομάδες για να υποχωρήσει στο 3,88% -3,89% την τελευταία εβδομάδα του τριμήνου.

Η ίδια εικόνα έχει συνεχιστεί και τον Απρίλιο και μέχρι το τελευταίο πενθήμερο του μήνα το euribor ήταν 3,88% και άνω. Αντίθετα ο Μάιος έφερε euribor μεταξύ 3,83% και 3,85%. Ουσιαστικά όμως οι τιμές κλίνουν στο 3,85%.

Άρα οι επιπτώσεις ανάλογα με τα δάνεια είναι οριακές και τα επιτόκια συγκρινόμενα με το δεύτερο τρίμηνο του 2023 θα δίνουν υψηλότερη σύγκριση (3,05% έως 3,46% το euribor στο δεύτερο τρίμηνο πέρυσι), ενώ σε σχέση με την κορύφωση του Δεκεμβρίου η διαφορά μέχρι το Μάιο παραμένει θετική.

Τα margin των τραπεζών

Το σημείο όμως που εξεπλάγησαν οι ξένοι οίκοι ήταν το σκέλος των καταθέσεων. Η μεταφορά σε κοστοβόρες καταθέσεις προθεσμίας δεν συνεχίστηκε και η μηδενική ουσιαστική αύξηση σε προθεσμιακές, επέτρεψε διατήρηση υψηλών περιθωρίων στις τράπεζες.

Οι δύο τράπεζες που επηρεάστηκαν στο σκέλος των καταθέσεων περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων ήταν η Alpha Bank και η Eurobank. Έχουν μεγαλύτερο ποσοστό προθερσμιακών καταθέσεων από την Εθνική και Τράπεζα Πειραιώς, αλλά με τη μείωση των επιτοκίων το κόστος τους στις προθεσμιακές καταθέσεις θα μειωθεί. Συγκριτικά, στο πρώτο τρίμηνο τα περιθώρια NIM των ελληνικών τραπεζών ήταν:

-Εθνική Τράπεζα 3,26% (από 2,60% πέρυσι)

-Eurobank 2,87% (από 2,53%)

-Πειραιώς 2,70% (από 2,40%)

-Alpha Bank 2,30% (από 2%)

Καθαρά έσοδα τόκων σε επίπεδα ρεκόρ πολλών ετών

Τα καθαρά έσοδα NII των συστημικών τραπεζών έφθασαν τα 1,115 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο φέτος. Είναι αυξημένα κατά 15,5% από το πρώτο τρίμηνο πέρυσι, που είχαν φθάσει στα 1,83 δισ. ευρώ. Σε σχέση με το κορυφαίο τρίμηνο που ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2023, ουσιαστικά έμειναν σταθερά υποχωρώντας μόλις 2,6%. Ωστόσο τα νέα δάνεια από τον Απρίλιο και η σύγκριση με το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2023 θα λειτουργήσουν υπέρ τους.

Σε ετήσιο επίπεδο, η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους στο τρίμηνο είναι διψήφια για όλες τις τράπεζες, με την Εθνική να έχει το καλύτερο σκορ με καθαρά έσοδα από τόκους 606 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο αυξημένα 22% από πέρυσι. Όλες κατέγραψαν καθαρά έσοδα τόκων άνω των 400 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο.

Έσοδα από αμοιβές και προμήθειες

Αυτή είναι η δεύτερη έκπληξη των συστημικών τραπεζών. Έχουν αυξήσει το ποσοστό των εσόδων τους από προμήθειες και αμοιβές σε σχέση με το έσοδο από τόκους. Και μάλιστα συγκρίνοντας με το κορυφαίο τέταρτο τρίμηνο του 2023. Το έσοδα από προμήθειες έφθαναν έως το 20,1% συγκρινόμενα με τα έσοδα από τόκους. Στο πρώτο τρίμηνο αυξήθηκαν και είναι 21,12% συνολικά.

Τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες των 4 συστημικών στο πρώτο τρίμηνο, έφθασαν τα 478 εκατ. ευρώ. Πέρυσι στο πρώτο τρίμηνο τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες έφθαναν τα 420 εκατ. ευρώ. Ήδη οι τράπεζες γράφουν 13,8% ετήσια αύξηση εσόδων από αυτή την κατηγορία.

Οι κεφαλαιακοί δείκτες

Έχουν αυξηθεί για όλες τις συστημικές τράπεζες. Συνολικά, ο μέσος δείκτης (fully loaded) CET1 των 4 συστημικών διαμορφώθηκε στο τέλος Μαρτίου στο 16,1%, με αύξηση 40 μονάδων βάσης από το Δεκέμβριο. Μειώθηκαν επίσης τα κόκκινα δάνεια σε 4%. Οι κεφαλαιακοί δείκτες ανά τράπεζα διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαρτίου ως εξής:

Eurobank: Ο δείκτης CET1 ενισχύθηκε σε 17,2%

Alpha Bank: Ο δείκτης CET1 ενισχύθηκε στο 14,6%

Εθνική Τράπεζα: Ο δείκτης CET1 έφθασε το 18,6% κ

Τράπεζα Πειραιώς: Ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε στο 13,6%