Τράπεζες: Ο ανταγωνισμός ρίχνει τα επιτόκια σε επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια

Τράπεζες: Ο ανταγωνισμός ρίχνει τα επιτόκια σε επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια

Σε φάση αυξανόμενου ανταγωνισμού στα επιτόκια κυρίως των επιχειρηματικών δανείων, αλλά όχι μόνο, έχουν περάσει οι ελληνικές τράπεζες, με το περιθώριό τους που προστίθεται στο euribor να υποχωρεί πλησιάζοντας το 1,5% για δάνεια εκτός Ταμείου Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ.

Ο ανταγωνισμός φέρνει σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά επιτόκια, στοχεύει σε μείωση του κόστους δανεισμού αρχικά για τις επιχειρήσεις και στη διάθεση περισσότερων δανείων. Σημειώνεται ότι το euribor τριμήνου είναι στα 3,92% και υποχωρεί λίγο αλλά σταθερά εδώ κι ένα μήνα.

Ο ανταγωνισμός επεκτείνεται επίσης στα στεγαστικά δάνεια, όπου οι ελληνικές τράπεζες με μικρό συγκριτικά κόστος από τα σταθερά επιτόκια που υιοθέτησαν προς ενήμερους δανειολήπτες μέχρι τον Απρίλιο, προσανατολίζονται να επεκτείνουν αυτήν την πρακτική, καθώς άλλωστε εκτιμάται διεθνώς και στην Ελλάδα, ότι μπορεί να δούμε μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ στο δεύτερο ή το πολύ στο τρίτο τρίμηνο του 2024.

Η διάθεση των τραπεζών να περάσουν σε μειώσεις των περιθωρίων τους διαβλέποντας ότι οι Κεντρικές Τράπεζες ολοκληρώνουν τον κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων, ξεκίνησε από τα δάνεια προς ΜμΕ όπου υπήρχαν περιθώρια μειώσεων, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έδιναν μάχες για να αυξήσουν την πιστωτική τους επέκταση και την απορρόφηση κονδυλίων με ευνοϊκούς όρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ.

Ο ανταγωνισμός των τραπεζών για φθηνότερο δανεισμό των πελατών τους έχει εκκινήσει λοιπόν και έχει τη ρίζα του σε δύο βασικά ζητήματα που ανέκυψαν πέρυσι και προβλημάτισαν τις ελληνικές τράπεζες αλλά και την κυβέρνηση:

-Το πρώτο σχετίζεται με τον κύκλο των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες που οι αγορές εκτιμούν ότι θα αρχίσουν να μειώνονται από το 2024. Μεγάλος εδώ είναι ο ρόλος της αμερικανικής Fed που ξεκίνησε τον κύκλο των αυξήσεων, έχει οδηγήσει υψηλότερα τα επιτόκιά της, έκανε πρώτη «παύση» και εκτιμάται τώρα, ότι θα αρχίσει και πρώτη τις μειώσεις υποχρεώνοντας αν όχι άμεσα, σε κάποια φάση και την ΕΚΤ να ακολουθήσει όπως συνέβη με τις αυξήσεις.

Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν κάνει τους υπολογισμούς τους, λαμβάνουν πληροφορίες και μηνύματα από το εξωτερικό και την Ευρώπη κι εκτιμούν τελικά ότι θα δούμε μειώσεις επιτοκίων φέτος, αλλά όχι τόσο μεγάλες ή τόσο γρήγορα. Οι αγορές και ειδικά η Wall Street, κινούνται με το σενάριο για μειώσεις που θα ξεκινήσουν το πρώτο ή το πολύ το δεύτερο τρίμηνο και αναμένουν σοβαρές περικοπές της τάξης του 1,5% ή περισσότερο. 

Αντίθετα οι Έλληνες τραπεζίτες βλέπουν ότι οι μειώσεις της ΕΚΤ θα γίνουν το νωρίτερο στο δεύτερο τρίμηνο ή ακόμα και στο τρίτο τρίμηνο και σε καμιά  περίπτωση δεν θα είναι τόσο μεγάλες. Εκτιμούν ότι εκτός απροόπτου, ίσως δούμε μειώσεις 0,50%-0,75% από την ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2024. Οι διοικήσεις των τραπεζών διατηρούν επίσης και κάποια επιφύλαξη, όπως την έχει διατυπώσει πρόσφατα και ο διοικητής της ΤτΕ, ότι όλα τα θετικά σενάρια τελούν υπό την αίρεση πως δεν θα προκύψει αρνητική γεωπολιτική εξέλιξη. 

-Το δεύτερο ζήτημα που επιτάχυνε τον τραπεζικό ανταγωνισμό σχετίζεται με την ανάγκη να αξιοποιηθούν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης για επενδύσεις και τη διάθεσή τους να αυξήσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους. Το 2023 οι ελληνικές τράπεζες έκαναν πολύ σοβαρές προσπάθειες, με σημαντικές νέες εκταμιεύσεις αλλά τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους δεν αυξήθηκαν όσο περίμεναν, δίνοντας τόσα νέα δάνεια.

Η αιτία ήταν οι μεγάλες εξοφλήσεις δανείων που εμπόδιζαν τουλάχιστον στα τρία πρώτα τρίμηνα την καθαρή πιστωτική επέκταση. Φυσικά η αιτία ήταν το αυξημένο κόστος δανεισμού, που υποχρέωνε πλήθος επιχειρήσεων με ισχυρό ταμείο να μειώσουν το δανεισμό τους.

Ενώ συνέβαινε αυτό, η ταχύτητα με την οποία διέθεταν κεφάλαια για επενδύσεις υποστηριζόμενες από το Ταμείο Ανάκαμψης, άρχισε να χάνει τις υψηλότατες στροφές που είχαν παρατηρηθεί αρχικά. Αν και υπήρχαν σχέδια έτοιμα να περάσουν σε φάση δανειοδότησης, παρέμεναν στη γραμμή εκκίνησης καθώς οι αρχικοί δισταγμοί που είχαν αποδοθεί στις διπλές εκλογές, έδωσαν μετά τις συνεχείς αυξήσεις της ΕΚΤ, (πάνω από το 3%, μετά πάνω από το 3,5% και τέλος στο 4%), τη θέση τους σε δισταγμούς λόγω της ξέφρενης ανόδου των επιτοκίων.

Στο τελευταίο τρίμηνο και με τις εξοφλήσεις παλαιών δανείων να έχουν πλέον εξαντληθεί καθώς όποιοι μπορούσαν έκλειναν παλαιά ανοίγματα, εκτιμάται ότι είναι πολύ καλύτερο τρίμηνο από πλευράς νέων δανειοδοτήσεων. 

Η ανάγκη λοιπόν να αυξηθούν τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών, σε συνδυασμό με την ανάγκη να απορροφηθούν όλα τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης προκάλεσε ανησυχία και πιέσεις στα τραπεζικά περιθώρια για να μη χαθούν τα κεφάλαια αυτά. Ειδικότερα για τα κεφάλαια του ΤΑ πάντως υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη ασκούν κριτική και στους αργούς μηχανισμούς του δημοσίου, εκτιμώντας ότι δεν λειτουργούν με την επιθυμητή ταχύτητα αυξάνοντας το ρίσκο να χαθούν επενδύσεις.