JP Morgan: «Ταύρος» για τις τραπεζικές μετοχές - Ανεβάζει τον πήχη για τις τιμές στόχους

JP Morgan: «Ταύρος» για τις τραπεζικές μετοχές - Ανεβάζει τον πήχη για τις τιμές στόχους

Ψήφο εμπιστοσύνης στις τραπεζικές μετοχές δίνει η JP Morgan με νέο της report μετά τις συναντήσεις που είχε με τις τράπεζες, την Τράπεζα της Ελλάδος και κυβερνητικά στελέχη. Αποτέλεσμα; Αυξάνει σημαντικά τις τιμές στόχους για τις μετοχές των συστημικών τραπεζών. 

Διατηρεί θέση overweight για το σύνολο των τραπεζών και δίνει τιμές στόχους 4,10 ευρώ από 3,6 ευρώ για την Alpha Bank, 4,10 ευρώ από 3,60 ευρώ πριν για την Eurobank, 9 ευρώ από 8,20 ευρώ για την Πειραιώς και 15 ευρώ από 12,8 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα. Συστήνει μεγαλύτερη έκθεση στην Eurobank, καθώς έχει τα μεγαλύτερα περιθώρια ανόδου. 

«Πιστεύουμε ότι ο επικείμενος καταλύτης της Πειραιώς για το 4ο τρίμηνο του 2025 απορροφάται σταδιακά από την αγορά, καθώς ενσωματώνεται η πιο ισχυρή ανοδική προοπτική από την Εθνική Ασφαλιστική, ενώ η πρόσφατη υπεραπόδοση έχει πλέον καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του κενού αποτίμησης. Βρίσκουμε το προφίλ κινδύνου-ανταμοιβής σχετικά λιγότερο ελκυστικό για την Alpha Bank, δεδομένης της σημαντικής υπεραπόδοσης από την αρχή του έτους και της τρέχουσας αποτίμησης για περίπου 13% εξομαλυμένο ROTE, αν και αναγνωρίζουμε την πιθανή ανοδική επίδραση από συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A)» επισημαίνουν οι αναλυτές.

Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με δείκτη τιμής προς κέρδη (P/E) 7,7 και δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (P/TBV) 1,1 για το 2027, με προσδοκώμενη απόδοση ιδίων κεφαλαίων άνω του 15% (15,7% εξαιρουμένης της Alpha) – δηλαδή περίπου 15% φθηνότερα από τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη SX7E, παρόλο που έχουν παρόμοιο προφίλ κινδύνου-απόδοσης. Η JP Morgan ξεχωρίζει τους εξής παράγοντες που οδηγούν σε θετικές προοπτικές τις τράπεζες, εκτός από τα μεγέθη, τη μερισματική πολιτική, την πιστωτική επέκταση και τις κινήσεις επέκτασης. Όπως αναφέρει:

  •  Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει ευνοϊκό. Το σταθερό πολιτικό σκηνικό δικαιολογεί χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου (CoE), αλλά παραμένει παράγοντας παρακολούθησης ενόψει των εκλογών του 2027. Ο επενδυτικός κύκλος στην Ελλάδα αναμένεται να συνεχιστεί και να επιταχυνθεί, καθώς η χώρα προσπαθεί να καλύψει το επενδυτικό κενό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και να επεκτείνει τη βιομηχανική της βάση στους τομείς των υποδομών, της ενέργειας, της φαρμακοβιομηχανίας και της μεταποίησης, βελτιώνοντας την ισορροπία του ΑΕΠ που παραμένει σχετικά εξαρτημένο από τον τουρισμό. Αυτό θα υποστηρίξει τη μεγέθυνση του ονομαστικού ΑΕΠ και της πιστωτικής ζήτησης στο ορατό μέλλον, κυρίως μέσω της επιχειρηματικής πίστης. Αν και μια ουσιαστική ανάκαμψη στις στεγαστικές χορηγήσεις θα καθυστερήσει λόγω των ανισορροπιών στην προσφορά και ζήτηση κατοικιών, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η αυξανόμενη στρατηγική εστίαση των τραπεζών θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανάκαμψη, καθώς ο κύκλος ανάπτυξης που οδηγείται από τις επιχειρήσεις θα ομαλοποιείται.
  • Η Ελλάδα παραμένει πιο προστατευμένη σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ από κινδύνους όπως η τραπεζική φορολογία και οι δημοσιονομικές/πολιτικές ανησυχίες, κατά την άποψή μας, καθώς η χώρα διατηρεί δημοσιονομικό πλεόνασμα μέσα σε ένα σταθερό, φιλοαναπτυξιακό πολιτικό περιβάλλον.

«Σε αυτό το πλαίσιο, πιστεύουμε ότι η σταδιακή προσαρμογή του κόστους κεφαλαίου (CoE) προς τα επίπεδα του δείκτη SX7E θα συνεχιστεί, καλύπτοντας το εναπομείναν χάσμα άνω των 100 μονάδων βάσης που υποδηλώνει η αγορά. Ωστόσο, η πολιτική παραμένει παράγοντας παρακολούθησης ενόψει των εκλογών του 2027» σημειώνουν οι αναλυτές.

 Τα κύρια συμπεράσματα από τις συναντήσεις στην Αθήνα περιλαμβάνουν:

  • Τη δυναμική στον εταιρικό δανεισμό παραμένει βιώσιμη, με ανοδικό περιθώριο από συνέργειες μέσω συγχωνεύσεων/συνεργασιών και πιο ενεργητική αξιοποίηση κεφαλαίων.
  • Την αύξηση των εταιρικών δανείων σε ποσοστά κοντά στο υψηλό μονοψήφιο (high single-digit) αναμένεται να είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα, υποστηριζόμενη από τον εταιρικό τομέα, με σχετικά υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον, παρά κάποιες πιέσεις στα περιθώρια, που αναμένεται να εξομαλυνθούν.
  • Δεν υπάρχουν ενδείξεις για ουσιαστική ανάκαμψη στις στεγαστικές χορηγήσεις, κυρίως λόγω προβλημάτων στην προσφορά και την προσιτότητα.
  • Οι τράπεζες αναμένουν πρόσθετες συνέργειες από συγχωνεύσεις και συνεργασίες, ενισχύοντας τα έσοδα από προμήθειες και βελτιώνοντας την αποδοτικότητα δαπανών (opex leverage). Η Eurobank θεωρεί ότι τα €120 εκατ. συνέργειες από την εξαγορά της Ελληνικής είναι μια συντηρητική εκτίμηση, ενώ η Alpha αναφέρθηκε σε οφέλη από δαπάνες IT και δικτύου διανομής.